DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Law containing short-term | all forms | in specified order only
EnglishGreek
short-term agreement for use and occupationσύμβαση παραχωρήσεως της χρήσεως που συνάπτεται για ορισμένο χρόνο
short-term monetary supportβραχυπρόθεσμη νομισματική στήριξη
short-term monetary supportβραχυπρόθεσμος μηχανισμός νομισματικής στήριξης
short-term multiple entry visaθεώρηση μικρής διάρκειας πολλαπλών εισόδων
short-term patentυπόδειγμα χρησιμότητας
short-term patentευρεσιτεχνία σύντομης διάρκειας
very short-term financingπολύ βραχυπρόθεσμος χρηματοδοτικός μηχανισμός