Subject | English | Greek |
fin. | benefiting in the short term from differences | επωφελούμαι βραχυπρόθεσμα από διαφορές |
econ. | bills and short term bonds | γραμμάτια και βραχυπρόθεσμες ομολογίες |
fin. | claims and liabilities arising from the very short-term financing mechanism and the short-term monetary support mechanism | απαιτήσεις και οφειλές που προκύπτουν από τον πολύ βραχυπρόθεσμο χρηματοδοτικό μηχανισμό και το βραχυπρόθεσμο μηχανισμό νομισματικής στήριξης |
market., fin. | to consolidate the short-term debt | αναδιατάσσω το βραχυπρόθεσμο χρέος |
market., fin. | to consolidate the short-term debt | παγιοποιώ το βραχυπρόθεσμο χρέος |
econ. | consolidate the short-term debt | παγιοποιώ το βραχυπρόθεσμο χρέος' αναδιατάσσω το βραχυπρόθεσμο χρέος |
econ. | fluctuations in short term rates on the financial and money markets | διακυμάνσεις των βραχυχρόνιων επιτοκίων στις οικονομικές αγορές και στις χρηματαγορές |
fin. | granting of short-term credits | χορήγηση βραχυπρόθεσμων πιστώσεων |
econ., fin. | mechanism for short-term monetary support | σύστημα βραχυπρόθεσμης νομισματικής υποστήριξης |
fin., econ. | mechanism for very short-term financing | πολύ βραχυπρόθεσμος χρηματοδοτικός μηχανισμός ; εξαιρετικά βραχυπρόθεσμη χρηματοδοτική διευκόλυνση |
fin. | nominal short-term interest rate | ονομαστικό βραχυπρόθεσμο επιτόκιο |
fin. | other sectors,short term | λοιποί τομείς |
econ. | other short term loans | λοιπά βραχυπρόθεσμα δάνεια |
fin. | other short-term capital | λοιπά βραχυπρόθεσμα κεφάλαια |
fin. | other short-term capital:net | λοιπά βραχυπρόθεσμα κεφάλαια:καθαρό |
econ. | other sight and short term assets | λοιπές απαιτήσεις όψης και βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις |
econ., fin. | reversal of short-term capital flows | αναστροφή των βραχυπρόθεσμων κεφαλαιακών ροών |
fin. | shift of short-term funds | μετατόπιση βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων |
bank. | short term deposit bank | πιστωτικά ιδρύματα |
health., food.ind. | short term dietary toxicity | βραχυπρόθεσμη τοξικότητα |
health., nat.sc. | short term dietary toxicity/exposure ratio | λόγος βραχυπρόθεσμης τοξικότητας δια της τροφής/έκθεσης |
industr., construct., chem. | short term excursion limit | `Oριο βραχείας διαδρομής |
nat.sc. | short term exposure | βραχυπρόθεσμη έκθεση |
gen. | short term exposure limit | όριο βραχυπρόθεσμης έκθεσης |
gen. | Short Term Exposure Limit value | τιμή STEL |
gen. | Short Term Exposure Limit value | οριακή τιμή βραχυπρόθεσμης έκθεσης |
el. | short term fading | διάλειψη μικρής διάρκειας |
stat. | short term fluctuation | διακύμανση βραχείας διάρκειας |
mech.eng. | short term fuel trim | τιμή βραχυπόθεσμης ρύθμισης διακύμανσης παροχής καυσίμου |
mech.eng. | short term fuel trim | βραχυπρόθεσμη μικρορρύθμιση του καυσίμου |
el. | short term instability | βραχυπρόθεσμη αστάθεια |
insur. | short term insurance | βραχυπρόθεσμη ασφάλιση |
econ. | short term loan | βραχυπρόθεσμο δάνειο |
econ. | short term loans between residents | βραχυπρόθεσμα δάνεια μεταξύ μόνιμων κατοίκων |
fin. | short term market rate | βραχυπρόθεσμο επιτόκιο της αγοράς |
health., unions. | short term occupational exposure limit | όριο βραχυπρόθεσμης επαγγελματικής έκθεσης |
stat., fin. | short term official sector | δημόσιος τομέας |
IT, el. | short term overload | βραχυχρόνια υπερφόρτιση |
fin. | short term paper | βραχυπρόθεσμος τίτλος |
fin. | short term paper | βραχυπρόθεσμοι τίτλοι |
econ., fin. | short term rating | βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση |
econ. | short term securities which are not negotiable | βραχυπρόθεσμοι τίτλοι καταθέσεων που δεν είναι διαπραγματεύσιμοι |
IT | short term spectral characteristics | βραχυπρόθεσμα φασματικά χαρακτηριστικά |
IT | short term statistical characteristics | βραχυπρόθεσμα στατιστικά χαρακτηριστικά |
IT | short term symbol rate | βραχυχρόνιος ρυθμός συμβόλων |
econ. | short term trade credit | βραχυπρόθεσμη εμπορική πίστωση |
int. law., immigr. | short term visa | θεώρηση για διαμονή σύντομης διάρκειας |
int. law., immigr. | short term visa | θεώρηση για παραμονή μικρής διάρκειας |
int. law., immigr. | short term visa | θεώρηση βραχείας διαμονής |
IT | short-term | βραχυπρόθεσμος |
el. | short-term accuracy | βραχυχρόνια ορθότητα |
law | short-term agreement for use and occupation | σύμβαση παραχωρήσεως της χρήσεως που συνάπτεται για ορισμένο χρόνο |
fin. | short-term arrangement | βραχυπρόθεσμη ρύθμιση |
fin. | short-term bank advance | τραπεζικές βραχυπρόθεσμες πιστώσεις |
fin. | short-term bond | βραχυπρόθεσμη ομολογία |
fin. | short-term borrowing | βραχυπρόθεσμο δάνειο |
econ. | short-term business cycle | κύκλος οικονομικής δραστηριότητας |
econ. | short-term business cycle | οικονομικός κύκλος |
econ. | short-term business cycle | συγκυριακός κύκλος |
fin. | short-term capital gain | υπεραξία βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων |
fin., econ. | short-term capital movements | κινήσεις κεφαλαίων βραχυπρόθεσμα |
fin. | short-term capital movements | κινήσεις κεφαλαίων,βραχυπρόθεσμα |
fin. | short-term credit | βραχυπρόθεσμο δάνειο |
econ. | short-term credit | βραχυπρόθεσμη πίστωση |
market. | short-term debt | βραχυπρόθεσμη οφειλή |
fin. | short-term debt instrument | μηχανισμός βραχυπρόθεσμου χρέους |
fin. | short-term debt securities | βραχυπρόθεσμα χρεόγραφα |
econ., market. | short-term debts | βραχυπρόθεσμα χρέη |
econ., fin. | short-term economic indicator | δείκτης οικονομικής συγκυρίας ; συγκυριακός δείκτης; κυκλικός δείκτης |
econ. | short-term economic indicators | δείκτες οικονομικής συγκυρίας |
econ. | short-term economic indicators | συγκυριακοί δείκτες |
econ. | short-term economic policy | πολιτική συγκυρίας |
econ. | short-term economic policy | αντικυκλική πολιτική' πολιτική συγκυρίας' συγκυριακή πολιτική |
econ. | short-term economic policy | συγκυριακή πολιτική |
econ. | short-term economic prospects | οικονομική συγκυρία |
account. | short-term employee benefit | βραχύχρονη παροχή σε εργαζόμενους |
account. | short-term employee benefits | βραχυπρόθεσμες παροχές σε εργαζομένους |
health., environ. | short-term exposure limit | οριακή τιμή εκπομπής |
fin. | short-term facility rate | επιτόκιο βραχυπρόθεσμης διευκόλυνσης |
gen. | short-term financial assistance | βραχυπρόθεσμη οικονομική βοήθεια |
fin. | short-term financing | βραχυπρόθεσμες χρηματοδοτήσεις |
econ. | short-term financing | βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση |
math. | short-term fluctuation | βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις |
econ. | short-term forecast | βραχυπρόθεσμη πρόβλεψη |
social.sc. | short-term forecast | βραχυχρόνια πρόβλεψη |
el. | short-term frequency stability | βραχυχρόνια σταθερότητα συχνότητας |
econ. | short-term indicator | βραχυπρόθεσμος δείκτης |
econ. | short-term influences | επιδράσεις μικρής διάρκειας |
commun., IT | short-term instability | βραχυχρόνια αστάθεια |
fin. | short-term instrument | βραχυπρόθεσμος τίτλος |
fin. | short-term interest rate | βραχυπρόθεσμο επιτόκιο |
fin. | short-term interest rate | βραχυπρόθεσμα επιτόκια |
fin., econ. | short-term interest rate differentials against Germany | διαφορές βραχυπρόθεσμων επιτοκίων έναντι της Γερμανίας |
fin., econ. | short-term interest rates | βραχυπρόθεσμο επιτόκιο |
commun., IT | short-term interference | βραχυχρόνια παρεμβολή |
stat., fin. | short-term internal national debt | βραχυπρόθεσμο εσωτερικό δημόσιο χρέος |
fin., insur. | short-term investment | βραχυπρόθεσμη επένδυση |
fin. | short-term investments | βραχυπρόθεσμα χρεόγραφα |
econ., fin. | short-term liabilities | βραχυπρόθεσμο παθητικό' βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις |
gen. | short-term limits/excursion limit | όριο βραχυπρόθεσμης έκθεσης |
fin., econ. | short-term liquid assets | βραχυπρόθεσμα ρευστοποιήσιμα στοιχεία του ενεργητικού; βραχυπρόθεσμα ρευστά διαθέσιμα στοιχεία ενεργητικού; βραχυπρόθεσμα ρευστά περιουσιακά στοιχεία |
fin. | short-term loan | πίστωση διαχείρισης |
fin. | short-term loan | βραχυπρόθεσμη πίστωση |
fin. | short-term loan | βραχυπρόθεσμο δάνειο |
account. | short-term loans | βραχυπρόθεσμα δάνεια |
econ. | short-term loans between residents and non-residents | βραχυπρόθεσμα δάνεια μεταξύ μόνιμων κατοίκων και μη μόνιμων κατοίκων |
el. | short-term maximum allowable noise power | βραχυχρόνια μέγιστη επιτρεπτή ισχύος θορύβου |
health. | short-term measurement | μετρήσεις βραχείας διάρκειας |
med. | short-term memory | μνήμη μικρής διάρκειας |
health. | short-term memory | βραχυπρόθεσμη μνήμη |
health. | short-term memory | άμεση μνήμη |
med. | short-term memory | προσωρινή μνήμη |
med. | short-term memory | βραχύχρονη μνήμη |
immigr. | short-term migrant | μικρής διάρκειας μετανάστης |
immigr. | short-term migrant | προσωρινός διάρκειας μετανάστης |
fin., econ. | short-term monetary support | βραχυπρόθεσμη νομισματική υποστήριξη |
law, fin. | short-term monetary support | βραχυπρόθεσμη νομισματική στήριξη |
law | short-term monetary support | βραχυπρόθεσμος μηχανισμός νομισματικής στήριξης |
econ., fin. | short-term monetary support mechanism | σύστημα βραχυπρόθεσμης νομισματικής υποστήριξης |
fin. | short-term money | βραχυπρόθεσμα χρηματικά ποσά |
law, immigr. | short-term multiple entry visa | θεώρηση μικρής διάρκειας πολλαπλών εισόδων |
earth.sc., el. | short-term noise criteria | βραχυχρόνια κριτήρια θορύβου |
fin. | short-term note | βραχυπρόθεσμος τίτλος |
fin., econ. | short-term note | βραχυπρόθεσμα αξιόγραφα |
fin. | short-term note | βραχυπρόθεσμοι τίτλοι |
h.rghts.act. | Short-Term Observer | Παρατηρητής Βραχείας Παραμονής |
fin., econ. | short-term paper | βραχυπρόθεσμα αξιόγραφα |
account. | short-term paper/securities | βραχυπρόθεσμα χρεόγραφα |
law, industr. | short-term patent | υπόδειγμα χρησιμότητας |
law | short-term patent | ευρεσιτεχνία σύντομης διάρκειας |
el. | short-term Raleigh type fading | βραχυχρόνια διάλειψη τύπου Raleigh |
el. | short-term rapid fading | βραχυχρόνια ραγδαία διάλειψη |
fin. | short-term rate | βραχυπρόθεσμα επιτόκια |
fin. | short-term rate | βραχυπρόθεσμο επιτόκιο |
fin. | short-term rates | βραχυπρόθεσμα επιτόκια |
med. | short-term regulation | βραχυπρόθεσμη ρύθμιση |
health., R&D. | short-term repeated-dose toxicity | βραχυπρόθεσμη τοξικότητα επαναλαμβανόμενης δόσης |
environ. | short-term safeguarding measure | βραχυπρόθεσμο μέτρο ασφαλείας |
econ., fin. | short-term savings | βραχυπρόθεσμες αποταμιεύσεις,ρευστές αποταμιεύσεις |
account. | short-term securities other than shares, excluding financial derivatives | βραχυπρόθεσμα χρεόγραφα εκτός από μετοχές, εξαιρουμένων των χρηματοπιστωτικών παραγώγων |
fin. | short-term security | βραχυπρόθεσμοι τίτλοι |
fin. | short-term security | βραχυπρόθεσμος τίτλος |
energ.ind. | short-term services | βραχυπρόθεσμες υπηρεσίες |
fin. | short-term solvency ratios | δείκτες βραχυπρόθεσμης φερεγγυότητας |
commun., IT, transp. | short-term stability | βραχυχρόνια σταθερότητα |
energ.ind. | short-term stockage hydro-electric power station | υδροηλεκτρικός σταθμός βραχυπρόθεσμης αποθήκευσης |
fin. | short-term storage | αποθήκευση μικρής διάρκειας |
mater.sc. | short-term storage | αποθήκευση για μικρό χρονικό διάστημα |
med. | short-term test | βραχυπρόθεσμη δοκιμή |
health., R&D. | short-term toxicity | βραχυπρόθεσμη τοξικότητα επαναλαμβανόμενης δόσης |
account. | short-term Treasury bond | γραμμάτιο Δημοσίου; ομόλογο Δημοσίου |
health. | short-term treatment unit | μονάδα περίθαλψης μικρής διάρκειας |
stat. | short-term trends | συγκυρία |
immigr. | short-term visa | θεώρηση για διαμονή σύντομης διαρκείας |
social.sc., empl. | short-term worker | εργαζόμενος μικρής διάρκειας |
gen. | short-to medium term enrichment service | βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες υπηρεσίες εμπλουτισμού |
econ. | sight and short term assets vis-à-vis the rest of the world | απαιτήσεις όψης και βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις έναντι της αλλοδαπής |
econ. | sight and short term liabilities,in foreign currency and in national currency | υποχρεώσεις όψης και βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις σε ξένο συνάλλαγμα και σε εθνικό νόμισμα |
fin. | subsidised short-term loan | πιστώσεις διαχειρίσεως |
fin. | subsidised short-term loan | βραχυπρόθεσμη επιδοτούμενη πίστωση |
fin. | subsidised short-term loan | επιδοτούμενα βραχυπρόθεσμα δάνεια |
econ., fin. | system of short-term monetary support | σύστημα βραχυπρόθεσμης νομισματικής υποστήριξης |
earth.sc., lab.law. | threshold limit value-short-term exposure limit | κατωφλιακή οριακή τιμή - όριο βραχυπρόθεσμης έκθεσης |
fin. | Very Short Term Facility | λίαν βραχυπρόθεσμη πιστωτική διευκόλυνση |
econ., fin. | very short term facility | λίαν βραχυπρόθεσμη πιστωτική διευκόλυνση |
econ., fin. | very short-term credit facility | λίαν βραχυπρόθεσμη πιστωτική διευκόλυνση |
econ. | very short-term financing | εξαιρετικά βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση |
law, fin. | very short-term financing | πολύ βραχυπρόθεσμος χρηματοδοτικός μηχανισμός |
fin., econ. | very short-term financing facility | πολύ βραχυπρόθεσμος χρηματοδοτικός μηχανισμός ; εξαιρετικά βραχυπρόθεσμη χρηματοδοτική διευκόλυνση |
fin., econ. | very short-term financing mechanism | πολύ βραχυπρόθεσμος χρηματοδοτικός μηχανισμός ; εξαιρετικά βραχυπρόθεσμη χρηματοδοτική διευκόλυνση |
fin. | very short-term financing mechanism | πολύ βραχυπρόθεσμος χρηματοδοτικός μηχανισμός |
gen. | to wipe out short-term liabilities | εξαλείφω τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις |