Subject | English | Greek |
environ. | a subject to whom a chelating agent, such as penicillamine,is given | άτομο στο οποίο έχει δοθεί ένα χηλικό αντιδραστήριο,όπως η πενικιλαμίνη |
patents. | to adjudicate on an application relating to the same subject-matter and cause of action | κρίνω αίτηση που έχει το ίδιο το αυτό αντικείμενο και την ίδια την αυτή αιτία |
law | agreement subject to confirmation | προσωρινή συμφωνία |
law | agreement subject to confirmation | συμφωνία ad referendum |
commun. | alphabetical list of subject headings | αλφαβητικός κατάλογος επικεφαλίδων θεμάτων |
work.fl., commun. | alphabetical subject catalogue | αλφαβητικός θεματικός κατάλογος |
transp., tech. | area not subject to deformation | θέση όπου δεν σημειώνεται παραμόρφωση |
transp., tech. | area not subject to deformation | θέση όπου δεν επέρχεται παραμόρφωση |
transp., tech. | area not subject to deformation | θέση μη υποκείμενη σε παραμόρφωση |
health., agric. | area subject to restrictions on the movement of livestock | ζώνη που υπόκειται στον περιορισµό µετακίνησης των ζώων |
health. | area which is subject to prohibition | ζώνη που βρίσκεται υπό απαγόρευση |
gen. | arm subject to authorisation | όπλο για τα οποίο απαιτείται άδεια |
med. | asthenic subject | ασθενικός τύπος |
market. | balance sheet item subject to reindexation | λογαριασμός του ισολογισμού υποκείμενος σε αναπροσαρμογή επιτοκίου |
fin. | to be subject to call | αποτελώ αντικείμενο πρόσκλησης καταβολής |
insur., transp., construct. | to be subject to compulsory insurance | υπαγόμενος στην υποχρεωτική ασφάλιση |
law | to be subject to ratification | επικυρώνομαι |
fin., econ. | be subject to the approval of the financial controller | υποβάλλεται, προς θεώρηση, στο δημοσιονομικό ελεγκτή |
gov. | to be the subject of criminal proceedings | ο υπάλληλος διώκεται ποινικά |
polit., law | cases concerning the same subject-matter | υπόθεση που αφορά το ίδιο αντικείμενο |
law | category not subject to EEC pattern approval pressure vessels | κατηγορία συσκευών πίεσης που δεν υπόκειται στην έγκριση ΕΟΚ |
health., pharma. | certain substances are subject to targeted controls | ορισμένες ουσίες υπόκεινται σε ειδικούς ελέγχους |
polit., law | change in the subject-matter of the proceedings | μεταβολή του αντικειμένου της διαφοράς |
chem. | chemical subject to export notification | χημικό προϊόν υποκείμενο σε γνωστοποίηση εξαγωγής |
environ., chem. | chemical subject to notification | χημική ουσία υποκείμενη σε κοινοποίηση |
environ., chem. | chemical subject to the PIC procedure | χημική ουσία υποκείμενη στο σύστημα ΣΜΕ |
chem. | chemical subject to the PIC-procedure | χημικό προϊόν υποκείμενο στη διαδικασία ΣΜΕ |
work.fl., commun. | classified subject catalogue | συστηματικός κατάλογος |
pharma. | clinical trial subject | συμμετέχων σε κλινική δοκιμή |
pharma. | clinical trial subject | συμμετέχων |
tax. | Community programme of action on the subject of the vocational training of customs officials | πρόγραμμα κοινοτικής δράσης σχετικά με την επαγγελματική κατάρτιση των τελωνειακών υπαλλήλων |
law | competence in relation to the subject matter | καθ' ύλην αρμοδιότητα (ratione materiae) |
fin. | consignment subject to customs control | αποστολή υπό τελωνειακό έλεγχο |
law, lab.law. | contract of employment subject to private law | σύμβαση εργασίας διεπομένη από το ιδιωτικό δίκαιο |
comp., MS | conversation subject | θέμα συνομιλίας (Text indicating the topic of a conversation. It is entered by the user or generated by the computer based on conversation information. It is displayed in the conversation title bar or in an alert) |
pharma. | cumulative subject exposure | συνολική έκθεση των υποκειμένων |
law, IT | data subject | ενδιαφερόμενο πρόσωπο |
law, IT | data subject | υποκείμενο των δεδομένων |
law, IT | data subject | καταχωρισμένο πρόσωπο |
law, IT | data subject | καταχωρισμένο άτομο |
law, IT | data subject | αρχειοθετημένο πρόσωπο |
h.rghts.act., IT | data subject's consent | συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων |
h.rghts.act., IT | data subject's consent | συγκατάθεση του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα |
stat. | data subject to statistical confidentiality | πληροφορία που καλύπτεται από το στατιστικό απόρρητο |
gen. | debate on topical and urgent subjects of major importance | συζήτηση επί επικαίρων,επειγόντων και σημαντικών θεμάτων |
law | decision subject to appeal | απόφαση που υπόκειται σε προσφυγή |
patents. | decision subject to appeal | αποφάσεις που υπόκεινται σε προσφυγή |
polit. | Decisions given by the Court of First Instance ... may exceptionally be subject to review by the Court of Justice | Οι αποφάσεις που εκδίδει το Πρωτοδικείο ... μπορούν κατ' εξαίρεση να επανεξετάζονται από το Δικαστήριο |
tax. | Directive on the general arrangements for products subject to excise duty and on the holding, movement and monitoring of such products | Οδηγία σχετικά με το γενικό καθεστώς, την κατοχή, την κυκλοφορία και τους ελέγχους των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης |
law | dispute which relates to the subject matter of the Treaty | διαφορά συναφής με το αντικείμενο της Συνθήκης |
chem. | Do not subject to grinding/shock/…/friction. | Να αποφεύγεται άλεση/κρούση/…/τριβή. |
insur. | earning subject to contributions | εισόδημα που υπόκειται σε εισφορές |
gen. | equipment subject to external commitment | εξοπλισμός που υπόκειται σε ανάληψη υποχρεώσεων προς το εξωτερικό |
law | examination law makes the grant of a patent subject to the results of an examination | εξέταση |
econ. | exports not subject to VAT | εξαγωγές που δεν υπόκεινται σε ΦΠΑ |
gen. | firearm subject to declaration | όπλο για το οποίο απαιτείται δήλωση |
work.fl., IT | free subject heading | ελεύθερη θεματική επικεφαλίδα |
chem. | glass subjected to obscuring processes | θαμπό γυαλί |
chem. | glass subjected to obscuring processes | γυαλί ματ |
chem. | glass subjected to obscuring processes | γυαλί από το οποίο έχει αφαιρεθεί η στιλπνότητα |
fin. | goods subject to customs declaration | εμπορεύματα που πρέπει να δηλώνονται στο τελωνείο |
fin. | goods subject to customs supervision | εμπορεύματα υπό τελωνειακή επιτήρηση |
market. | goods subject to early deterioration | εμπόρευμα υποκείμενο σε ταχεία φθορά |
market. | goods subject to early deterioration | εμπόρευμα υποκείμενο σε ταχεία μείωση της αξίας |
law | grant of patents subject to temporary prohibition of publication | χορήγηση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας συνοδευομένων από προσωρινή απαγόρευση δημοσιεύσεως |
commer., polit., econ. | Imports not accompanied by such an invoice shall be made subject to the residual anti-dumping duty applicable to all other exporters | Οι εισαγωγές που δεν συνοδεύονται από το συγεκριμένο τιμολόγιο υπόκεινται στο δασμό αντιντάμπινγκ υπολοίπων εταιρειών, δηλαδή στο δασμό που εφαρμόζεται σε όλους τους άλλους εξαγωγείς |
market. | imports shall be subject to the third country arrangements applicable to those imports | οι εισαγωγές υπόκεινται στο καθεστώς τρίτων χωρών το οποίο εφαρμόζεται στις εισαγωγές αυτές |
law, pharma. | incapacitated subject | ανίκανος συμμετέχων |
insur. | income subject to health insurance fund contributions | εισόδημα που υπόκειται σε εισφορές |
work.fl., IT | index of subject headings | ευρετήριο θεματικών επικεφαλίδων |
work.fl., IT | indexing by bound subject headings | ευρετηρίαση βάσει δέσμιων θεματικών επικεφαλίδων |
work.fl., IT | indexing by free subject headings | ευρετηρίαση βάσει ελεύθερων θεματικών επικεφαλίδων |
work.fl., IT | indexing by free subject headings | ελεύθερη ευρετηρίαση |
work.fl., IT | indexing by subject headings | ευρετηρίαση βάσει θεματικών επικεφαλίδων |
gen. | information subject to a security grading | γνώσεις που έχουν υπαχθεί σε διαβάθμιση ασφαλείας |
law, commun. | interception subject | παρακολουθούμενος |
ed. | interdisciplinary subject | διεπιστημονικό μάθημα |
ed. | Inter-School Subject Committee | Διασχολική επιτροπή των εκπαιδευτικών λειτουργών ενός τομέα |
med. | intra subject half-side study | μελέτη σύγκρισης των ημίσειων πλευρών του σώματος των ιδίων ατόμων |
law | judgment which may be the subject of an application to set aside | απόφαση υποκείμενη σε ανακοπή |
law | jurisdiction in relation to the subject matter | καθ' ύλην αρμοδιότητα (ratione materiae) |
law | jurisdiction related to subject matter | καθ' ύλην αρμοδιότητα (ratione materiae) |
law, immigr. | list of persons subject to a visa ban | κατάλογος προσώπων στα οποία δεν χορηγείται θεώρηση |
transp. | material subject to frost attack | υλικό που υποβάλλεται σε επίδραση παγετού |
ed. | mathematical and scientific subjects | μαθηματικά και θετικές επιστήμες |
law | matters which are the subject of legislation | θέματα τα οποία ρυθμίζονται νομοθετικώς |
pharma. | medicinal product not subject to medical prescription | φαρμακευτικά προϊόντα που διατίθενται χωρίς ιατρική συνταγή |
pharma. | medicinal product not subject to medical prescription | φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα για τη διάθεση των οποίων δεν απαιτείται ιατρική συνταγή |
pharma. | medicinal product not subject to medical prescription | μη υποχρεωτικώς συνταγογραφούμενα φάρμακα |
health., pharma. | medicinal product subject to medical prescription | φάρμακο που χορηγείται μόνο με ιατρική συνταγή |
health., pharma. | medicinal product subject to medical prescription | φάρμακο χοηγούμενο με συνταγή |
gen. | meeting of senior officials on specialized subjects | συνομιλία τεχνικού χαρακτήρα σε επίπεδο ανωτάτων υπαλλήλων |
med. | newborn subject to infective risks | νεογνό υποκείμενο σε κινδύνους λοίμωξης |
med. | newborn subject to infective risks | νεογνό επιρρεπές σε λοιμώξεις |
tax. | not subject to taxation | μη φορολογητέος |
ed. | optional subject | κατ'επιλογή μάθημα |
environ. | other wastes whose collection and disposal is subject to special requirements in view of the prevention of infection | ¶λλα απόβλητα των οποίων η συλλογή και διάθεση υπόκεινται σε ειδικές απαιτήσεις σε σχέση με την πρόληψη μόλυνσης |
patents. | patentable subject matter | αντικείμενο των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
gen. | pressure component subjected to cumulative damage processes | στοιχείο υπό πίεση εκτεθειμένο σε σωρευτικές βλαπτικές διαδικασίες |
fin., polit., tax. | product subject to excise duty | αγαθό που υπάγεται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης |
fin., polit., tax. | product subject to excise duty | προϊόν που υπόκειται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης |
fin. | product subject to excise duty | προϊόν που υπόκειται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης |
econ. | product subject to the monopoly | προϊόν που υπόκειται στο μονοπωλιακό καθεστώς |
gen. | Programme of Community Action on the subject of the Vocational Training of Customs Officials | Πρόγραμμα κοινοτικής δράσης σχετικά με την επαγγελματική κατάρτιση των τελωνειακών υπαλλήλων |
ed. | programme of Community action on the subject of the vocational training of indirect taxation officials | πρόγραμμα κοινοτικής δράσης στον τομέα της επαγγελματικής κατάρτισης υπαλλήλων που είναι επιφορτισμένοι με θέματα έμμεσης φορολογίας |
ed. | programme of Community action on the subject of the vocational training of indirect taxation officials | πρόγραμμα κοινοτικής δράσης σχετικά με την επαγγελματική κατάρτιση των υπαλλήλων που ασχολούνται με θέματα έμμεσης φορολογίας |
fin., ed. | Programme of Community action on the subject of the vocational training of indirect taxation officials | Πρόγραμμα κοινοτικής δράσης σχετικά με την επαγγελματική κατάρτιση των υπαλλήλων που ασχολούνται με θέματα έμμεσης φορολογίας |
patents. | protected subject-matter | προστατευόμενο αντικείμενο |
lab.law. | protective equipment subject to ageing | ΜΑΠ που υφίστανται γήρανση |
law, IT | provision of information to the data subject | παροχή πληροφοριών στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο |
transp. | Regulations concerning the Substances and Articles not to be accepted for Carriage, or to be accepted subject to certain Conditions RID | προδιαγραφές σχετικές με υλικά και αντικείμενα αποκλειόμενα από τη μεταφορά |
transp. | Regulations concerning the Substances and Articles not to be accepted for Carriage, or to be accepted subject to certain Conditions RID | προδιαγραφές σχετικές με υλικά και αντικείμενα αποδεκτά υπό όρους |
law | request containing the subject of payment | αίτημα που περιλαμβάνει το αντικείμενο της πληρωμής |
gen. | resolution on urgent subjects | κατεπείγον ψήφισμα |
law, IT | safeguarding of the subject's rights | εξασφάλιση δικαιωμάτων ενδιαφερομένου |
ed. | school subjects | πρόγραμμα διδασκαλίας |
ed. | school teacher in charge of a particular subject | διδάσκων αρμόδιος για ένα συγκεκριμένο μάθημα |
law | scope in relation to subject matter | ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής |
law, IT | security subject | υποκείμενο ασφάλειας |
fin. | security subject to indexation | τίτλος με τιμαριθμικά αναπροσαρμοζόμενο επιτόκιο |
transp. | service for own account subject to authorisation | γραμμή για ίδιο λογαριασμό μη ελευθερωμένη |
ed. | short courses in subjects relating to the paramedical and social sector | σπουδές σύντομης διάρκειας στον παραϊατρικό και κοινωνικό τομέα |
insur. | sickness insurance contribution point not subject to ceiling | μονάδα εισφοράς ασθενείας χωρίς ανώτατο όριο |
law | signature subject to ratification, acceptance or approval | υπογραφή υποκείμενη σε επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση |
agric. | slaughterhouse subject to own-check | σφαγείο που υπόκειται σε αυτοέλεγχο |
transp. | special regular service subject to authorization | ειδική τακτική γραμμή μη ελευθερωμένη |
crim.law. | specific objective physical characteristics not subject to change | ιδιαίτερα αμετάβλητα φυσικά χαρακτηριστικά' ιδιαίτερα, αντικειμενικά και αναλλοίωτα φυσικά χαρακτηριστικά |
mech.eng. | spring subjected to bending stress | ελατήριο κάμψης |
mech.eng. | spring subjected to torsional stress | ελατήριο στρέψης |
work.fl., IT | standard subject heading | προτυπική θεματική επικεφαλίδα |
work.fl., IT | standard subject heading | πάγια θεματική επικεφαλίδα |
fish.farm. | stock which is subject to a moratorium | απόθεμα υποκείμενο σε moratorium |
ed. | sub-committee for a subject | υποεπιτροπή για έναν ειδικό τομέα ύλης |
insur. | subject approval no risk | χωρίς αποδοχή δεν ισχύει η ασφάλιση |
relig. | subject area | θεματικό πεδίο |
relig. | subject area | θεματική περιοχή |
gen. | subject as a body to a vote of approval by the European Parliament | υπόκειμαι,ως σώμα,σε ψήφο έγκρισης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου |
work.fl., commun. | subject authority file | θεματικός κατάλογος επικεφαλίδων και πηγών |
work.fl., commun. | subject bibliography | θεματική βιβλιογραφία |
commun. | subject card | δελτίο θέματος |
commun. | subject catalogue | θεματικός κατάλογος |
work.fl. | subject classification | θεματική ταξινόμηση |
polit., work.fl. | subject code | θεματικός κωδικός |
polit., work.fl. | subject-code reference | θεματικός κωδικός |
ed. | Subject Committee | Συμβούλιο καθηγητών ενός τομέα |
work.fl., IT | subject cross reference | θεματική διαπαραπομπή |
work.fl., IT | subject description | θεματική περιγραφή |
work.fl., IT | subject description | περιγραφή περιεχομένου |
work.fl., IT | subject entry | θεματικό λήμμα |
work.fl., IT | subject entry | θεματική επικεφαλίδα |
relig. | subject field | θεματική περιοχή |
relig. | subject field | θεματικό πεδίο |
work.fl., IT | subject heading | θεματική λέξη |
work.fl., IT | subject heading | θεματική επικεφαλίδα |
work.fl., IT | subject heading | θεματικό λήμμα |
work.fl., IT | subject heading entry file | φάκελος εισόδου θεματικών επικεφαλίδων |
work.fl., IT | subject heading entry file | αρχειοφάκελος εισόδου θεματικών επικεφαλίδων |
work.fl., IT | subject heading entry file | αρχείο εισόδου θεματικών επικεφαλίδων |
commun., IT | subject holder | λαβή αντικειμένου |
work.fl., IT | subject index | θεματικό ευρετήριο |
earth.sc., life.sc. | subject key | φωτοερμηνευτικό κλειδί σχετικό μ'ένα αντικείμενο |
comp., MS | subject line | γραμμή θέματος (The part of a message header that is used by the sender to indicate the object of the message) |
comp., MS | Subject Manager | Διαχείριση θεμάτων (A sub-area of the Settings module where the subject tree is managed) |
law | subject matter and geographic field of application | αντικείμενο και γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής |
law | subject-matter competence | καθ' ύλην αρμοδιότητα (ratione materiae) |
law | subject-matter jurisdiction | καθ' ύλην αρμοδιότητα (ratione materiae) |
law | subject-matter of the action | κύριο αντικείμενο της αγωγής |
polit., law | subject matter of the dispute | αντικείμενο της διαφοράς |
polit., law | subject matter of the litigation | αντικείμενο της διαφοράς |
polit., law | subject-matter of the proceedings | αντικείμενο της διαφοράς |
commun., IT | subject message | μήνυμα θέματος |
hobby, commun. | subject of a postage stamp | θεματογραφία γραμματοσήμου |
hobby, commun. | subject of a postage stamp | θέμα γραμματοσήμου |
law | subject of international law | υποκείμενο του διεθνούς δικαίου |
tech. | subject of standardization | αντικείμενο τυποποίησης |
work.fl., IT, EU. | 2. subject-oriented thesaurus | θεματικός θησαυρός |
work.fl., IT, EU. | 2. subject-oriented thesaurus | εξειδικευμένος θησαυρός |
insur. | subject premium | αναφερόμενα ασφάλιστρα |
commun., IT | subject probe | ανιχνευτήρας θέματος |
health. | subject range | όριο αντικείμενου |
gen. | subject review article | άρθρο ανασκόπησης θέματος |
law | subject to | υπό με την επιφύλαξη |
gen. | subject to | υπό την προϋπόθεση ότι |
law | subject to a right of appeal to the Court of Justice on points of law only | υπό την επιφύλαξη ασκήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, περιοριζομένης σε νομικά ζητήματα |
law | subject to a security system | υποβάλλονται σε καθεστώς απορρήτου |
immigr. | subject to a visa requirement | υπήκοος υποκείμενος σε καθεστώς υποχρεωτικής θεώρησης |
gen. | subject to any special provisions laid down pursuant to article 136 | με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων των θεσπιζομένων δυνάμει του άρθρου 136 |
insur. | subject to average | ισχύει ο αναλογικός όρος |
fin. | subject to collection | "υπό τον όρο ότι θα εισπραχθεί" |
stat., fin. | subject to duty | δασμολογητέος |
fin. | subject to final payment | υπό τον όρο της τελικής πληρωμής |
med. | subject to metabolic breakdown | υποκείμενα σε μεταβολική αποικοδόμηση |
market. | subject to opinion | έκθεση ελεγκτών μᄉ επιφυλάξεις |
transp. | subject to payment of supplement | υπό την επιφύλαξη πληρωμής προσθέτου |
law, patents. | subject to ratification | με χωρίς επιφύλαξη επικύρωσης |
law | subject to reciprocity in the country of origin | όρος αμοιβαιότητας στη χώρα προέλευσης |
gen. | subject to release of the post | με την επιφύλαξη αποδέσμευσης |
law | subject to reporting requirements | έχω υποχρέωση να παρέχω πληροφορίες |
fin. | subject to repurchase | υποκείμενο σε επαναγορά |
transp. | subject to supplement | υπό την επιφύλαξη πληρωμής προσθέτου |
insur. | subject to survey | με την προϋπόθεση να γίνει πραγματογνωμοσύνη |
market. | subject to the conditions and within the limits provided for hereinafter | υπό τις προϋποθέσεις και εντός των ορίων που προβλέπονται κατωτέρω |
polit., law | subject to the control of the President | ο πρόεδρος μπορεί να επιτρέψει |
gen. | subject to the exceptions provided for in this Treaty | με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπει η συνθήκη αυτή |
fin. | subject to the pension gains tax | υποκείμενος σε φόρο κεφαλαιουχικών κερδών από συνταξιοδοτικές επενδύσεις |
med. | subject to the provisions relating to Public health | με την επιφύλαξη των διατάξεων περί δημόσιας υγείας |
gen. | subject to their agreement | υπό τον όρο ότι συμφωνούν |
comp., MS | subject tree | δέντρο θεμάτων (The hierarchical list of categories used to correlate and organize information) |
ed. | subject with an occupational bias | επαγγελματικός κλάδος |
work.fl., IT | subject word | θεματική επικεφαλίδα |
work.fl., IT | subject word | θεματική λέξη |
work.fl., commun. | subject-word entry | θεματικό λήμμα |
ed. | subjects taught | πρόγραμμα διδασκαλίας |
chem. | substance subject to registration | ουσία που υπόκειται σε καταχώριση |
transp. | tariff applied subject to fidelity agreement | τιμολόγιο με δέσμευση πιστότητας |
health., anim.husb. | territory subject to animal health restrictions | έδαφος που υπόκειται σε περιορισμούς υγειονομικού ελέγχου |
met. | test piece subjected to stress relief annealing | δοκίμιο που έχει υποβληθεί σε ανόπτηση εκτόνωσης τάσεων |
polit. | the entry of an item is subject to the exception on grounds of urgency | εγγραφή σημείου που εμπίπτει στην εξαίρεση λόγω επείγουσας ανάγκης |
gen. | The President of the Council is hereby authorised to designate the persons empowered to sign the Agreement on behalf of the Union subject to its conclusion and to make the following declaration / notification , which is attached to the [(Final Act of the) Agreement/…]: | Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου εξουσιοδοτείται να ορίσει το ή τα πρόσωπα που είναι αρμόδια να υπογράψουν τη συμφωνία εξ ονόματος της Ένωσης υπό την επιφύλαξη της σύναψής της και να προβούν στην ακόλουθη δήλωση/ κοινοποίηση, η οποία επισυνάπτεται στην (τελική πράξη) της συμφωνίας…]: |
gen. | the subject shows a mild scleral sub-jaundice | ο ασθενής παρουσιάζει έναν ελαφρύ ίκτερο του σκληρούχιτώνος |
ed. | the subjects taught | η διδασκόμενη ύλη |
law | the United Kingdom is therefore not taking part in its adoption and is not bound by it or subject to its application. | Η παρούσα πράξη συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν στις οποίες δεν συμμετέχει το Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με την απόφαση 2000/365/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, σχετικά με το αίτημα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν *. Ως εκ τούτου, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν συμμετέχει στη θέσπιση της παρούσας πράξης και δεν δεσμεύεται από αυτή ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της. |
law | topical legal subject | νομικό θέμα επικαιρότητας |
health., pharma. | trial subject | υποκείμενο της δοκιμής |
immigr. | visa whose validity is subject to territorial limitation | θεώρηση περιορισμένης εδαφικής ισχύος |
unions. | vote on the subject matter itself | ψηφοφορία επί της ουσίας |
environ. | wastes whose collection and disposal is not subject to special requirements in view of the prevention of infection | Απόβλητα των οποίων η συλλογή και διάθεση δεν υπόκεινται σε ειδικές απαιτήσεις σε σχέση με την πρόληψη μόλυνσης |
environ. | wastes whose collection and disposal is not subject to special requirements in view of the prevention of infection e.g. dressings, plaster casts, linen, disposable clothing, diapers | Απόβλητα των οποίων η συλλογή και διάθεση δεν υπόκεινται σε ειδικές απαιτήσεις σε σχέση με την πρόληψη μόλυνσης π.χ επενδύσεις, γύψινα εκμαγεία, σεντόνια, πετσέτες, ρουχισμός απορρίψιμος |
met. | welded corner joints subject to statical stresses | γωνιακές συγκολλητές ραφές υποκείμενες σε στατική καταπόνηση |
gen. | where several sections are likely to claim that a subject falls within their remit | όταν την αρμοδιότητα για ένα θέμα διεκδικούν περισσότερα του ενός τμήματα |
gen. | where the product in question is subject to judicial review proceedings | προϊόν για το οποίο βρίσκονται σε εξέλιξη διαδικασίες παροχής δικαστικής προστασίας |
agric. | wood subjected to decay | ξύλο υποβληθέν σε σήψη |