Subject | English | Greek |
econ. | concentrative joint venture | κοινή επιχείρηση με χαρακτήρα συγκέντρωσης |
econ. | concentrative joint ventures | κοινές επιχειρήσεις με χαρακτήρα συγκέντρωσης |
econ. | cooperative joint venture | κοινή επιχείρηση με χαρακτήρα συνεργασίας |
econ. | co-operative joint venture | κοινές επιχειρήσεις με χαρακτήρα συνεργασίας |
fin. | cooperative venture at the pre-competitive stage | συνεργασία που αναπτύσσεται στο προανταγωνιστικό επίπεδο |
econ., fin. | Corporate Venture Capital | Εταιρικά Επιχειρηματικά Κεφάλαια |
law, fin. | equity joint venture | συνεπιχείρηση με συμμετοχή στο εταιρικό κεφάλαιο |
law, fin. | equity joint venture | εταιρική λειτουργία |
fin., polit. | European Private Equity and Venture Capital Association | Ευρωπαϊκή ΄Ενωση Εταιριών Επιχειρηματικού Κεφαλαίου |
econ., fin. | European Private Equity and Venture Capital Association | Ευρωπαϊκή Ένωση Ιδιωτικών Επενδύσεων και Επιχειρηματικού Κεφαλαίου |
fin., polit. | European Venture Capital Association | Ευρωπαϊκή ΄Ενωση Εταιριών Επιχειρηματικού Κεφαλαίου |
fin. | European venture capital fund | ευρωπαϊκή εταιρεία επιχειρηματικού κεφαλαίου |
econ. | full-function joint venture | λειτουργικά αυτόνομη κοινή επιχείρηση |
econ. | fully-fledged joint venture | λειτουργικά αυτόνομη κοινή επιχείρηση |
account. | income from investment in and loans to undertaking in which the business has a participating interest or joint ventures | έσοδα συμμετοχών |
gen. | joint ACP-EEC industrial venture | βιoμηχαvική κoιvoπραξία ΑΚΕ-ΕΟΚ |
fin. | joint control of a joint venture | κοινός έλεγχος μιας κοινής επιχείρησης |
fin. | Joint European Venture | κοινή επιχείρηση στην ΕΕ |
fin. | Joint European Venture | ευρωπαϊκή κοινή επιχείρηση |
fish.farm. | joint fishing venture | κοινή επιχείρηση αλιείας |
econ. | joint venture | κοινή επιχείρηση |
econ., busin., labor.org. | joint venture | συνεκμετάλλευση |
law | joint venture | κοινοπραξία |
market. | joint venture account | κοινός λογαριασμός |
fin. | joint-venture agreement | συμφωνία κοινής επιχείρησης |
fin. | joint-venture agreement | συμφωνία για την ίδρυση κοινής επιχείρησης |
transp. | joint-venture flight | κοινή πτήση περισσοτέρων μεταφορέων |
fin. | Joint Venture Licence Agreement | συμφωνία για την παραχώρηση άδειας εκμετάλλευσης στην κοινή επιχείρηση |
econ. | Joint venture programme PHARE-TACIS | πρόγραμμα κοινών επιχειρήσεων PHARE-TACIS |
econ. | Joint venture programme PHARE-TACIS | πρόγραμμα JOP |
market. | joint-venture system | σύστημα της κοινής θυγατρικής |
econ. | Programme for promoting the establishment of joint ventures in the countries of central and eastern Europe | Πρόγραμμα για την προώθηση της δημιουργίας κοινών επιχειρήσεων στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης |
econ. | Programme to promote SME joint ventures and other cooperation agreements | πρόγραμμα προώθησης κοινών επιχειρήσεων και άλλων κοινών συμφωνιών |
market. | share of profits from joint ventures | συμμετοχή στα κέρδη από κοινοπραξίες |
fin. | support mechanism for the creation of transnational joint ventures | μηχανισμός υποστήριξης της δημιουργίας διακρατικών κοινών επιχειρήσεων |
busin., labor.org., fish.farm. | temporary joint venture | προσωρινή ένωση επιχειρήσεων |
fin. | transnational joint venture | κοινή διακρατική επιχείρηση |
fin. | venture capital | επιχειρηματικό κεφάλαιο |
econ. | venture capital | κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου |
fin. | venture capital | επισφαλές κεφάλαιο |
fin. | venture capital company | εταιρεία κεφαλαίου επιχειρηματικού κινδύνου |
econ., fin. | venture capital company | εταιρίες κεφαλαίου επιχειρηματικών συμμετοχών |
fin., law | venture capital firm | εταιρεία χρηματοδότησης επιχειρηματικού κινδύνου |
fin. | venture capital fund | εταιρεία επιχειρηματικού κεφαλαίου |
fin. | venture capital market | αγορά επιχειρηματικών κεφαλαίων |
fin. | venture capital mutual fund | αμοιβαίο κεφάλαιο υψηλού κινδύνου |
fin. | venture capital passport | διαβατήριο επιχειρηματικού κεφαλαίου |
econ. | ventures on the part of undertakings | πρωτοβουλία των επιχειρήσεων |