Subject | English | Greek |
lab.law., mech.eng. | daily turn-over | ημερήσια παροχή |
law, stat. | labor turn-over | εναλλαγή του προσωπικού στις θέσεις εργασίας |
law, stat. | labor turn-over | κύκλος κινήσεως εργαζομένων |
law, stat. | labour turn-over | εναλλαγή του προσωπικού στις θέσεις εργασίας |
law, stat. | labour turn-over | κύκλος κινήσεως εργαζομένων |
transp. | traffic turn-over on a line | κυκλοφοριακή παροχή γραμμής |
agric. | turn over | αναποδογυρίζω |
agric. | turn over | ανατρέπομαι |
met. | turning over | ανατροπή |
astronaut., transp. | turn-over | Εκτροπή κατά την προσγείωση |
fin. | turn-over | κυκλοφορία |
industr., construct., met. | turn-over | ανατροπή |
polit., econ. | turn-over | εσωτερική δημιουργία θέσεων λόγω αποχωρήσεως |
industr., construct., met. | turn-over | γύρισμα |
law, stat. | turn-over | εναλλαγή του προσωπικού στις θέσεις εργασίας |
law, stat. | turn-over | κύκλος κινήσεως εργαζομένων |
el. | turn-over voltage | τάση κατωφλίου |
el. | turn-over voltage | τάση αποκλίσεως |