DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Labor law containing temporary | all forms | exact matches only
EnglishGreek
temporary administration of trade unionsπροσωρινή διοίκηση συνδικαλιστικών οργανώσεων
temporary clerkμη μόνιμος υπάλληλος
temporary employeeμη μόνιμος υπάλληλος
temporary employmentπροσωρινή απασχόληση
temporary-employment agency workέκτακτη εργασία
temporary-employment agency workπροσωρινή εργασία
temporary employment relationshipσχέση πρόσκαιρης εργασίας
temporary expatriationπροσωρινός εκπατρισμός
temporary postingπροσωρινός εκπατρισμός
temporary public employeeέκτακτος υπάλληλος
temporary recruitment agencyπρακτορείο προσωρινής απασχόλησης
temporary relocation of workers employed by a firm providing servicesπροσωρινή μετακίνηση για λογαριασμό ενός φορέα παροχής υπηρεσιών
temporary special programmeειδικό προσωρινό πρόγραμμα
temporary statusαβέβαιο καθεστώς
temporary variation of job contentπρόσθετη εργασία
temporary workευκαιριακή απασχόληση
temporary workπροσωρινή εργασία
temporary workέκτακτη εργασία
temporary workerέκτακτο εργατικό προσωπικό
temporary workerέκτακτος εργαζόμενος
temporary workerπρόσκαιρα εργαζόμενος
temporary workersευκαιριακό εργατικό δυναμικό
work as a temporary replacementεργασία αναπλήρωσης