Subject | English | Greek |
mech.eng. | accelerated stress rupture test | δοκιμή ρήξης λόγω επιταχυνόμενης τάσης |
gen. | after quenching the metal can be stress relieved | μετά τη βαφή το μέταλλο μπορεί να ανακουφιστεί από τάσεις |
tech., mater.sc. | Airy stress function | συνάρτηση τάσεων του Airy |
tech. | alternating stress tensible testing | δοκιμή με εναλλασσόμενη εφελκυστική καταπόνηση |
earth.sc., tech. | basic-stress value | ονομαστική τάσις |
el. | bias temperature stress test | δοκιμή τάσης θερμοκρασίας πόλωσης |
el. | bias temperature stress test | δοκιμή BTS |
fin. | bottom-up stress test | εκ των κάτω προσομοίωση ακραίων καταστάσεων |
earth.sc., mater.sc. | breaking stress,rupture stress | τάση θραύσης |
med. | cell stress gene | γονίδιο κυτταρικού στρες |
med. | cell stress protein | πρωτεΐνη κυτταρικού στρες |
med. | cell stress response | αντίδραση κυτταρικού στρες |
med. | cellular stress reaction | αντίδραση των κυττάρων στο στρες |
pharma., chem. | chemical stress factor | παράγοντας χημικού στρες |
pharma., chem. | chemical stress factor | παράγοντας χημικής επιβάρυνσης |
earth.sc. | compression stress in the cladding | θλιπτικαί τάσεις στο περίβλημα |
med. | concentric stress-induced hypertrophy | υπερτροφία εκ συγκεντρικής πιέσεως |
transp. | critical stress area | κρίσιμη επιφάνεια φόρτισης |
transp., mater.sc. | critical stress intensity | μέγεθος κρίσιμης τάσης |
earth.sc., mater.sc. | critical stress intensity factor | κρίσιμος παράγοντας έντασης των τάσεων |
transp., mater.sc. | critical stress-intensity parameter | παράμετρος κρισιμότητας μεγέθους τάσης |
met., mech.eng. | diaphragm stress in a straight pipe under internal pressure | μηχανική τάση διαφράγματος μέσα σε κάθετο αυλό υπό εσωτερική πίεση |
lab.law. | distribution of braking stress to parts of the body | κατανομή των προσπαθειών ανάσχεσης της πτώσης στα μέρη του σώματος |
agric. | drought stress resistant | ανθεκτικός στην καταπόνηση από ξηρασία |
med. | eccentric stress-induced hypertrophy | υπερτροφία εξ εκκέντρου πιέσεως |
transp., construct. | elastic stress in the masonry | ελαστική τάση στην τοιχοποιϊα |
industr., construct., chem. | environmental stress cracking | σχίσιμο υπό καταπόνηση |
environ. | environmental stress/response indicators | στατιστική οικολογικών πιέσεων και αντιδράσεων |
earth.sc., mech.eng. | exponent of the shearing stress limit law | εκθέτης του νόμου του ορίου της διατμητικής τάσης |
transp., mater.sc. | flapping stress peak | αιχμή τάσεων σε κώπηση |
earth.sc., tech. | frozen stress method | μέθοδος παγώματος των τάσεων |
health. | heat stress index | δείκτης θερμικής επιβάρυνσης |
met. | high yield stress steel | χάλυβας με υψηλό όριο διαρροής |
met. | high yield stress steel | χάλυβας υψηλής αντοχής |
life.sc., coal. | in situ stress in mines | επί τόπου μηχανικές καταπονήσεις σε υπόγεια ορυχεία |
earth.sc., construct. | initial stress method | μέθοδος αρχικών τάσεων |
met. | local mechanical stresses lead to stress corrosion cracking | τοπικές μηχανικές τάσεις οδηγούν σε διάβρωση με μηχανική καταπόνηση |
mater.sc. | local stress field | πεδίο εντοπισμένων τάσεων |
mater.sc., met. | main tensile stress parallel to the generatrixes of the notch root | κύρια τάση εφελκυσμού παράλληλη προ γενέτειρα του πυθμένα της εγκοπής |
mater.sc., met. | major principal stress deviator | πρωταρχικός παράγοντας απόκλισης της τάσης |
transp., mater.sc. | maximum stress limit | όριο μέγιστης τάσης |
transp., mater.sc. | maximum stress value | μέγιστη τιμή τάσης |
transp., mater.sc. | maximum-to-minimum stress ratio | λόγος μεταξύ μέγιστης και ελάχιστης τάσης |
fin., insur. | multiple-factor stress test | προσομοίωση ακραίων καταστάσεων πολλαπλών μεταβλητών |
med. | neo-natal malformation caused by stress at work | νεογνικές διαμαρτίες προκαλούμενες από καταπόνηση στην εργασία της μητέρας |
earth.sc., met. | normal stress-relieving temperature | κανονική θερμοκρασία εξάλειψης τάσεων |
nucl.pow. | nuclear stress test | πυρηνική δοκιμή αντοχής |
nucl.pow. | nuclear stress test | δοκιμή αντοχής ασφαλείας |
nucl.pow. | nuclear stress test | δοκιμή αντοχής |
med. | organic stress resistance | όρια αντοχής εις το οργανικόν στρες |
law, industr. | permissible stress method | μέθοδος ανώτατων επιπέδων επιτρεπτής τάσεως |
health. | physical stress factor | παράγοντας φυσικού στρες |
health. | physical stress factor | παράγοντας φυσικής επιβάρυνσης |
life.sc. | plain stress and strain | επίπεδη τάση και επίπεδη παραμόρφωση |
med. | post-traumatic stress disorder | διαταραχή μετατραυματικής καταπόνησης |
med. | posttraumatic stress disorder | μετατραυματική διαταραχή |
med. | posttraumatic stress disorder | μετατραυματικό σύνδρομο |
med. | posttraumatic stress disorder | διαταραχή μετατραυματικού στρες |
med. | post-traumatic stress syndrome | διαταραχή μετατραυματικής καταπόνησης |
med. | psychical stress-induced syndrome | σύνδρομον προκαλούμενον υπό ψυχικού στρές |
met., construct. | redistribution of stress due to creep in indeterminate structures | ανακατανομή των τάσεων που οφείλονται σε ερπυσμό σε στατικά αόριστες κατασκευές |
earth.sc., mater.sc. | residual stress due to rolling | τάσης έλασης |
met. | residual stress due to welding | τάσεις συγκολλήσεως |
met. | residual stress due to welding | εσωτερικές τάσεις συγκολλήσεως |
nucl.pow. | safety stress test | δοκιμή αντοχής ασφαλείας |
nucl.pow. | safety stress test | δοκιμή αντοχής |
nucl.pow. | safety stress test | πυρηνική δοκιμή αντοχής |
mater.sc. | semi-range mean stress diagram | διάγραμμα μέσης εναλλασσόμενης τάσεως |
earth.sc., mech.eng. | shearing stress limit law | νόμος του ορίου της διατμητικής τάσης |
transp., mater.sc. | shearing stress variation | μεταβολή της διατμητικής δύναμης |
transp., mater.sc. | shearing stress variation | μεταβολή της ώσης |
fin. | simulation of a stress scenario | προσομοίωση ακραίων καταστάσεων |
environ. | soil stress limit | όριο φόρτισης εδάφους |
mech.eng. | spring subjected to bending stress in its material | ελατήριο κάμψης |
mech.eng. | spring subjected to torsional stress in its material | ελατήριο στρέψης |
transp. | state of stress at a point | κατάσταση τάσης σημείου |
lab.law. | static stress exerted on suspended body | στατικό φορτίο ανάρτησης |
stat., tech. | step stress test | δοκιμασία αντοχής κατά στάδια |
met. | stress ageing | γήρας εσωτερικών τάσεων |
met. | stress aging | γήρας εσωτερικών τάσεων |
met. | stress amplitude | εύρος τάσης |
tech., mater.sc. | stress analysis | υπολογισμός των τάσεων |
transp., mater.sc. | stress analysis | ανάλυση φορτίων και τάσεων της δομής |
mater.sc. | stress analysis | ανάλυση τάσεων |
transp., mater.sc. | stress analyst | ειδικός αναλυτής τάσεων |
med. | stress area | πεδίον τοπικής αντιδράσεως ή περιοχή όπου ασκούνται έντονες πιέσεις |
met. | stress at the apparent limit of elasticity | τάση ορίου διαρροής |
el. | stress buffer | μειωτής μηχανικής τάσης |
nat.sc., transp. | stress calculating equipment | συσκευή υπολογισμού της κόπωσης |
earth.sc., industr., construct. | stress concentration | συγκέντρωσις πιέσεων |
nat.sc. | stress-concentration factor | συντελεστής συγκέντρωσης τάσης |
tech., mater.sc. | stress concentration factor | συντελεστής συγκέντρωσης τάσεων |
met. | stress corrosion | εργοδιάβρωση |
met. | stress corrosion | διάβρωση υπό τάση |
met. | stress corrosion | ρωγματογενής διάβρωση |
nucl.pow., met., mech.eng. | stress corrosion cracking | ρωγμή από διάβρωση υπό συνθήκες έντασης |
chem., met. | stress corrosion of unalloyed tubes in the soda-melting furnace | διάβρωση με μηχανική καταπόνηση αυλών από μη κραματοποιημένο χάλυβα μέσα σε ένα φούρνο τήξης σόδας |
met. | stress crack | ρωγμή λόγω τάσης |
mater.sc. | stress cracking | ράγισμα υπό μηχανική καταπόνιση |
mater.sc., met. | stress cracking | ρωγμάτωση από τάση |
mater.sc., met. | stress cracking | ρωγμάτωση από εφελκυσμό |
mater.sc. | stress cracking | θραύση υπό μηχανική καταπόνιση |
nat.sc., chem. | stress cutan | επικάλυψη τάσεως |
tech., mater.sc. | stress cycle | κύκλος καταπόνησης |
tech., mater.sc. | stress cycle | κύκλος δοκιμασίας |
med. | stress deformity | παραμόρφωσις από υπερβάλλουσα πίεση |
med. | stress deformity | παραμόρφωσις οφειλόμενη στην ένταση ή άγχος |
mater.sc., met. | stress deviation tensor | τανυστής της απόκλισης της τάσης |
tech., mater.sc. | stress distribution | κατανομή τάσεων |
tech., mater.sc. | stress distribution | διανομή τάσεων |
life.sc. | stress drop | απομείωση τάσεως |
polit. | stress due to long road journeys | κούραση των μεγάλων ταξιδιών |
med. | stress dystrophy of the marginal periodontium | δυστροφική παροδοντοπάθεια |
med. | stress dystrophy of the marginal periodontium | διάχυτος δυστροφία της φατνιακής αποφύσεως |
med. | stress dystrophy of the marginal periodontium | περιοδοντική προσπαθητική δυστροφία |
med. | stress ECG | ηλεκτροκαρδιογράφημα της προσπάθειας ή κόπωσης |
med. | stress ECG | ηλεκτροκαρδιογραφία προσπάθειας |
med. | stress ecology | οικολογία του στρες |
health. | stress factor | παράγοντας άγχους |
med. | stress fiber | ινίδιο πίεσης |
med. | stress fiber | ινίδιο εντάσεων |
met. | stress free annealing | αποτατική ανόπτηση |
industr., construct. | stress-graded timber other than T-timber | αταξινόμητο ξύλο οικοδομής |
forestr. | stress grading | κατάταξη με βάση τη μηχανική αντοχή |
tech., industr., construct. | stress grading | κατάταξη σύμφωνα με την αντοχή του ξύλου |
med. | stress hepatalgia | ηπαταλγία μετά κόπωσιν |
agric. | stress house | θερμοκήπιο για την μελέτη της αντοχής των φυτών στις καταπονήσεις |
transp. | stress in a section | τάση σε διατομή |
earth.sc., tech. | stress in extreme fibre | τάση ακραίας ίνας |
med. | stress incontinence | ακράτεια μετά από προσπάθεια |
med. | stress incontinence | ακράτεια από υπερένταση |
med. | stress-induced hypertrophy | υπερτροφία εκ πιέσεως |
earth.sc., mater.sc. | stress intensity factor | συντελεστής τάσεων καταπόνησης |
mater.sc., mech.eng. | stress intensity threshold | κατώφλι μεγέθους τάσης |
med. | stress line | πιεστική γραμμή |
med. | stress line | γραμμή έντασης ή πίεσης |
gen. | stress management | καταπολέμηση του στρες |
transp., mater.sc. | stress measurement | μέτρηση κόπωσης |
tech., mater.sc. | stress meter | τασόμετρο |
life.sc. | stress of weather | βίαιη καταιγίδα |
life.sc. | stress of weather | επικίνδυνος καιρός |
industr., construct., chem. | stress-optical coefficient | Συντελεστής οπτικών τάσεων |
tech., met. | stress ratio | λόγος τάσεων |
forestr. | stress-related injury | τραυματισμός από καταπόνηση |
earth.sc., construct. | stress relaxation | χαλάρωση των τάσεων |
med. | stress-relaxation mechanism | μηχανισμός χάλασης από τάση |
med. | stress-relaxation mechanism | μηχανισμός χαλάρωσης |
transp., mater.sc. | stress relief | ανακούφιση τάσεων |
mech.eng. | stress relief flap | μείωση των εντάσεων στα πτερύγια |
mech.eng. | stress relief limiter | περιοριστής εκτόνωσης |
agric., chem. | stress relief treatment | χειρισμός για εξουδετέρωση των τάσεων |
met. | stress relieving | αποτάνυση |
met. | stress relieving | εκτόνωση τάσεων |
met. | stress relieving | αποστατική ανόπτηση |
met. | stress relieving anneal | εκτόνωση τάσεων |
met. | stress relieving anneal | αποτάνυση |
met. | stress relieving annealing | ανόπτηση εκτόνωσης τάσεων |
met. | stress relieving by heat treatment | αποτατική ανόπτηση με θερμική κατεργασία |
met. | stress relieving by local heating | αποτατική ανόπτηση με τοπική θέρμανση |
transp., mech.eng. | stress-relieving device | διάταξη ανακούφισης τάσεων |
met. | stress relieving furnace | αποτατική κάμινος |
met. | stress relieving heat treatment | θερμική κατεργασία απομάκρυνσης τάσεων |
met. | stress relieving of austenitic steel | αποτατική ανόπτηση που γίνεται σε υπερβαμένο μέταλλο |
met. | stress relieving treatment | αποτατική ανόπτηση |
met. | stress relieving treatment | διαδικασία απαλοιφής των τάσεων |
mater.sc., met. | stress relieving with a view to reducing internal stresses | αποστατική ανόπτηση με σκοπό την ελάττωση των εσωτερικών τάσεων |
med. | stress response | αντίδραση διαφυγής |
med. | stress response | αντίδραση στο άγχος |
med. | stress response | αντίδραση στο στρες |
med. | stress response | αντίδραση στρες |
med. | stress response | αντίδραση συναγερμού |
environ. | stress/response indicators | στατιστική οικολογικών πιέσεων και αντιδράσεων |
earth.sc., mater.sc. | stress-resultant components | τάσεις σε διατομή |
earth.sc., mater.sc. | stress-resultant components | δυνάμεις σε διατομή |
earth.sc., mater.sc. | stress retention | διατήρηση της τάσης |
industr., construct., met. | stress ring | δακτύλιος ελέγχου τάσεως |
met. | stress rupture | ρήξη λόγω τάσης |
earth.sc. | stress-rupture life | αντοχή σε ρήξη λόγω τάσης |
chem., el. | stress-rupture test | δοκιμασία θραύσης σε τάση |
fin. | stress scenario | σενάριο ακραίων καταστάσεων |
agric. | stress section | δοκίμιον τάσεως,δοκίμιον πιέσεως |
industr., construct. | stress-skin construction | φέρουσα κατασκευή σάντουϊτς |
med. | stress splint | νάρθηξ φορτίσεως οδόντων εις ορισμένην κατεύθυνσιν |
met. | stress strain | τάνυση λόγω τάσης |
met. | stress strain | παραμόρφωση τάσης |
industr., construct. | stress-strain curve | καμπύλη τάσεως |
industr., construct. | stress-strain curve | καμπύλη εκτάσεως |
gen. | stress-strain curve | καμπύλη τάσης-παραμόρφωσης |
met. | stress-strain diagram | διάγραμμα τάσης-παραμόρφωσης |
met. | stress-strain diagram | διάγραμμα τάσεων-παραμορφώσεων |
mater.sc., construct. | stress/strain relationship | σχέση τάσεως-παραμορφώσεως |
earth.sc., agric. | stress system | κατάταξις συμφώνως προς την αντίστασιν ή συμφώνως προς την αντοχήν |
transp. | stress table | πίνακας κόπωσης |
comp., MS | stress test | δοκιμή καταπόνησης (A test that determines an application's breaking points and pushes the application past its upper limits as resources are saturated) |
nucl.pow. | stress test | πυρηνική δοκιμή αντοχής |
nucl.pow. | stress test | δοκιμή αντοχής |
nucl.pow. | stress test | δοκιμή αντοχής ασφαλείας |
econ., fin. | stress test | προσομοίωση ακραίων καταστάσεων |
IT | stress testing | ανάλυση συνοριακών τιμών |
IT | stress testing | δοκιμές καταπόνησης |
fin. | stress testing | προσομοίωση ακραίων καταστάσεων |
mater.sc., mech.eng. | stress threshold | κατώφλι μεγέθους τάσης |
health. | stress tolerance | αντοχή στο στρες |
health. | stress tolerance | αντοχή στο άγχος |
earth.sc., mater.sc. | stress trajector | γραμμή τάσης |
earth.sc., mater.sc. | stress trajector | ισοστατική γραμμή |
med. | stress ulcer | οξύ έλκος στομάχου από άγχος |
med. | stress ulcer | έλκος Curling |
med. | stress ulcer | έλκος από στρες |
med. | stress ulcus | έλκος από στρες |
med. | stress urinary incontinence | ακράτεια μετά από προσπάθεια |
med. | stress urinary incontinence | ακράτεια από υπερένταση |
earth.sc. | stress wave | ελαστικό κύμα |
met. | test piece subjected to stress relief annealing | δοκίμιο που έχει υποβληθεί σε ανόπτηση εκτόνωσης τάσεων |
met. | the occurrence of stress systems inhibits local yielding of the material | η εμφάνιση συστημάτων υπό τάση παρεμποδίζει την τοπική διαρροή του υλικού |
mater.sc., met. | the stress as a function of the logarithm of the secondary creep rate | καταπόνηση σε συνάρτηση του λογάριθμου της δευτερεύουσας ταχύτητας ερπυσμού |
met. | thermal stress crack | ρωγμή λόγω θερμικών τάσεων |
industr., construct., chem. | thermal stress cracking | ρωγμάτωση από θερμική τάση |
life.sc., el. | thermal stress fracturing | θερμική ρωγμάτωση |
life.sc., el. | thermal stress fracturing | θερμική ενεργοποíηση |
mater.sc., met. | three-dimensional photoelasticity studies with the use of the frozen stress method | μελέτες φωτοελαστικότητας τρισδιάστατες με χρήση της μεθόδου των παγωμένων τάσεων |
bank. | top-down stress test | προσομοίωση ακραίων καταστάσεων από πάνω προς τα κάτω |
transp., mech.eng. | towing stress shear pin | πείρος διάτμησης προστασίας ρυμούλκισης |
med. | treadmill stress test | ηλεκτροκαρδιογράφημα της προσπάθειας ή κόπωσης |
med. | treadmill stress test | ηλεκτροκαρδιογραφία προσπάθειας |
mater.sc., met. | variation of circumferential stress with radius and time | μεταβολή της περιφερειακής τάσης σαν συνάρτηση της ακτίνας και του χρόνου |
transp., mater.sc. | working stress level | επίπεδο τάσεων λειτουργίας |