DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject General containing static | all forms | exact matches only
EnglishGreek
Determination of resistance to ozone cracking under static conditionsΚαθορισμός αντοχής σε ρωγμές οφειλόμενες στο όζον σε στατικές συνθήκες
Heat sensitive detectors - Point detectors containing a static elementΘερμοευαίσθητοι ανιχνευτές - Σημειακοί ανιχνευτές με στατικό στοιχείο
static axle loadστατικό φορτίο κατ' άξονα
static dischargeηλεκτροστατική εκκένωση
static firingστατική βολή
static force protectionπροστασία στάσιμων δυνάμεων
static load methodμέθοδος στατικού φορτίου
static observationsστατικές παρατηρήσεις/επιτηρήσεις
static sealστατικό στεγανωτικό παρέμβυσμα
static surveillanceστατικές παρατηρήσεις/επιτηρήσεις
static testστατικός έλεγχος
static testδιαδικασία στατικού ελέγχου