Subject | English | Greek |
el. | adiabatic stabilization | αδιαβατική σταθεροποίηση |
environ. | aerobic stabilization of sludge | αερόβιος βιολογικός καθαρισμός |
environ. | aerobic stabilization of sludge | αερόβια σταθεροποίηση της λάσπης |
gen. | agreement on regional stabilization | συμφωνία για τη σταθεροποίηση της περιοχής |
transp. | attitude stabilization | σταθεροποίηση θέσης-προσανατολισμού |
met. | austenite stabilization | σταθεροποίηση ωστενίτου |
transp. | automatic stabilization equipment | εξοπλισμός αυτόματης σταθεροποίησης |
el. | bias stabilization | σταθεροποίηση πόλωσης |
environ. | biological sludge stabilization | βιολογική σταθεροποίηση της λάσπης |
econ. | Central American Monetary Stabilization Fund | Tαμείο Nομισματικής Σταθεροποίησης Kεντρικής Aμερικής |
tech. | closed loop stabilization | λειτουργία κλειστού βρόχου |
mater.sc., met. | cold dimensional stabilization | σταθεροποίηση διαστάσεων μέσω ψύξης |
agric. | cold stabilization | σταθεροποίηση με το ψύχος |
environ. | contact stabilization | σταθεροποίηση με επαφή |
environ. | contact stabilization | επαφή σταθεροποίησης |
commun., IT | dual-spin stabilization | σταθεροποίηση διπλοπεριδίνησης |
agric. | dune stabilization | σταθεροποίηση αμμωδών λοφίσκων |
el. | dynamic stabilization | δυναμική σταθεροποίηση |
construct. | embankment stabilization | σταθεροποίηση των πρανών |
fin. | exchange stabilization fund | κεφάλαιο σταθεροποίησης συναλλαγματικών ισοτιμιών |
fin. | exchange stabilization fund | Tαμείο συναλλαγματικής σταθεροποίησης |
fin. | exchange stabilization fund | κεφάλαιο συναλλαγματικής σταθεροποιήσεως |
market., scient. | Export earnings stabilization system | Σύστημα σταθεροποίησης των εσόδων από τις εξαγωγές |
market., life.sc. | Export earnings stabilization system for least-developed countries in Asia and Latin America ALA | Σύστημα σταθεροποίησης των εσόδων από τις εξαγωγές υπέρ ορισμένων λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών της Ασίας και της Λατινικής ΑμερικήςΑΛΑ |
fin. | export revenue stabilization transfer | μεταφορά για τη σταθεροποίηση των εσόδων από τις εξαγωγές |
tech., chem. | field-frequency stabilization channel | δίαυλος σταθεροποίησης πεδίου-συχνότητας |
tech., chem. | field-frequency stabilization substance | σταθεροποιητής του πεδίου συχνότητας |
el. | flywheel stabilization | σταθεροποίηση με σφόνδυλο |
el. | frequency stabilization | σταθεροποίηση συχνότητας |
fin., agric. | Fund for the Stabilization and Support of the Prices of Agricultural Produce | Ταμείο σταθεροποίησης και υποστήριξης τιμών των γεωργικών παραγωγών |
earth.sc., transp. | gravity gradient stabilization | βαρυτική σταθεροποίηση |
transp. | gyro-stabilization | σταθεροποίηση με γυροσκόπιο |
transp. | gyro-stabilization | σταθεροποίηση με γυροσκοπικό αντισταθμήρα |
life.sc. | gyroscopic stabilization | γυροσκοπική σταθεροποίηση |
comp., MS | image stabilization | σταθεροποίηση εικόνας (A technique that increases sharpness and fidelity by compensating for some effects that camera movement has on images in videos) |
el. | intrinsic stabilization | ενδογενής σταθεροποίηση |
transp. | lateral stabilization floats | πλωτήρες για εγκάρσια ευστάθεια |
construct. | mechanical stabilization | σταθεροποίηση με μηχανικά μέσα |
commun. | natural oscillation stabilization | ευστάθεια ιδιοσυχνότητας κραδασμών |
environ. | objective for the stabilization of carbon dioxide emissions | στόχος σταθεροποίησης των επιπέδων του CO 2 |
tech. | open loop stabilization | λειτουργία ανοικτού βρόχου |
commun., IT | passive-spin stabilization | παθητική σταθεροποίηση με αυτοπεριδίνηση |
nat.sc., agric. | period of stabilization | περίοδος σταθεροποίησης |
el. | phosphorus-glass stabilization | σταθεροποίηση με γυαλί φωσφόρου |
el. | plasma stabilization | σταθεροποίηση πλάσματος |
med. | Plasmid Stabilization Technology | τεχνολογία σταθεροποίησης πλασμιδίου |
med. | resonance stabilization | σταθεροποίηση μέσω συντονισμού |
earth.sc., transp. | roll stabilization | σταθεροποίηση διατοιχισμού |
environ. | screen to protect the high-voltage and stabilization unit | Θωράκιση για την προστασία της μονάδας υψηλής τάσης και σταθεροποίησης |
construct. | side slope stabilization | σταθεροποίηση των πρανών |
construct. | slope stabilization | σταθεροποίηση των πρανών |
transp. | soil stabilization | σταθεροποίηση εδάφους |
construct. | soil stabilization machine | μηχανή σταθεροποίησης εδάφους |
transp. | spin stabilization | σταθεροποίηση με περιστροφή |
met. | stabilization annealing | σταθεροποιητική ανόπτηση |
earth.sc. | stabilization bandwidth | εύρος ζώνης για σταθεροποίηση |
transp. | stabilization by admixture | χημική σταθεροποίηση |
transp., mater.sc. | stabilization by cable draught | σταθεροποίηση με ελκυσμό σύρματος |
transp. | stabilization by low center of gravity | σταθεροποίηση λόγω κέντρου βάρους |
transp. | stabilization by mixture | μηχανική σταθεροποίηση |
fish.farm. | stabilization by thermal means | θερμοστερέωση |
fish.farm. | stabilization by thermal means | θερμική σταθεροποίηση |
insur. | stabilization clause | ρήτρα σταθεροποίησης |
transp. | stabilization device installed in the guideway | τροχιοδεικτικό μέσο σταθεροποίησης |
el. | stabilization factor | παράγοντας σταθεροποίησης |
el. | stabilization factor | συντελεστής ρύθμισης εισόδου |
fin. | stabilization fund | εξισωτικό κεφάλαιο |
fin. | stabilization fund | κεφάλαιο σταθεροποίησης |
met. | stabilization heat treatment | θερμική κατεργασία σταθεροποίησης |
gen. | stabilization means | σταθεροποιητικά μέσα |
gen. | stabilization means | μέσα σταθεροποίησης |
fin. | stabilization measure | σταθεροποιητικό μέτρο |
fin. | stabilization measure | μέτρο σταθεροποίησης |
el. | stabilization of break-back | σταθεροποίηση της τάσης διάσπασης συλλέκτη-εκπομπού |
el. | stabilization of emitter multiplication | σταθεροποίηση της τάσης διάσπασης συλλέκτη-εκπομπού |
econ. | stabilization of markets | σταθεροποίηση των αγορών |
el. | stabilization of operating point | σταθεροποίηση του σημείου λειτουργίας |
construct. | stabilization of soils | σταθεροποίηση εδαφών |
life.sc., agric. | stabilization of the soil structure | σταθεροποίησις της δομής του εδάφους |
stat. | stabilization of variance | σταθεροποίηση διασποράς |
stat. | stabilization of variance | σταθεροποίηση της διακύμανσης |
hobby, transp., avia. | stabilization parachute | αλεξίπτωτο σταθεροποίησης |
econ. | stabilization policy | πολιτική σταθερότητας |
environ. | stabilization pond | λίμνη σταθεροποίησης |
transp. | stabilization rail | σταθεροποιητική σιδηροτροχιά |
chem. | stripping stabilization | σταθεροποίηση με απογύμνωση |
transp. | sway stabilization | εγκάρσια σταθεροποίηση |
market., coal. | Sys tem of stabilization of export earnings from min ing products | Σύστημα σταθεροποίησης των εσόδων από εξαγωγές μεταλλευτικών προϊόντων |
mater.sc., el. | temperature stabilization | σταθεροποίηση θερμοκρασίας |
commun., IT | three-axis stabilization | τριαξονική σταθεροποίηση |
el. | transistor d-c stabilization network | κύκλωμα σταθεροποίησης τρανζίστορ |