Subject | English | Greek |
med. | acceleration tolerance | όριο ανοχής επιτάχυνσης |
transp., tech., law | acceptable thickness tolerance | αποδεκτή ανοχή πάχους |
tech. | acceptance tolerance | αποδεκτή ανοχή |
environ., chem. | acid tolerance | αντοχή στην οξύτητα |
environ., chem. | acid tolerance | ανοχή στην οξύτητα |
med. | acquired immunological tolerance | επίκτητη ανοσολογική ανοχή |
law | administrative tolerance | μέτρο διοικητικής ανοχής |
transp., mater.sc. | alignment tolerance | ανοχή ευθυγράμμισης |
commun. | allocation of tolerances | κατανομή ανοχών |
tech. | allowable dimensional tolerance | ανοχή διάστασης |
med. | altitude tolerance | ανοχή στο ύψους |
nat.sc. | anaerobiosis tolerance | ανοχή στην αναεροβίωση |
chem. | analytical tolerance | αναλυτική ανοχή |
tech. | balance tolerance | ανοχή της εξισορρόπησης |
med. | bicarbonate tolerance-test | δοκιμασία φόρτισης με διττανθρακικά |
med. | Boas pyloric tolerance test | δοκιμασία πυλωρικής λειτουργικότητας Boas |
med. | Boas pyloric tolerance test | δοκιμασία πυλωρικής |
med. | Buerger cholesterin tolerance test | δοκιμασία ανοχής χοληστερίνης Buerger |
life.sc. | calibration tolerance | οριακό σφάλμα βαθμονόμησης |
met. | calibration tolerance | ανοχή διαβάθμισης |
life.sc. | calibration tolerance | ανοχή καλιμπραρίσματος |
life.sc. | calibration tolerance | ανοχή βαθμονόμησης |
earth.sc., el. | capacitance tolerance | ανοχή χωρητικότητας |
med. | carbohydrate tolerance | ανοχή προς τον υδατάνθρακα και τις γλυκωσίδες |
med. | cardiac tolerance test | τεστ κοπώσεως |
med. | cardiac tolerance test | δοκιμασία κόπωσης |
med. | cardiac tolerance test | δοκιμασία ανοχής μυοκαρδίου |
med. | central tolerance | κεντρική ανοχή |
met. | circularity tolerance | επιτρεπόμενη απόκλιση κυκλικότητας |
IT | cladding diameter tolerance | ανοχή διαμέτρου μανδύα |
el. | cladding surface tolerance | ανοχή επιφάνειας οπτικού μανδύα |
IT | cladding tolerance field | πεδίο ανοχής μανδύα |
met. | close tolerance | μικρή ανοχή |
earth.sc. | colour tolerance | χρωστική ανοχή |
industr., construct., chem. | commercial tolerance | εμπορική ανοχή |
earth.sc., mech.eng. | constructional tolerance | κατασκευαστική ανοχή |
el. | core diameter tolerance | ανοχή διαμέτρου πυρήνα |
earth.sc. | core fabrication tolerance | ανοχή κατασκευής του πυρήνα αντιδραστήρα |
health. | cross-tolerance | διασταυρούμενη ανοχή |
social.sc. | cross-tolerance | πολλαπλός εθισμός |
met. | cut to a tolerance | ακριβής κοπή |
met. | cutting tolerance | αντοχή της κοπής |
industr., construct. | cutting tolerance | ανοχή στην κοπή |
astronaut., transp. | damage-tolerance criteria | Κριτήρια ανοχής σε ζημιά/αστοχία |
tech. | design tolerance | κατασκευαστική ανοχή |
met. | diagonal tolerance | επιτρεπόμενη απόκλιση των διαγωνίων |
met. | diameter tolerance | ανοχή κατά τη διάμετρο |
transp., mater.sc. | dimensional tolerance | ανοχή διαστάσεων σχεδίου |
life.sc., construct. | dimensional tolerance | ανοχή διαστάσεων |
tech. | dimensional tolerance | ανοχή διάστασης |
transp. | distortion tolerance | αναχή στη στρέβλωση της γραμμής |
med. | double glucose tolerance test | διπλή δοκιμασία ανεκτικότητος της γλυκόζης |
obs., med. | drug tolerance | εθισμός |
med. | drug tolerance | ανοχή στα φάρμακα |
med. | drug tolerance | αντοχή |
transp., avia. | dry operating fleet mass tolerance | ανοχή συνολικής μάζας πτητικής λειτουργίας στόλου |
IT | echo tolerance | ανοχή ηχούς |
earth.sc., mech.eng. | efficiency tolerance | ανοχή της απόδοσης |
IT | error tolerance | ανοχή σφαλμάτων |
commun., IT | error-to-tolerance ratio | λόγος σφάλμα προς ανοχή |
med. | exercise tolerance test | ηλεκτροκαρδιογραφία προσπάθειας |
med. | exercise tolerance test | ηλεκτροκαρδιογράφημα της προσπάθειας ή κόπωσης |
IT, tech. | fault tolerance | ανοχή σε ελαττώματα; ανεκτικότητα σε ελαττώματα |
commun. | fault tolerance | βλαβοανοχή |
IT | fault tolerance | ανοχή λάθους |
comp., MS | fault tolerance | ανοχή σφαλμάτων (The ability of computer hardware or software to ensure data integrity when hardware failures occur. Fault-tolerant features appear in many server operating systems and include mirrored volumes, RAID-5 volumes, and server clusters) |
tech. | fit tolerance | ανοχή συναρμογής |
tech., law | flatness tolerance | ανοχή επιπεδότητας |
transp., avia. | fleet tolerance | ανοχή στόλου |
commun., el. | frequency tolerance | ανοχή συχνότητας |
med. | fructose tolerance test | δοκιμασία ανεκτικότητος στην φρουκτόζη |
med. | G-tolerance | αντοχή στην επιτάχυνση |
met. | geometrical tolerances | γεωμετρικές ανοχές |
med. | glaucoma tolerance test | δοκιμασία ανεκτικότητας για τη διάγνωση του γλαυκώματος |
med. | gliadin tolerance test | ανοχή προς την γλιαδίνη |
med. | glucose tolerance | ποσότης ανεκτής γλυκόζης |
med. | glucose tolerance | ανοχή στη γλυκόζη |
med. | glucose tolerance factor | παράγων της ανεκτής γλυκόζης |
med. | glucose tolerance factor | παράγοντας ανοχής στη γλυκόζη |
med. | glucose tolerance test | δοκιμασία ανεκτικότητος στην γλυκόζη |
med. | glucose tolerance test | δοκιμασία ανοχής στη γλυκόζη |
med. | glycine tolerance test | δοκιμασία ανεκτικότητος της γλυκίνης |
med. | haemoglobin tolerance test | δοκιμασία ανοχής αιμοσφαιρίνης |
med. | Hamann-Hirschmann glucose tolerance test | δοκιμασία ανοχής στην γλυκόζη των Hamann-Hirschmann |
med. | heparin tolerance test | δοκιμασία ανοχής στην ηπαρίνη |
agric., tech. | herbicide tolerance | ανθεκτικότητα σε ζιζανιοκτόνο |
tech. | high limit of tolerance | απόκλιση προς τα άνω |
med. | high-zone tolerance | υψηλής ζώνης ανοχή |
med. | hirudin tolerance test | δοκιμασία ανοχής στην ιρουδίνη |
med. | histidine tolerance test | δοκιμασία ανοχής στην ιστιδίνη |
med. | immune tolerance | ανοσοανοχή |
med. | immune tolerance | ανοσολογική ανοχή |
med. | immunologic tolerance | ανοσοανοχή |
med. | immunological tolerance | ανοσολογική ανεκτικότητα |
med. | immunological tolerance | ανοσολογική ανοχή |
health. | impact tolerance | ανοχή στους κραδασμούς |
health. | impact tolerance | ανοχή στις μηχανικές δονήσεις |
health. | impact tolerance | ανοχή στα σοκ |
med. | impaired glucose tolerance | διαταραχή ανοχής στη γλυκόζη |
el. | improved tolerance | βελτιωμένη αντοχή |
med. | infection tolerance test | δοκιμασία ανοχής μόλυνσης |
IT, el. | initial voltage tolerance | αρχική ανοχή τάσης |
social.sc., ed. | International Year of Tolerance | Διεθνές Ετος της Ανεκτικότητας |
social.sc., UN | International Year of Tolerance | Διεθνές ΄Ετος κατά της Μισαλλοδοξίας |
med. | ischaemia tolerance | ανοχή στην ισχαιμία |
met. | length tolerance | ανοχή μήκους |
market. | level of tolerance on importation | περιθώρια ανοχής κατά την εισαγωγή |
health. | limit of tolerance | όριον προσαρμοστικότητος,όριον ανοχής |
med. | local tolerance in animals | τοπική ανοχή σε ζώα |
med. | local tolerance trial | δοκιμασία τοπικής ανοχής |
stat., scient. | log convex tolerance limits | λογαριθμο-κυρτά όρια ανοχής |
stat. | log convex tolerance limits | κυρτά όρια ανοχής κούτσουρων |
stat., scient. | lot tolerance fraction defective | ποσοστό ανοχής ελαττωματικών ομάδας |
stat., scient. | lot tolerance fraction defective | ανεκτό ποσοστό ελαττωματικών παρτίδας |
stat., scient. | lot tolerance per cent defective | ποσοστό ανοχής ελαττωματικών ομάδας |
stat., scient. | lot tolerance per cent defective | ανεκτό ποσοστό ελαττωματικών παρτίδας |
stat. | lot tolerance per cent defective | ανοχής παρτίδα τοις εκατό ελαττωματικό |
tech. | low limit of tolerance | απόκλιση προς τα κάτω |
med. | lowered food tolerance | ανοχή σε διατροφή χαμηλής ενέργειας |
med. | low-zone tolerance | χαμηλής ζώνης ανοχή |
tech., mater.sc. | manufacturing tolerance | ανοχή διαδικασίας |
el. | margin of tolerance | περιθώριο ανοχής |
mech.eng. | mechanical tolerance | μηχανική αντοχή |
transp. | medium tolerance chain | αλυσίδα μέσης ανοχής |
el. | narrowing of frequency tolerance | στένεμα ανοχής συχνότητας |
stat., scient. | non-parametric tolerance limits | απαραμετρικά όρια ανοχής |
stat. | non-parametric tolerance limits | μη παραμετρικά όρια ανοχής |
met. | normal tolerance | κανονική ανοχή |
commun. | North-South station-keeping tolerance | ανοχή διατήρησης της θέσης Bορρά-Nότου |
met. | one-sided statistical tolerance interval | στατιστικό μονόπλευρο διάστημα ανοχής |
met. | one-sided tolerance interval | μονόπλευρο διάστημα ανοχής |
med. | oral tolerance | στοματική ανοχή |
el. | oscillator tolerance | ανοχή ταλαντωτή |
tech., construct. | out of tolerances | μή επιτρεπόμενος |
tech., construct. | out of tolerances | εκτός των επιτρεπόμενων ορίων |
el. | output voltage tolerance | ορθότητα τάσης εξόδου |
el. | output voltage tolerance | ανοχή τάσης εξόδου |
mech.eng. | over and under tolerance parts | εξαρτήματα μέσα και έξω από τις ανοχές |
mech.eng. | over and under tolerance parts | εξαρτήματα εντός και εκτός ανοχών |
commun. | overall allocation of tolerances | σφαιρική καταχώρηση ανοχών |
med. | peripheral tolerance | περιφερειακή ανοχή |
transp., avia. | permitted fleet tolerance | επιτρεπόμενη ανοχή στόλου |
met. | perpendicular tolerance | ανοχή ορθογωνικότητας |
el. | phase tolerance of the pilot signal | ανοχή φάσης του σήματος πιλότου |
med. | physiological tolerance | φυσιολογική αντοχή |
law, fin. | policy of zero tolerance | πολιτική μηδενικής ανοχής |
el. | positioning tolerance | ανοχή τοποθετήσεως |
met. | precision tolerance | ανοχή ως προς την ακρίβεια |
commun., IT | pre-set tolerance | προκαθορισμένη ανοχή |
tech., mater.sc. | process tolerance | ανοχή διαδικασίας |
astronaut., transp. | production tolerance | Ανοχή παραγωγής |
transp., mater.sc. | projecting length tolerance | ανοχή ευθυγράμμισης |
el. | radiation tolerance level | επιτρεπόμενη στάθμη ακτινοβολίας |
transp. | rail wear tolerance | ανοχή φθοράς σιδηροτροχιών |
el. | reference surface tolerance | ανοχή στην επιφάνεια αναφοράς |
IT | reference surface tolerance field | πεδίο ανοχής επιφάνειας αναφοράς |
gen. | religious tolerance | ανεξιθρησκία " θρησκευτική ανοχή |
el. | r.m.s.tolerance error across aperture | ενεργό σφάλμα ανοχής κατά μήκος μιας ακτίνας του ανοίγματος |
commun., IT | safelight tolerance | ανοχή σε φως ασφαλείας |
med. | self tolerance | αυτοανοχή |
stat. | sequential tolerance region | ακολουθιακή περιοχή ανοχής |
math. | sequential tolerance region | διαδοχική περιοχή ανοχή |
health. | shock tolerance | ανοχή στους κραδασμούς |
health. | shock tolerance | ανοχή στις μηχανικές δονήσεις |
health. | shock tolerance | ανοχή στα σοκ |
stat. | simultaneous tolerance intervals | ταυτόχρονα διαστήματα ανοχής |
industr., construct. | slitting tolerance | ανοχή στην κοπή |
met. | specified tolerance | επιτρεπτή ανοχή |
h.rghts.act. | spirit of tolerance | πνεύμα ανοχής |
met. | standard tolerance | τυπική ανοχή |
stat., tech. | statistical tolerance interval | στατιστικό διάστημα ανοχής |
stat. | statistical tolerance interval | στατιστικό περιθώριο ανοχής |
math. | statistical tolerance limit | όριο πρόβλεψης |
math. | statistical tolerance limit | στατιστικό όριο ανοχής |
stat. | statistical tolerance region | στατιστική περιοχή ανοχής |
stat. | statistical tolerance region | στατιστική περιοχή ανοχή |
met. | straightness tolerance | ανοχή ευθυγραμμικότητας |
health. | stress tolerance | αντοχή στο στρες |
health. | stress tolerance | αντοχή στο άγχος |
el. | surface tolerance | ανοχή επιφάνειας |
econ., market. | system for the establishment of tolerances for contaminants | σύστημα καθορισμού ανοχών για τις προσμείξεις |
met. | thickness tolerance | ανοχή πάχους |
transp., tech., law | thickness tolerance limit | όριο ανοχής πάχους |
mech.eng. | thread tolerance | ανοχή σπειρώματος |
el. | tighter frequency tolerance | αυστηρότερη ανοχή συχνότητας |
agric. | time-temperature tolerance | ανεκτικότητα χρόνου-θερμοκρασίας |
agric. | time-temperature tolerance | συσχετισμός χρόνου και θερμοκρασίας |
commun. | timing tolerances | ανοχές χρονισμού |
IT, el. | tolerance area | περιοχή ανοχών |
IT, el. | tolerance area | ζώνη ανοχών |
IT, el. | tolerance area | εύρος ανοχών |
stat. | tolerance distribution | κατανομή ανοχής |
tech. | tolerance dose | μέγιστη επιτρεπόμενη ισοδύναμη δόση |
gen. | tolerance dose | ανεκτή δόση |
mech.eng. | tolerance enclosure | περιβάλλουσα ανοχών |
stat. | tolerance factor | παράγοντας ανοχής |
commun., IT | tolerance field | ζώνη ανοχής |
earth.sc., mech.eng. | tolerance group | ομάδα ανοχών |
construct. | tolerance in level | υψομετρική ανοχή |
med. | tolerance in the target species of animal | ανοχή στο ζώο προορισμού |
industr. | tolerance level | επίπεδο ανοχής |
market. | tolerance level | επίπεδο σημαντικότητας |
account. | tolerance level | περιθώριο ανοχής |
math. | tolerance limits | όρια ανοχής |
stat. | tolerance number of defects | ανεχόμενος αριθμός ελαττωματικών |
stat. | tolerance number of defects | αριθμός ανοχή των ελαττωμάτων |
nat.sc., agric. | tolerance of crop combinations | ανοχή σε συνδυασμούς καλλιεργιών |
tech. | tolerance of dimension | ανοχή διάστασης |
tech. | tolerance of fit | ανοχή συναρμογής |
el. | tolerance of setting | ανοχή ρύθμισης |
nat.sc., agric. | tolerance of tired soils | ανοχή σε καταπονημένα εδάφη |
met. | tolerance on dimensions | απόκλιση διαστάσεων |
tech., law | tolerance on flatness | ανοχή επιπεδότητας |
met. | tolerance on temperature | επιτρεπόμενο σφάλμα μέτρησης της θερμοκρασίας |
met. | tolerance on the applied loads | επιτρεπόμενη απόκλιση των δυνάμεων καταπόνησης |
el. | tolerance on the frequency response | ανοχή στη φασματική απόκριση |
met. | tolerance on the mass | επιτρεπόμενη απόκλιση μάζας |
met. | tolerance on width | απόκλιση πλάτους |
transp. | tolerance range | εύρος ανοχών |
tech., mater.sc. | tolerance range | πεδίο ανοχής |
med. | tolerance scope | όρια αντοχής εις το οργανικόν στρες |
med. | tolerance system | σύστημα ανοχής |
med. | tolerance test | δοκιμασία ανοχής ή ανεκτικότητος |
environ., chem. | tolerance to acidity | αντοχή στην οξύτητα |
environ., chem. | tolerance to acidity | ανοχή στην οξύτητα |
transp., mil., grnd.forc. | tolerances of the speedometer's measuring mechanism | ανοχές του μηχανισμού μέτρησης του ταχυμέτρου |
IT, el. | true position tolerance | ανοχή αληθούς θέσης |
met. | type of tolerance | τύπος ανοχής |
social.sc., UN | United Nations Year for Tolerance | Διεθνές ΄Ετος κατά της Μισαλλοδοξίας |
health. | vibration tolerance | ανοχή στους κραδασμούς |
health. | vibration tolerance | ανοχή στις μηχανικές δονήσεις |
health. | vibration tolerance | ανοχή στα σοκ |
astronaut., transp. | wear tolerance | Ανοχή φθοράς |
met., construct. | weight tolerance | ανοχή σε βάρος |
met. | wide tolerance | ευρεία ανοχή |
met. | width tolerance | ανοχή πλάτους |
law, social.sc. | zero tolerance | μηδενική ανοχή |
h.rghts.act. | zero tolerance of violence against women | μηδενική ανοχή της βίας κατά των γυναικών |