Subject | English | Greek |
gen. | action programmes for long-term institution-building and staff development | προγράμματα δράσεων για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη των θεσμών και του προσωπικού |
agric. | additional traditional term | συμπληρωματική παραδοσιακή ένδειξη |
work.fl. | allocation of indexing terms | καταχώριση όρων ευρετηρίασης |
nat.sc. | ambient correction term | περιβαλλοντικός συντελεστής διόρθωσης |
law | appointment terms | όροι μιας σύμβασης |
law | appointment terms | όροι της σύμβασης |
law | appointment terms | συμβατικοί όροι |
account. | assets held by a long-term employee benefit fund | περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται από ένα φορέα μακροχρόνιων παροχών |
law | average nominal long-term interest rate | μέσο ονομαστικό μακροπρόθεσμο επιτόκιο |
nat.sc. | basic long-term research | Βασική και Μακροπρόθεσμη ΄Ερευνα |
fin., econ. | below market terms | με πιο ευνοϊκούς όρους σε σχέση με εκείνους της ελεύθερης αγοράς |
econ. | bills and short term bonds | γραμμάτια και βραχυπρόθεσμες ομολογίες |
gen. | both during and after their term of office | κατά τη διάρκεια της θητείας τους και μετά την λήξη αυτής |
work.fl. | bound terms | δέσμιοι όροι |
work.fl. | broader term | ευρύτερος όρος |
work.fl. | broader term | γένιος όρος |
work.fl. | broader term partitive | όλιος όρος |
work.fl. | broader term partitive | συλλογικός όρος |
work.fl. | broader term partitive | ευρύτερος μεριστικός όρος |
med. | carry for full term | διατήρηση της εγκυμοσύνης μέχρι τον τοκετό |
work.fl. | class term | όνομα τάξης |
work.fl. | class term | όρος τάξης |
fin. | close substitutability for deposits in terms of liquidity | συγγενή υποκατάστατα των καταθέσεων από άποψη ρευστότητας |
social.sc. | Closed Long-Term Benefits Scheme | κλειστό σύστημα μακροπρόθεσμων παροχών |
work.fl. | coined term | νεόκοπος όρος |
work.fl. | coined term | νεολογικός όρος |
work.fl. | collective term | όλιος όρος |
work.fl. | collective term | συλλογικός όρος |
work.fl. | collective term | ευρύτερος μεριστικός όρος |
account. | commencement of the lease term | έναρξη της μισθωτικής περιόδου |
econ., commer., fin. | commercial terms | εμπορικοί όροι |
commer., polit. | Committee on harmonisation of the main provisions concerning export credit insurance for transactions with medium- and long-term cover | Επιτροπή για την εναρμόνιση των κυριότερων διατάξεων που διέπουν την ασφάλιση εξαγωγικών πιστώσεων για πράξεις μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης κάλυψης |
social.sc. | Committee set up to implement the medium-term programme on equal opportunities for men and women | Επιτροπή για την εφαρμογή του μεσοπρόθεσμου προγράμματος για την ισότητα των ευκαιριών μεταξύ ανδρών και γυναικών 1996-2000 |
gen. | complex term | σύμπλοκος όρος |
work.fl., IT, EU. | 2. composite index term | σύνθετος όρος ευρετηρίασης |
work.fl., IT | compound index term | σύνθετος όρος ευρετηρίασης |
gen. | compound term | σύνθετος όρος |
econ. | consolidate the short-term debt | παγιοποιώ το βραχυπρόθεσμο χρέος' αναδιατάσσω το βραχυπρόθεσμο χρέος |
fin. | Continuously Offered Longer-Term Securities COLTS | συνεχής προσφορά κινητών αξιών |
econ. | contract terms | συμβατική ρήτρα |
law, fin. | contractual terms | συμβατική ρήτρα |
work.fl. | controlled term list | κατάλογος επικεφαλίδων και πηγών |
work.fl. | controlled term list | κατάλογος περιγραφέων |
work.fl. | controlled term list | κατάλογος επαληθευμένων όρων |
fin. | credit term | διάρκεια της πίστωσης |
fin., econ. | deferred repayment terms | αναβολή απόσβεσης' ετεροχρονισμός της απόσβεσης |
earth.sc., el. | delayed term | όρος επιβράδυνσης |
gen. | delivery dates and price terms | κλιμάκωση των παραδόσεων και όροι των τιμών |
fin., transp. | delivery terms | όροι παράδοσης |
econ., market. | disadvantage in terms of location | γεωγραφικό μειονέκτημα |
fin. | disturbance term | όρος στατιστικής διαταραχής |
fin. | draft terms | όροι πληρωμής |
med. | drug for long-term use | φάρμακο μακροχρόνιας λήψης |
law | enacting term | διατακτικό |
law | enacting terms | διατακτικό |
work.fl. | equivalent term | ισοδύναμος όρος |
social.sc., empl. | European Community Action Programme for the Long-term Unemployed | Πρόγραμμα δράσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας υπέρ των από μακρού χρόνου ανέργων |
social.sc., lab.law. | European Community action programme for the long term unemployed | πρόγραμμα δράσης υπέρ των μακροχρόνια ανέργων |
gen. | European Cooperation for the Long-term In Defence | πρωτοβουλία στον τομέα στρατιωτικής έρευνας και τεχνολογίας |
gen. | European Cooperative Long-Term Initiative for Defence | πρωτοβουλία στον τομέα στρατιωτικής έρευνας και τεχνολογίας |
fin. | European terms | ευρωπαϊκοί όροι |
fin. | European terms | ευρωπαϊκές συνθήκες |
fin. | exchange terms | όροι ανταλλαγής |
law | expiration of a term | λήξη προθεσμίας |
fin. | export or import flows in terms of quantity | ποσότητες εισαγωγών ή εξαγωγών |
work.fl. | extraction of terms | εξαγωγή όρων |
med. | female at term | θηλυκό ζώο σε περίοδο τοκετού |
work.fl., IT | file of index terms | φάκελος όρων ευρετηρίασης |
work.fl., IT | file of index terms | αρχειοφάκελος όρων ευρετηρίασης |
work.fl., IT | file of index terms | αρχείο όρων ευρετηρίασης |
gen. | fixed term assurance | ασφάλιση δήλης ημέρας terme fixe |
law, lab.law. | fixed-term contract | σύμβαση ορισμένου χρόνου |
law, lab.law. | fixed-term contract | σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου |
social.sc., empl. | fixed-term contract worker | εργαζόμενος ορισμένου χρόνου |
social.sc., empl. | fixed-term work | εργασία ορισμένου χρόνου |
social.sc., empl. | fixed-term worker | εργαζόμενος ορισμένου χρόνου |
econ. | fluctuations in short term rates on the financial and money markets | διακυμάνσεις των βραχυχρόνιων επιτοκίων στις οικονομικές αγορές και στις χρηματαγορές |
law, lab.law. | Framework Agreement on Fixed-term Work | Συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου |
min.prod. | full-term certificate | πιστοποιητικό μη προσωρινού χαρακτήρα |
account. | gain on disposal of investment not held on a long-term basis | διαφορές από πώληση συμμετοχών και χρεογράφων |
econ., fin. | GDP in money terms | ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές; ονομαστικό ΑΕΠ |
econ. | GDP in money terms | ονομαστικό AEΠ |
gen. | general term | γενικός όρος |
law, commer. | general terms of business | γενικοί όροι πωλήσεως |
work.fl. | generic term | γένιος όρος |
fin. | granting of short-term credits | χορήγηση βραχυπρόθεσμων πιστώσεων |
law, agric. | hereditary long term leaseholder | κληρονομικός μακροχρόνιος μισθωτής |
econ. | in cash terms | σε ονομαστικούς όρους |
econ. | in nominal terms | σε ονομαστικούς όρους |
econ., stat., social.sc. | in seasonally adjusted terms | διόρθωση των εποχικών διακυμάνσεων' εποχική προσαρμογή |
law | In this INSTRUMENT, the term "Member State" shall mean any Member State with the exception of Denmark. | Για τους σκοπούς του παρόντος της παρούσας πράξης, νοείται ως "κράτος μέλος" κάθε κράτος μέλος πλην της Δανίας. |
econ. | income terms of trade | εισοδηματικοί όροι εμπορίου |
work.fl., IT | index term | όρος ευρετηρίασης |
work.fl., IT | index-term abstract | σύνοψη τηλεγραφικής μορφής |
work.fl., IT | index-term abstract | σκελετός |
work.fl. | indexing with preferred terms | ευρετηρίαση με προτιμώμενους όρους |
work.fl. | indexing without preferred terms | ευρετηρίαση χωρίς προτιμώμενους όρους |
fin. | interbank term account | προθεσμιακός διατραπεζικός λογαριασμός |
med. | intermediate long-term memory | διάμεση μακροπρόθεσμη μνήμη |
fin. | intermediate-term bond | μεσοπρόθεσμο ομόλογο |
fin. | intermediate term loan | μεσοπρόθεσμο δάνειο |
econ., commer., fin. | International Commercial Terms | Διεθνείς Εμπορικοί 'Οροι |
law, insur. | to interrupt the term of limitation | αναστέλλω τον περιοριστικό όρο |
work.fl. | lead-in-term | μη προτιμώμενος όρος |
work.fl. | lead-in-term | μη περιγραφέας |
account. | lease term | μισθωτική περίοδος |
account. | lease term | διάρκεια της μίσθωσης |
law | licence term | περ·ίοδος της άδειας |
fin. | loan on privileged terms | δάνειο με ευνοϊκούς όρους |
fin. | loan on special terms | ειδικό δάνειο |
fin. | loan on special terms | δάνειο με ειδικούς όρους |
work.fl. | loan term | δάνειος όρος |
med. | long-term abuse | μακροχρόνια κατάχρηση |
fin. | long-term advance | μακροπρόθεσμη προκαταβολή |
med. | long term asymptomatic | άρρωστος μακροχρόνια ασυμπτωματικός |
fin. | long-term bill | μακροπρόθεσμη συναλλαγματική |
fin. | long-term bond | μακροπρόθεσμη ομολογία |
fin. | long-term bond | ομολογιακό δάνειο |
econ. | long term bond | μακροπρόθεσμη ομολογία |
fin., econ. | long-term capital movements | κινήσεις κεφαλαίων μακροπρόθεσμα |
fin. | long-term capital movements | κινήσεις κεφαλαίων,μακροπρόθεσμα |
social.sc., health. | long-term care | μακροχρόνια φροντίδα |
social.sc., health. | long-term care | μακροχρόνια περίθαλψη |
ecol. | long-term CER | μακροπρόθεσμη πιστοποιημένη μείωση εκπομπών |
tax., transp. | long-term certificate | πιστοποιητικό LT |
ecol. | long-term certified emission reduction | μακροπρόθεσμη πιστοποιημένη μείωση εκπομπών |
law | long-term commitments | μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις |
econ. | long-term credit | μακροπρόθεσμη πίστωση |
mater.sc. | long-term data infrastructure system | σύστημα μακροπρόθεσμων στοιχείων των υποδομών |
fin. | long-term debt securities | μακροπρόθεσμα χρεόγραφα |
fin. | long-term debt to equity ratio | δείκτης μακροπρόθεσμου χρέους-καθαρής αξίας περιουσίας |
fin. | long-term debt to equity ratio | δείκτης μακροπρόθεσμου χρέους-ίδιων κεφαλαίων |
fin. | long term debt/capitalisation | μακροπρόθεσμο χρέος/κεφαλαιοποίηση |
fin. | long term debt/capitalisation | μακροπρόθεσμο χρέος/διαθέσιμα κεφάλαια |
fin. | long term debt/capitalization | μακροπρόθεσμο χρέος/διαθέσιμα κεφάλαια |
fin. | long term debt/capitalization | μακροπρόθεσμο χρέος/κεφαλαιοποίηση |
gen. | Long Term Defence Programme | μακροπρόθεσμο αμυντικό πρόγραμμα |
earth.sc. | long term depletion of radioactivity | μακροχρόνια εξασθένηση της ραδιενεργείας |
chem. | long-term dispersion | μακροχρόνια διασπορά |
earth.sc. | long-term disposal of graphite | μακροπρόθεσμη διάθεση του γραφίτη |
med. | long-term extension | συνεχής έκταση |
econ. | long-term financing | μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση |
agric. | long-term fire danger | διαρκής κίνδυνος πυρκαϊάς |
mater.sc. | long-term forecast | μακροπρόθεσμος προγραμματισμός |
econ. | long-term forecast | μακροπρόθεσμη πρόβλεψη |
mater.sc. | long-term forecast | προοπτική |
gen. | long-term hazard | μακροχρόνιος κίνδυνος |
med. | long-term illness | μακροχρόνια ασθένεια |
gen. | long term illness scheme | σύστημα μακροχρόνιων ασθενειών |
econ., fin. | long-term industrial holding | μακροπρόθεσμη συμμετοχή στο βιομηχανικό τομέα |
earth.sc. | long-term integrity of buildings | μακροπρόθεσμη ακεραιότητα κτιρίων |
law | long-term interest-rate level | επίπεδο των μακροπρόθεσμων επιτοκίων |
chem. | long-term isolation | μακροχρόνια απομόνωση |
gen. | long-term job | μόνιμη θέση εργασίας |
law | long-term lease with option to purchase | σύμβαση εμφύτευσης με δικαίωμα αγοράς |
econ., fin. | long-term liabilities | μακροπρόθεσμο παθητικό' μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις |
fin. | long term loan | μακροπρόθεσμη πίστωση |
fin. | long term loan | μακροπρόθεσμα δάνεια |
fin. | long-term loan | μακροπρόθεσμο δάνειο |
account. | long-term loans | μακροπρόθεσμα δάνεια |
mater.sc. | long-term maintenance contract | σύμβαση συντήρησης μακράς διάρκειας |
fin. | long-term market | αγορά κεφαλαίων |
fin. | long-term market | κεφαλαιαγορά |
med. | long-term medication | μακρόχρονη θεραπεία |
med. | long-term memory | μακροπρόθεσμη μνήμη |
med. | long-term memory | μακράς διάρκειας μνήμη |
immigr. | long-term migrant | μετανάστης επί μακρόν διαμένων |
immigr. | long-term migration | μακροχρόνια μετανάστευση |
econ. | long-term movement in prices and volume | μακροχρόνια κίνηση των τιμών και του όγκου |
h.rghts.act. | Long-Term Observer | Παρατηρητής Μακρόχρονης Παραμονής |
fin. | long-term planning | μακροπρόθεσμος προγραμματισμός |
gen. | long-term population trend | μακροπρόθεσμη δημογραφική τάση |
med. | long-term potentiation | μακρόχρονη ενδυνάμωση |
med. | long-term prevention | μακροπρόθεσμη πρόληψη |
econ., insur. | long term prime rate | μακροπρόθεσμα επιδοτούμενο επιτόκιο |
commer., polit., agric. | Long-term programme for the use of telematics for Community information systems concerned with imports/exports and the management and financial control of agricultural market organizations- C ooperation in automation of d ata and documentation for imports/ exports and agriculture | Μακροπρόθεσμο πρόγραμμα που αφορά τη χρησιμοποίηση της τηλεματικής στα Κοινοτικά συστήματα πληροφόρησης σχετικά με τις εισαγωγές και τις εξαγωγές,καθώς και τη διαχείριση και το δημοσιονομικό έλεγχο των οργανώσεων της γεωργικής αγοράς |
fin. | long-term rate | μακροπρόθεσμα επιτόκια |
econ., fin. | long term rating | μακροπρόθεσμη αξιολόγηση |
med. | long-term regulation | μακροπρόθεσμη ρύθμιση |
nat.sc. | long-term research | μακροπρόθεσμη έρευνα |
law, immigr. | long-term residence | καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος |
obs., law, immigr. | long-term residence | διαμονή επί μακρόν |
law, immigr. | long-term resident | επί μακρόν διαμένων - ΕΚ |
immigr. | long-term resident | επί μακρών διαμένων |
law, immigr. | long-term resident | επί μακρόν διαμένων |
immigr. | long-term resident status | καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος |
fin., econ. | long-term securities | μακροπρόθεσμοι τίτλοι |
account. | long-term securities other than shares, excluding financial derivatives | μακροπρόθεσμα χρεόγραφα εκτός από μετοχές, εξαιρουμένων των χρηματοπιστωτικών παραγώγων |
fin. | long-term security | μακροπρόθεσμοι τίτλοι |
fin. | long-term security | μακροπρόθεσμος τίτλος |
energ.ind. | long-term services | μακροπρόθεσμες υπηρεσίες |
agric. | long term storage | αποθήκευση για μεγάλο χρονικό διάστημα |
fin. | long-term sustainability of public finances | μακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών |
earth.sc. | long term tectonic stability | τεκτονική σταθερότητα μακράς διάρκειας |
agric., tech. | long-term test plot | αγροτεμάχιο μακροπρόθεσμων πειραμάτων |
nat.sc., industr. | long-term toxicity effect concentration | συγκέντρωση που προκαλεί χρόνια τοξικότητα |
med. | long-term treatment | επίμονος θεραπεία |
econ. | long-term trend | μακροχρόνια τάση |
social.sc., empl. | long-term unemployed | μακροχρόνια άνεργος |
social.sc., lab.law. | long-term unemployed | μακροχρονίως άνεργος |
econ. | long-term unemployment | μακροχρόνια ανεργία |
social.sc., empl. | long-term unemployment | ανεργία μακράς διάρκειας |
construct. | long-term urban planning | μακροπρόθεσμη πολεοδομία |
obs., law, immigr. | long term visa | θεώρηση μακράς παραμονής |
law, immigr. | long term visa | θεώρηση μακράς διαμονής |
immigr. | long-term visa | θεωρήσεις για διαμονή μακράς διαρκείας |
immigr. | long-term visa | θεώρηση μακράς διάρκειας |
law, immigr. | long term visa | θεώρηση τύπου D |
law, immigr. | long term visa | θεώρηση μακράς διαρκείας |
law, immigr. | long term visa | βίζα μακράς διάρκειας |
obs., law, immigr. | long term visa | θεώρηση για παραμονή μακράς διάρκειας |
earth.sc. | long-term weathering experiment | μακροχρόνιο πείραμα έκθεσης στις καιρικές συνθήκες |
fin. | long-and medium-term debt | μεσο-μακροπρόθεσμο χρέος |
agric. | margarine expressed in terms of crude fat | μαργαρίνηεκφρασμένη σε ακατέργαστες λιπαρές ουσίες |
commer., fin. | maximum repayment term | μέγιστη προθεσμία αποπληρωμής |
gen. | may cause long-term adverse effects in the aquatic environment | Ρ53 |
gen. | may cause long-term adverse effects in the aquatic environment | μπορεί να προκαλέσει μακροχρόνιες δυσμενείς επιπτώσεις στο υδάτινο περιβάλλον |
gen. | may cause long-term harmful effects in the aquatic environment | μπορεί να προκαλέσει μακροχρόνιες δυσμενείς επιπτώσεις στο υδάτινο περιβάλλον |
gen. | may cause long-term harmful effects in the environment | μπορεί να προκαλέσει μακροχρόνιες δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον |
econ., fin. | mechanism for short-term monetary support | σύστημα βραχυπρόθεσμης νομισματικής υποστήριξης |
econ. | medium and long term assets vis-à-vis the rest of the world | μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες απαιτήσεις έναντι της αλλοδαπής |
econ. | medium and long term loans | μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα δάνεια |
econ. | medium and long term trade credit | μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες εμπορικές πιστώσεις |
fin. | medium-term bond | ομόλογα |
social.sc. | Medium-term Community action programme concerning the economic and social integration of the economically and socially less privileged groups in society | Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα Κοινοτικής δράσης για την οικονομική και κοινωνική ένταξη των λιγότερο ευνοημένων κοινωνικών ομάδων |
social.sc. | Medium-term Community action programme to combat social exclusion and promote solidarity | Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα κοινοτικής δράσης για την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού και την προώθηση της αλληλεγγύης |
fin. | medium-term credit | μεσοπρόθεσμο δάνειο |
econ. | medium-term credit | μεσοπρόθεσμη πίστωση |
fin. | medium-term credit guarantee | εγγύηση μεσοπρόθεσμου δανείου |
econ., market. | medium-term debts | μεσοπρόθεσμα χρέη |
econ. | medium-term economic and budgetary position | μεσοπρόθεσμη οικονομική και δημοσιονομική κατάσταση |
econ., fin. | Medium-Term Expenditure Framework | πλαίσιο μεσοπρόθεσμων δαπανών |
econ. | medium-term financial assistance | οικονομική συνδρομή |
law | medium-term financial assistance for balances of payments | μηχανισμός μεσοπρόθεσμης οικονομικής στήριξης του ισοζυγίου πληρωμών |
econ., fin. | medium-term financial assistance mechanism | μηχανισμός μεσοπρόθεσμης χρηματοδοτικής συνδρομής |
econ., fin. | medium-term financial support facility | μηχανισμός μεσοπρόθεσμης χρηματοδοτικής συνδρομής |
econ. | medium-term financing | μεσοπρόθεσμη χρηματοδότηση |
econ. | medium-term forecast | μεσοπρόθεσμη πρόβλεψη |
social.sc. | medium-term programme on equal opportunities | μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα για την ισότητα ευκαιριών |
fin. | medium-term rate | μεσοπρόθεσμο επιτόκιο |
fin. | medium-term security | μεσοπρόθεσμοι τίτλοι |
gen. | Medium-term social action programme | Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα κοινωνικής δράσης |
social.sc. | medium-term social programme | μεσοπρόθεσμο κοινωνικό πρόγραμμα |
fin. | medium-term Treasury bond | μεσοπρόθεσμο γραμμάτιο Δημοσίου |
fin. | medium-term Treasury bond | έντοκο μεσοπρόθεσμο γραμμάτιο του Δημοσίου |
econ. | mid-term budget framework | μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πλαίσιο |
gen. | mid-term evaluation | ενδιάμεση αξιολόγηση |
gen. | mid-term evaluation report | ενδιάμεση έκθεση αξιολόγησης |
commer., polit., interntl.trade. | Mid-Term Review | ανασκόπηση / εξέταση σε ενδιάμεσο στάδιο ; ενδιάμεση επισκόπηση |
fin. | mid-term review | ενδιάμεση αναθεώρηση |
commer. | mid-term review | ενδιάμεση αξολόγηση |
gen. | mid-term review | ενδιάμεση αξιολόγηση |
work.fl. | narrower term | στενότερος όρος |
work.fl. | narrower term | είδιος όρος |
work.fl. | narrower term partitive | στενότερος μεριστικός όρος |
work.fl. | narrower term partitive | μεριστικός όρος |
work.fl. | narrower term partitive | μέριος όρος |
fin. | nominal long-term interest rate | μακροπρόθεσμη ονομαστική τιμή επιτοκίων |
fin. | nominal short-term interest rate | ονομαστικό βραχυπρόθεσμο επιτόκιο |
work.fl. | non-preferred term | μη περιγραφέας |
work.fl. | non-preferred term | μη προτιμώμενος όρος |
social.sc. | Open Long-Term Benefits Scheme | ανοικτό σύστημα μακροπρόθεσμων παροχών |
econ. | optional quality term | προαιρετική ένδειξη ποιότητας |
econ. | optional reserved term | προαιρετικός όρος |
econ. | optional reserved term | αποκλειστικός όρος |
econ. | optional term | αποκλειστικός όρος |
econ. | optional term | προαιρετικός όρος |
fin. | other long-term capital | λοιπά μακροπρόθεσμα κεφάλαια |
fin. | other long-term capital:net | λοιπά μακροπρόθεσμα κεφάλαια:καθαρό |
account. | other long-term employee benefits | λοιπές μακροπρόθεσμες παροχές σε εργαζομένους |
account. | other long term liabilities | λοιπές μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις |
econ. | other medium and long term loans | λοιπά μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα δάνεια |
fin. | other sectors,long term | λοιποί τομείς |
fin. | other sectors,short term | λοιποί τομείς |
fin. | other short-term capital | λοιπά βραχυπρόθεσμα κεφάλαια |
fin. | other short-term capital:net | λοιπά βραχυπρόθεσμα κεφάλαια:καθαρό |
econ. | other short term loans | λοιπά βραχυπρόθεσμα δάνεια |
econ. | other sight and short term assets | λοιπές απαιτήσεις όψης και βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις |
work.fl. | partitive term | μέριος όρος |
work.fl. | partitive term | μεριστικός όρος |
work.fl. | partitive term | στενότερος μεριστικός όρος |
law | patent term | περίοδος ισχύος των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
gen. | permitted term | επιτρεπόμενος όρος |
gen. | plurivalent term | πολυδύναμος όρος |
gen. | polysemic term | πολυδύναμος όρος |
law | post-term use ban | απαγόρευση χρήσης μετά τη λήξητης συμφωνίας |
work.fl., IT | preferred term | προτιμώμενος όρος |
gen. | presumption of compatibility expressed in terms of market share | τεκμήριο συμβατότητας εκφραζόμενο σε μερίδια της αγοράς |
econ. | prices and delivery terms or transport rates and conditions | οι όροι των τιμών ή της παραδόσεως και τά τιμολόγια των μεταφορών |
gen. | programme for six-month term in Council chair | εξαμηνιαίο πρόγραμμα της προεδρίας |
hobby | Proposal for a Directive of the European Parliament and of the Council on the protection of consumers in respect of certain aspects of timeshare, long-term holiday products, resale and exchange | Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προστασία των καταναλωτών ως προς ορισμένες πτυχές της χρονομεριστικής μίσθωσης, των μακροπρόθεσμων προϊόντων διακοπών, της μεταπώλησης και της ανταλλαγής |
account. | provision for possible loss in value of long-term securities | πρόβλεψη για χρηματιστηριακή υποτίμηση του χαρτοφυλακίου των τίτλων |
law | provisions regulating terms and conditions of employment | εργατική νομοθεσία |
gen. | pure term life assurance | καθαρή ασφάλιση έναντι κινδύνου θανάτου |
fin. | quota expressed in terms of volume | ποσόστωση που εκφράζεται κατά ποσότητα |
fin. | quota expressed in terms of volume | ποσόστωση κατά ποσότητα |
fin. | redemption at term | εξόφληση κατά τη λήξη |
work.fl. | reference term | όρος αναφοράς |
econ. | refinanceable medium term loans | ανανεούμενα μεσοπρόθεσμα δάνεια |
law, transp. | registered terms | καταχωρημένοι όροι |
gen. | reintegration of the long-term unemployed | επανένταξηστην αγορά εργασίαςτων επί μακρόν ανέργων |
work.fl. | related term | σχετιζόμενος όρος |
work.fl. | related term | συγγενικός όρος |
law | remainder of his predecessor's term of office | υπόλοιπο διάστημα της θητείας |
econ., market. | repayment term | προθεσμία αποπληρωμής |
account. | reserve for possible loss in value of long-term securities | πρόβλεψη για χρηματιστηριακή υποτίμηση του χαρτοφυλακίου των τίτλων |
econ. | reserved term | αποκλειστικός όρος |
econ. | reserved term | προαιρετικός όρος |
econ., fin. | reversal of short-term capital flows | αναστροφή των βραχυπρόθεσμων κεφαλαιακών ροών |
fin. | right-hand term | δεύτερο μέλος |
fin. | right-hand term | δεξιό μέλος |
law, transp. | salvage terms | όροι ναυαγιαιρεσίας |
law, transp. | salvage terms | όροι ναυαγοσώσεως |
law, transp. | salvage terms | όροι διασώσεως |
fin. | shift of short-term funds | μετατόπιση βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων |
law | short-term agreement for use and occupation | σύμβαση παραχωρήσεως της χρήσεως που συνάπτεται για ορισμένο χρόνο |
fin. | short-term borrowing | βραχυπρόθεσμο δάνειο |
econ. | short-term business cycle | κύκλος οικονομικής δραστηριότητας |
econ. | short-term business cycle | οικονομικός κύκλος |
econ. | short-term business cycle | συγκυριακός κύκλος |
fin. | short-term credit | βραχυπρόθεσμο δάνειο |
econ. | short-term credit | βραχυπρόθεσμη πίστωση |
fin. | short-term debt instrument | μηχανισμός βραχυπρόθεσμου χρέους |
fin. | short-term debt securities | βραχυπρόθεσμα χρεόγραφα |
econ., market. | short-term debts | βραχυπρόθεσμα χρέη |
econ., fin. | short-term economic indicator | δείκτης οικονομικής συγκυρίας ; συγκυριακός δείκτης; κυκλικός δείκτης |
econ. | short-term economic indicators | δείκτες οικονομικής συγκυρίας |
econ. | short-term economic indicators | συγκυριακοί δείκτες |
econ. | short-term economic policy | πολιτική συγκυρίας |
econ. | short-term economic policy | αντικυκλική πολιτική' πολιτική συγκυρίας' συγκυριακή πολιτική |
econ. | short-term economic policy | συγκυριακή πολιτική |
econ. | short-term economic prospects | οικονομική συγκυρία |
account. | short-term employee benefit | βραχύχρονη παροχή σε εργαζόμενους |
account. | short-term employee benefits | βραχυπρόθεσμες παροχές σε εργαζομένους |
nat.sc. | short term exposure | βραχυπρόθεσμη έκθεση |
gen. | short term exposure limit | όριο βραχυπρόθεσμης έκθεσης |
gen. | Short Term Exposure Limit value | τιμή STEL |
gen. | Short Term Exposure Limit value | οριακή τιμή βραχυπρόθεσμης έκθεσης |
gen. | short-term financial assistance | βραχυπρόθεσμη οικονομική βοήθεια |
econ. | short-term financing | βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση |
math. | short-term fluctuation | βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις |
econ. | short-term forecast | βραχυπρόθεσμη πρόβλεψη |
social.sc. | short-term forecast | βραχυχρόνια πρόβλεψη |
econ. | short-term indicator | βραχυπρόθεσμος δείκτης |
econ. | short-term influences | επιδράσεις μικρής διάρκειας |
fin. | short-term instrument | βραχυπρόθεσμος τίτλος |
fin., insur. | short-term investment | βραχυπρόθεσμη επένδυση |
fin. | short-term investments | βραχυπρόθεσμα χρεόγραφα |
econ., fin. | short-term liabilities | βραχυπρόθεσμο παθητικό' βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις |
gen. | short-term limits/excursion limit | όριο βραχυπρόθεσμης έκθεσης |
fin. | short-term loan | βραχυπρόθεσμο δάνειο |
fin. | short-term loan | πίστωση διαχείρισης |
fin. | short-term loan | βραχυπρόθεσμη πίστωση |
econ. | short term loan | βραχυπρόθεσμο δάνειο |
account. | short-term loans | βραχυπρόθεσμα δάνεια |
econ. | short term loans between residents | βραχυπρόθεσμα δάνεια μεταξύ μόνιμων κατοίκων |
econ. | short-term loans between residents and non-residents | βραχυπρόθεσμα δάνεια μεταξύ μόνιμων κατοίκων και μη μόνιμων κατοίκων |
med. | short-term memory | μνήμη μικρής διάρκειας |
med. | short-term memory | προσωρινή μνήμη |
med. | short-term memory | βραχύχρονη μνήμη |
immigr. | short-term migrant | μικρής διάρκειας μετανάστης |
immigr. | short-term migrant | προσωρινός διάρκειας μετανάστης |
fin., econ. | short-term monetary support | βραχυπρόθεσμη νομισματική υποστήριξη |
law, fin. | short-term monetary support | βραχυπρόθεσμη νομισματική στήριξη |
law | short-term monetary support | βραχυπρόθεσμος μηχανισμός νομισματικής στήριξης |
econ., fin. | short-term monetary support mechanism | σύστημα βραχυπρόθεσμης νομισματικής υποστήριξης |
law, immigr. | short-term multiple entry visa | θεώρηση μικρής διάρκειας πολλαπλών εισόδων |
earth.sc., el. | short-term noise criteria | βραχυχρόνια κριτήρια θορύβου |
fin. | short-term note | βραχυπρόθεσμος τίτλος |
fin., econ. | short-term note | βραχυπρόθεσμα αξιόγραφα |
fin. | short-term note | βραχυπρόθεσμοι τίτλοι |
h.rghts.act. | Short-Term Observer | Παρατηρητής Βραχείας Παραμονής |
account. | short-term paper/securities | βραχυπρόθεσμα χρεόγραφα |
law, industr. | short-term patent | υπόδειγμα χρησιμότητας |
law | short-term patent | ευρεσιτεχνία σύντομης διάρκειας |
fin. | short-term rate | βραχυπρόθεσμα επιτόκια |
fin. | short-term rate | βραχυπρόθεσμο επιτόκιο |
fin. | short-term rates | βραχυπρόθεσμα επιτόκια |
econ., fin. | short term rating | βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση |
med. | short-term regulation | βραχυπρόθεσμη ρύθμιση |
econ., fin. | short-term savings | βραχυπρόθεσμες αποταμιεύσεις,ρευστές αποταμιεύσεις |
account. | short-term securities other than shares, excluding financial derivatives | βραχυπρόθεσμα χρεόγραφα εκτός από μετοχές, εξαιρουμένων των χρηματοπιστωτικών παραγώγων |
econ. | short term securities which are not negotiable | βραχυπρόθεσμοι τίτλοι καταθέσεων που δεν είναι διαπραγματεύσιμοι |
energ.ind. | short-term services | βραχυπρόθεσμες υπηρεσίες |
fin. | short-term solvency ratios | δείκτες βραχυπρόθεσμης φερεγγυότητας |
energ.ind. | short-term stockage hydro-electric power station | υδροηλεκτρικός σταθμός βραχυπρόθεσμης αποθήκευσης |
mater.sc. | short-term storage | αποθήκευση για μικρό χρονικό διάστημα |
med. | short-term test | βραχυπρόθεσμη δοκιμή |
econ. | short term trade credit | βραχυπρόθεσμη εμπορική πίστωση |
account. | short-term Treasury bond | γραμμάτιο Δημοσίου; ομόλογο Δημοσίου |
immigr. | short-term visa | θεώρηση για διαμονή σύντομης διαρκείας |
social.sc., empl. | short-term worker | εργαζόμενος μικρής διάρκειας |
gen. | short-to medium term enrichment service | βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες υπηρεσίες εμπλουτισμού |
econ. | sight and short term assets vis-à-vis the rest of the world | απαιτήσεις όψης και βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις έναντι της αλλοδαπής |
econ. | sight and short term liabilities,in foreign currency and in national currency | υποχρεώσεις όψης και βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις σε ξένο συνάλλαγμα και σε εθνικό νόμισμα |
work.fl., IT | simple index term | απλός όρος ευρετηρίασης |
work.fl., IT | simple index term | μονοόρος |
econ. | single factor terms of trade | όροι εμπορίου με βάση την παραγωγικότητα της μιας χώρας |
work.fl. | single-to-multiple-term equivalence | ισοδυναμία απλού με πολλαπλό όρο |
fin. | soft terms | ευνοϊκοί όροι |
earth.sc. | source term code package | δέσμη κωδίκων αρχικού αιτίου |
work.fl. | specific term | είδιος όρος |
energ.ind. | Standing Group on Long-term Cooperation | μόνιμη επιτροπή μακροπρόθεσμης συνεργασίας |
gen. | status of third-country nationals who are long-term residents | καθεστώς διαμένοντος μακράς διάρκειας υπέρ των υπηκόων τρίτων χωρών |
econ., fin. | system of short-term monetary support | σύστημα βραχυπρόθεσμης νομισματικής υποστήριξης |
relig., work.fl. | system of terms | σύστημα όρων |
gen. | technical term | τεχνικός όρος |
agric. | term applied to white wine which has become reddish or dark in colour from various causes | πυρρός |
agric. | term applied to white wine which has become reddish or dark in colour from various causes | πυρρόξανθος |
work.fl., IT | term arrangement system of a documentary language | σύστημα διευθέτησης όρων γλώσσας τεκμηρίωσης |
work.fl., IT | term arrangement system of a documentary language | ορολογικό σύστημα γλώσσας τεκμηρίωσης |
fin. | term bill | συναλλαγματική ορισμένης ημερομηνίας |
fin. | term bond | προθεσμιακό ομόλογο |
fin. | term bond | μεσοπρόθεσμο ομόλογο |
fin. | term bonds | προθεσμιακά ομόλογα |
agric. | term "château" | ονομασία "château" |
work.fl., IT | term classification | ταξινόμηση όρων |
med. | term delivery | τελειόμηνος τοκετός |
fin. | term deposit | προθεσμιακές καταθέσεις |
fin. | term deposit | καταθέσεις προθεσμίας |
fin. | term deposit account | λογαριασμός καταθέσεων προθεσμίας |
law | term during which the patent is in force | διάρκεια ισχύος των αποτελεσμάτων του διπλώματος ευρεσιτεχνίας |
work.fl., IT | term entry | λήμμα-όρος |
work.fl., IT | term entry | λήμμα |
work.fl., IT | term entry system | σύστημα λημμάτων-όρων |
work.fl., IT | term entry system | σύστημα εισόδου όρων |
med. | term fixed for vaccination | ημερομηνία εμβολιασμού |
fin. | term funding | μεσομακροπρόθεσμη χρηματοδότηση |
fin. | term of acceptance | περίοδος αποδοχής |
gen. | term of financial assets | προθεσμία απαιτήσεων |
law | term of limitation | προθεσμία παραγραφής |
law | term of office | διάρκεια της θητείας |
law | term of office | διάρκεια του αξιώματος |
gen. | term of office | θητεία |
gen. | term of office of Members | διάρκεια της εντολής |
law | term of office of the President | διάρκεια της θητείας του προέδρου |
law, patents. | term of protection | διάρκεια προστασίας |
fin. | term of the repo | προθεσμία λήξης του repo |
fin. | term repo | προθεσμιακή σύμβαση επαναγοράς |
fin. | term repo | προθεσμιακό repo |
fin. | term repo | προθεσμιακή συμφωνία επαναγοράς |
fin. | term repurchase agreement | προθεσμιακή συμφωνία επαναγοράς |
fin. | term repurchase agreement | προθεσμιακό repo |
fin. | term repurchase agreement | προθεσμιακή σύμβαση επαναγοράς |
fin. | term sheet | δανειοδοτικοί όροι |
econ., fin. | Term Sheet on the ESM | όροι λειτουργίας του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας |
econ., fin. | Term Sheet on the European Stability Mechanism | όροι λειτουργίας του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας |
fin. | term to maturity | διάρκεια μέχρι τη ληκτότητα |
fin. | term to maturity | λήξη |
fin. | term trust | προθεσμιακό αμοιβαίο κεφάλαιο |
law, interntl.trade. | terms and arrangements | γενικοί και ειδικοί όροι |
law, interntl.trade. | terms and conditions | γενικοί και ειδικοί όροι |
gen. | terms and conditions of loans | όροι παροχής των δανείων |
econ. | terms for aid | όροι παροχής βοήθειας |
fin. | terms of a loan | όροι δανείου |
econ. | terms of a loan | όροι λήψης/χορήγησης δανείου |
fin. | terms of draft | όροι πληρωμής |
construct. | terms of reference | εντολή |
fin. | Terms of Reference | όροι αναφοράς |
gen. | terms of reference | γενικοί όροι |
fin. | terms of subordination | όροι που προσδίδουν χαρακτήρα μειωμένης εξασφάλισης |
econ., market. | terms of trade | εμπορικοί όροι |
econ. | terms of trade | όροι εμπορίου |
econ. | the long-term planning of manufacture | μακροπρόθεσμος προσανατολισμός της βιομηχανικής παραγωγής |
gen. | the members of the Commission, during their term of office... | τα μέλη της Eπιτροπής,...κατά τη διάρκεια της θητείας τους |
gen. | the remainder of the term of office | ο υπόλοιπος χρόνος της θητείας |
gen. | the term of office of the members of the Commission | η θητεία των μελών της Eπιτροπής |
patents. | the term of office shall be renewable | η θητεία μπορεί να ανανεωθεί; η θητεία δύναται να ανανεωθεί |
law, busin., labor.org. | the term of two years shall be computed from the date on which the judgment of the final court of appeal was given | η διετής προθεσμία αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη οριστική η απόφαση που ελήφθη κατά τον τελευταίο βαθμό δικαιοδοσίας |
law | the term serious penalty means a criminal or administrative penalty | ως "σοβαρή παράβαση" νοείται η επισύρουσα ποινικές ή διοικητικές κυρώσεις |
law | their term of office shall be four years | η θητεία τους διαρκεί τέσσερα έτη και δύναται να ανανεωθεί |
work.fl. | thesaurus with preferred terms | θησαυρός με προτιμώμενους όρους |
work.fl. | thesaurus without preferred terms | θησαυρός χωρίς προτιμώμενους όρους |
earth.sc., lab.law. | threshold limit value-short-term exposure limit | κατωφλιακή οριακή τιμή - όριο βραχυπρόθεσμης έκθεσης |
gen. | tolerated term | επιτρεπόμενος όρος |
work.fl. | top term | κορυφαίος όρος |
phys.sc., mech.eng. | torque term | αρχή της ροπής στρέψης |
fin. | trading term | όρος συναλλαγής |
econ., market. | transaction with medium- or long-term cover | πράξη μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης κάλυψης |
gen. | transferred term | μεταφορικός όρος |
chem., el. | two-term controller | αναλογικός-ολοκληρωτικός ρυθμιστής |
commer., econ. | unfair contract terms | καταχρηστικαή ρήτρα |
commer., econ. | unfair terms | καταχρηστικαή ρήτρα |
law, commer. | unfair terms in consumer contracts | αθέμιτος όρος στις συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές |
econ. | unfair terms of contract | καταχρηστική ρήτρα |
law | to unify the term of protection | ενοποίηση των όρων της προστασίας |
econ. | usual terms of medium and long term loans | συνήθεις προθεσμίες των μεσοπρόθεσμων και των μακροπρόθεσμων δανείων |
gen. | usual trade terms | συνήθεις εμπορικοί όροι |
econ., fin. | very short-term credit facility | λίαν βραχυπρόθεσμη πιστωτική διευκόλυνση |
fin. | Very Short Term Facility | λίαν βραχυπρόθεσμη πιστωτική διευκόλυνση |
econ., fin. | very short term facility | λίαν βραχυπρόθεσμη πιστωτική διευκόλυνση |
econ. | very short-term financing | εξαιρετικά βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση |
law, fin. | very short-term financing | πολύ βραχυπρόθεσμος χρηματοδοτικός μηχανισμός |
fin., econ. | very short-term financing facility | πολύ βραχυπρόθεσμος χρηματοδοτικός μηχανισμός ; εξαιρετικά βραχυπρόθεσμη χρηματοδοτική διευκόλυνση |
fin., econ. | very short-term financing mechanism | πολύ βραχυπρόθεσμος χρηματοδοτικός μηχανισμός ; εξαιρετικά βραχυπρόθεσμη χρηματοδοτική διευκόλυνση |
fin. | very short-term financing mechanism | πολύ βραχυπρόθεσμος χρηματοδοτικός μηχανισμός |
agric. | white products expressed in terms of crude fat | λευκά προϊόνταεκφρασμένα σε ακατέργαστες λιπαρές ουσίες |
gen. | to wipe out short-term liabilities | εξαλείφω τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις |
fin. | yield on long-term government bonds,at constant price | απόδοση μακροπρόθεσμων κρατικών ομολογιών,σε σταθερές τιμές |
fin. | yield on long-term government bonds,at current prices | απόδοση μακροπρόθεσμων κρατικών ομολογιών,σε τρέχουσες τιμές |