DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Marketing containing supplies | all forms | exact matches only
EnglishGreek
consumable materials and suppliesανταλλακτικά πάγιων στοιχείων
consumable suppliesπρομήθειες αναλώσιμων
franchise service supplyπαροχή υπηρεσιών ενοποιημένης παρουσίας/franchise
list of suppliesσχέση προμήθειας
price elasticity of supplyελαστικότητα προσφοράς ως προς την τιμή
refusing to supply customersάρνηση εφοδιασμού των πελατών
supplies for personal useατομική κατανάλωση
supply exclusivenessαποκλειστικότητα προμηθειών
supply of capitalπρομήθεια κεφαλαίων
supply of servicesπαροχή υπηρεσιών