DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Transport containing temporary | all forms | exact matches only
EnglishGreek
Conference on Customs Formalities for the Temporary Importation of Private Road Motor Vehicles and for TourismΣυνδιάσκεψη για τις τελωνειακές διατυπώσεις που αφορούν την προσωρινή εισαγωγή επιβατικών οχημάτων και τον τουρισμό
Convention on Temporary Admissionσύμβαση για την προσωρινή εισαγωγή
floating temporary stagingπλωτό ικρίωμα
to make an agreement temporary or conditionalδίνει προσωρινή ή υπό όρους έγκριση
setting from temporary gantry or staging setting from construction trestleπόντιση από κατασκευαστικό γεφύρωμα
temporary block postπροσωρινό φυλάκιο αποκλεισμού
temporary block postπροσωρινό "block post"
temporary block postπροσωρινή θέση αποκλεισμού
temporary diversionεκτροπή
temporary lightπροσωρινός φανός
temporary loadπαροδική φόρτιση
temporary loadπροσωρινή φόρτιση
temporary loadμεταβατική φόρτιση
temporary lockingσύμπλεξη προσωρινή
temporary lockingασφάλιση προσωρινή
temporary obstructionπροσωρινό εμπόδιο
temporary operating licenceπροσωρινή άδεια εκμετάλλευσης
temporary passing trackπροσωρινή παράκαμψη
temporary passing trackπροσωρινή παρακαμπτήρια γραμμή
temporary passing trackγραμμή προσωρινής αποφυγής
temporary plugging of leaksπροσωρινή έμφραξη διαρροών
temporary removal from serviceπροσωρινή απόσυρση από την κυκλοφορία
temporary sidingπροσωρινή παράκαμψη
temporary sidingπροσωρινή παρακαμπτήρια γραμμή
temporary sidingγραμμή προσωρινής αποφυγής
temporary single trackγραμμή μονή προσωρινά
temporary single trackγραμμή απλή προσωρινά
temporary single-line workingπροσωρινή κυκλοφορία σε μονή γραμμή
temporary single-track sectionπροσωρινός κοινός κορμός
temporary supportπροσωρινή υποστύλωση
temporary transport restrictionαπαγόρευση διαμετακίνησης
temporary-use separate unitεφεδρικός τροχός προσωρινής χρήσης
temporary use spare tyreεφεδρικός τροχός προσωρινής χρήσης
temporary-use spare tyreεφεδρικό ελαστικό προσωρινής χρήσης
temporary-use spare unitεφεδρική μονάδα προσωρινής χρήσης
temporary-use spare wheelεφεδρικός τροχός προσωρινής χρήσης
temporary visitorπροσωρινός επισκέπτης
temporary withdrawal from serviceπροσωρινή απόσυρση από την κυκλοφορία
T-type temporary-use spare tyreεφεδρικό ελαστικό προσωρινής χρήσης τύπου Τ