DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject General containing strike | all forms | exact matches only
EnglishGreek
first-strike capabilityικανότητα πρώτου πλήγματος
first-strike capabilityδυνατότητα πρώτου πλήγματος
first-strike weaponόπλο πρώτου πλήγματος
nuclear strike forceπυρηνική δύναμη κρούσης
second-strike strategyστρατηγική δευτέρου πλήγματος
strike aircraftβομβαρδιστικό αεροσκάφος πυρηνικής επίθεσης
strike-back capabilityικανότητα ανταπόδοσης πλήγματος
strike-back capabilityικανότητα ανταποδοτικού πλήγματος
strike-hard campaignεκστρατεία "αμείλικτη στάση"