DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Law containing shorts | all forms
EnglishGreek
in short causeμε συνοπτική διαδικασία
short referenceσύντομη παραπομπή
short-stay multiple-entry visaθεώρηση μικρής διάρκειας πολλαπλών εισόδων
short-stay visaθεώρηση για διαμονή βραχείας διάρκειας
short-stay visaθεώρηση τύπου C
short-stay visaθεώρηση βραχείας διαμονής
short-term agreement for use and occupationσύμβαση παραχωρήσεως της χρήσεως που συνάπτεται για ορισμένο χρόνο
short-term monetary supportβραχυπρόθεσμη νομισματική στήριξη
short-term monetary supportβραχυπρόθεσμος μηχανισμός νομισματικής στήριξης
short-term multiple entry visaθεώρηση μικρής διάρκειας πολλαπλών εισόδων
short-term patentυπόδειγμα χρησιμότητας
short-term patentευρεσιτεχνία σύντομης διάρκειας
short-time allowanceεπίδομα μερικής ανεργίας
short-time moneyεπίδομα μερικής ανεργίας
short-time workerεργαζόμενοι με μειωμένο ωράριο
short-time workerημιάνεργος
short-timerεργαζόμενοι με μειωμένο ωράριο
short-timerημιάνεργος
very short-term financingπολύ βραχυπρόθεσμος χρηματοδοτικός μηχανισμός