Subject | English | Greek |
transp. | a light is operated and kept in service by a keeper able to intervene at once in case of need | φανός του οποίου η λειτουργία εξαρτάται ή καθορίζεται από κάποιο φύλακα |
law | address for service in the place where the Court has its seat | προσδιορισμός τόπου επιδόσεων στην έδρα του Πρωτοδικείου |
law | address for service in the place where the Court has its seat | προσδιορισμός τόπου επιδόσεων στην έδρα του Δικαστηρίου |
gen. | advanced telematics service | προηγμένη υπηρεσία τηλεματικής |
med. | advisory service | υπηρεσία ιατρικών επισκέψεων |
med. | advisory service | υπηρεσία ιατρικών συμβουλών |
med. | advisory service | εξωτερικά ιατρεία |
gen. | after school child-minding service | σταθμός φύλαξης μαθητών |
law | Agreement between the European Community and the Kingdom of Denmark on the service of judicial and extrajudicial documents in civil or commercial matters | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Βασιλείου της Δανίας, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις |
gen. | Agreement establishing an International Commission for the International Tracing Service | Συμφωνία που ιδρύει Διεθνή Επιτροπή για τη Διεθνή Υπηρεσία Αναζητήσεων |
gen. | Agreement on the Legal Status of the International Tracing Service in Arolsen | Συμφωνία για το νομικό καθεστώς της Διεθνούς Υπηρεσίας Αναζητήσεων στην Αρόλσεν |
gen. | Agreement on the Relations between the International Commission for the International Tracing Service and the International Committee of the Red Cross | Συμφωνία για τις σχέσεις μεταξύ της Διεθνούς Επιτροπής για τη Διεθνή Υπηρεσία Αναζητήσεων και της Διεθνούς Επιτροπής Ερυθρού Σταυρού |
law, lab.law. | agreement supplementary to the contract of service | τροποποιητική συμφωνία της συμβάσεως προσλήψεως |
gov. | agreement supplementary to the contract of service | προσθήκη στη σύμβαση πρόσληψης |
gen. | agreement supplementary to the contract of service | τροποποιητική συμφωνία της σύμβασης προσλήψεως |
mater.sc. | air-service unit | μονάδα εξυπηρέτησης αέρα |
fin., lab.law. | allowance for staff retired in the interests of the service | αποζημίωση σε περίπτωση απομάκρυνσης προς το συμφέρον της υπηρεσίας |
fin., lab.law. | allowances and expenses on leaving the service | αποζημιώσεις και έξοδα σχετικά με τη λήξη καθηκόντων |
gen. | alpine rescue service | αλπινική υπηρεσία διασώσεως |
gen. | ancillary service | επικουρική υπηρεσία |
gen. | application and service reference model | μοντέλο αναφοράς εφαρμογών και υπηρεσιών |
gen. | Applications Department Service | Υπηρεσία Ανάπτυξης των Εφαρμογών |
el., commun. | audiovisual media service | υπηρεσία οπτικοακουστικών μέσων |
polit., IT | Automated Central Documentation Service | Αυτοματοποιημένη Κεντρική Υπηρεσία Τεκμηρίωσης |
commun. | automatic observation of the service quality | αυτόματη παρατήρηση ποιότητας τηλεφωνικής επικοινωνίας |
gen. | automatically-operated service door | θύρα επιβατών αυτόματης λειτουργίας |
commun. | availability of ISDN service | διαθεσιμότητα υπηρεσίας ISDN |
IT | availability of ISDN service | διαθεσιμότητα υπηρεσίας στο ISDN |
IT | average service time | Μέσος χρόνος εξυπηρέτησης |
fin. | award of public supply contracts, public service contracts and public works contracts | σύναψη των δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και παροχής υπηρεσιών |
fin. | award of works,supply or service contracts | σύναψη συμβάσεων έργων,προμηθειών ή υπηρεσιών |
econ., fin. | balance of service transactions and current transfers | ισοζύγιο υπηρεσιών και τρεχουσών μεταβιβάσεων |
comp., MS | Base Smart Card Cryptographic Service Provider | Βασική υπηρεσία παροχής κρυπτογράφησης έξυπνων καρτών (The basic software module for by smart cards that performs cryptography and includes algorithms for authentication, encoding, and encryption) |
gov. | because of the exigencies of the service or safety rules | λόγω αναγκών της υπηρεσίας ή απαιτήσεων των κανόνων ασφαλείας της εργασίας |
gen. | because of the exigencies of the service or safety rules | ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες ή τις απαιτήσεις των κανόνων ασφαλείας στον τόπο της εργασίας |
med. | biotechnological good or service | βιοτεχνολογικό αγαθό ή υπηρεσία |
med. | blood-donor control service | κέντρο αιμοδοσίας |
med. | blood-donor service | υπηρεσία αιμοδοσίας |
gen. | bonus for exceptional service | έκτακτη παροχή για εξαιρετικές υπηρεσίες |
comp., MS | Boot Information Negotiation Layer Service | υπηρεσία επιπέδου διαπραγμάτευσης πληροφοριών εκκίνησης (A service that runs on a Remote Installation Services (RIS) server that acts on client boot requests. The display name of BINLSVC is Remote Installation) |
gen. | breakdown by grade and service | κατανομή κατά βαθμούς και υπηρεσίες |
gen. | breakdown service | οδική βοήθεια |
gen. | British Information Service | Βρετανική Υπηρεσία Πληροφοριών |
fin. | cachet of the customs service | σφραγίδα της τελωνειακής υπηρεσίας |
gen. | to call up for military service | στρατεύομαι' καλούμαι υπό τα όπλα |
commun., IT | calling party's class of service | κατηγορία υπηρεσίας καλούντος |
social.sc. | care service | υπηρεσίες φροντίδας |
social.sc. | care service | προνοιακές υπηρεσίες |
gen. | catering service | υπηρεσία τροφοδοσίας |
gen. | catering service | τροφοδοσία για τα γεύματα εν πτήσει |
commun., IT | cct-mode nx64 kbit/s bearer service unrestricted | υπηρεσία φορέας τρόπου cct nx64 kbit/s,χωρίς περιορισμό |
gen. | central documentation service | κεντρική υπηρεσία τεκμηρίωσης |
transp., avia. | certificate of release to service | πιστοποιητικό διάθεσης σε χρήση |
transp., avia. | certificate of release to service | πιστοποιητικό διάθεσης σε υπηρεσία |
gen. | certificate of release to service | πιστοποιητικό διάθεσης προς χρησιμοποίηση |
gen. | Chancellor of the Duchy of Lancaster, Minister for Public Service and Science | Καγκελλάριος του Δουκάτου του Λάνκαστερ, Υπουργός Δημόσιων Υπηρεσιών και Επιστημών |
IT, geogr. | change detection service | υπηρεσία ανίχνευσης αλλαγών |
gen. | child-care service | υπηρεσίες παιδικής μέριμνας |
commun. | circuit mode 64 kbit/s 8 kHz - structured bearer service for transmission of speech signals | κομιστική υπηρεσία κυκλωματικού τρόπου 64 kbit/s για μετάδοση σημάτων ομιλίας και δομημένη στα 8 kHz |
commun. | circuit mode 64 kbit/s 8 kHz-structured bearer service for transmission of AF information | κομιστική υπηρεσία κυκλωματικού τρόπου kbit/s για μετάδοση ακουστικής πληροφορίας δομημένη στα 8 kHz |
IT | circuit mode 64 kbit/s unrestricted bearer service | κομιστική υπηρεσία κυκλωματικού τρόπου 64 kbit/s χωρίς περιορισμούς |
commun. | circuit mode 64 kbit/s unrestricted bearer service on reserved or permanent mode | κομιστική υπηρεσία κυκλωματικού τρόπου 64kbit/s χωρίς περιορισμούς σε δεσμευμένη ή μόνιμη λειτουργία |
IT | circuit mode 64 kbit/s unrestricted bearer service on reserved or permanent mode | κομιστική υπηρεσία κυκλωματικού τρόπου 64 kbit/s χωρίς περιορισμούς σε δεσμευμένη ή μόνιμη λειτουργία |
commun., IT | circuit mode,64 Kbits/s,8 KHz structured bearer service for transmission of speech signals | κομιστική υπηρεσία κυκλωματικού τρόπου 64 kbit/s για μετάδοση σημάτων ομιλίας και δομημένη στα 8 khz |
commun., IT | circuit mode,64 Kbits/s 8 KHz-structured bearer service,for transmission of audiofrequency information | κομιστική υπηρεσία κυκλωματικού τρόπου 64 kbit/s για μετάδοση ακουστικής πληροφορίας δομημέμη στα 8 khz |
commun. | circuit mode 3.1 kHz audio bearer service | κομιστική υπηρεσία κυκλωματικού τρόπου 3,1 kHz ακουστικών συχνοτήτων |
IT | circuit mode 3.1 kHz audio bearer service | κομιστική υπηρεσία κυκλωματικού τρόπου 3.1 kHz |
IT | circuit mode 2x64 kbit/s unrestricted bearer service | κομιστική υπηρεσία κυκλωματικού τρόπου 2x64 kbit/s χωρίς περιορισμούς |
obs., law | Citizens' Signpost Service | Υπηρεσία Προσανατολισμού των Πολιτών |
mater.sc. | city service truck | όχημα εκτάκτων αναγκών |
gen. | Civil Service | δημοσιοϋπαλληλικός κλάδος |
gen. | civil service to which an official belongs | υπηρεσία από την οποία προέρχεται ο υπάλληλος |
polit., law | Civil Service Tribunal | Δικαστηρίο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
gen. | client service | υπηρεσία-αιτών |
transp., nautic. | commencement of the service | έναρξη του δρομολογίου |
environ. | Committee for adaptation to technical progress and implementation of the Directive on the control of volatile organic compound VOC emissions resulting from the storage of petrol and its distribution from terminals to service stations | Επιτροπή για την προσαρμογη στην τεχνικη προοδο και την εφαρμογη της οδηγιας για τον έλεγχο των εκπομπών πτητικών οργανικών ουσιών VOC που προέρχονται από την αποθήκευση βενζίνης και τη διάθεσή της από τις τερματικές εγκαταστάσεις στους σταθμούς διανομής καυσίμων |
polit. | Committee for the adaptation to technical progress of the directive on the control of volatile organic compound emissions resulting from the storage of petrol and its distribution from terminals to service stations VOC | Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας σχετικά με την καταπολέμηση των εκπομπών πτητικών οργανικών ενώσεων που προέρχονται από την αποθήκευση βενζίνης και τη διάθεσή της από τις τερματικές εγκαταστάσεις στους σταθμούς καυσίμων COV |
commun. | Committee on common rules for the development of the internal market of Community postal services and the improvement of quality of service | Eπιτροπή για τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών |
polit. | Committee on the Community action programme concerning cooperation policy in the youth field, including European voluntary service and youth exchanges within the Community and with third countries 2000-2006; YOUTH | Επιτροπή για την εφαρμογή του κοινοτικού προγράμματος δράσης σχετικά με την πολιτική της συνεργασίας στον τομέα της νεολαίας, περιλαμβανομένης της ευρωπαϊκής εθελοντικής υπηρεσίας και των ανταλλαγών νέων εντός και εκτός Κοινότητας Jeunesse, 2000-2006 |
gen. | Committee on the service in the Member States of judicial and extrajudicial documents in civil and commercial matters | Επιτροπή για την επίδοση και κοινοποίηση στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις |
gen. | Committee on the service in the Member States of judicial and extrajudicial documents in civil or commercial matters | Επιτροπή για την επίδοση και κοινοποίηση στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις |
social.sc. | Community action programme "European voluntary service for young people" | Πρόγραμμα κοινοτικής δράσης "Ευρωπαϊκή εθελοντική υπηρεσία των νέων" |
social.sc. | Community action programme - European voluntary service for young people | πρόγραμμα κοινοτικής δράσης "Ευρωπαϊκή εθελοντική υπηρεσία για τους νέους" |
gov. | compatible with the proper functioning of the service | που συμβιβάζεται με την ομαλή λειτουργία της υπηρεσίας |
IT | compatible with the proper functioning of the service | που συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις της καλής λειτουργίας των υπηρεσιών |
gen. | compatible with the proper functioning of the service | συμβατός με τις απαιτήσεις της καλής λειτουργίας των υπηρεσιών |
gen. | Competition and Consumer Protection Service | Υπηρεσία Ελέγχου Τιμών και Προστασίας Καταναλωτών |
tax., transp. | conference service contract rate | ναύλος σύμβασης παροχής υπηρεσιών της διάσκεψης |
nat.sc. | consultancy service for firms for innovation and technology transfer | παροχή συμβουλών στις επιχειρήσεις για την καινοτομία και τη μεταφορά τεχνολογίας |
health. | consultation service for the weary of life | υπηρεσία προλήψεως αυτοκτονιών |
transp. | container service charge | Τέλη Μεταφοράς Εμπορευματοκιβωτίων |
commun. | continuous service | διαρκής υπηρεσία |
el. | continuous service | συνεχής υπηρεσία |
law | contribution of the Legal Service | συμβολή της Νομικής Υπηρεσίας του Συμβουλίου |
empl. | Convention concerning Protection of the Right to Organise and Procedures for Determining Conditions of Employment in the Public Service | Σύμβαση για την προστασία του δικαιώματος οργάνωσης και τις διαδικασίες καθορισμού των όρων απασχόλησης στη δημόσια διοίκηση |
social.sc. | Convention concerning the Organisation of the Employment Service | Σύμβαση "περί διοργανώσεως της Υπηρεσίας Απασχολήσεως" |
law, commer., polit. | Convention drawn up on the basis of Article K.3 of the Treaty on European Union, on the service in the Member States of the European Union of judicial and extrajudicial documents in civil or commercial matters | Σύμβαση καταρτιζόμενη βάσει του άρθρου Κ3 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις |
proced.law. | Convention on the Service Abroad of Judicial and Extrajudicial Documents in Civil or Commercial Matters | Σύμβαση σχετική με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις |
law | Convention on the service abroad of judicial and extrajudicial documents in civil or commercial matters | σύμβαση σχετικά με την επίδοση και κοινοποίηση δικαστικών και εξωδίκων εγγράφων στην αλλοδαπή σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις |
law | Convention on the service in the Member States of the European Union of judicial and extrajudicial documents in civil or commercial matters | Σύμβαση για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις |
gen. | Customs Union Service | Υπηρεσία τελωνειακής ένωσης |
med. | day nursing service | αποκλειστικός νοσοκόμος ημέρας |
gen. | debt service ratio | συντελεστής εξυπηρέτησης του χρέους |
fin. | debt service time profile ratio | δυναμική τιμή της εξυπηρέτησης χρέους |
commun. | digital communication service at 1800 MHz | ψηφιακό κυψελοειδές σύστημα στα 1800 MHz |
gen. | diplomatic service | διπλωματική υπηρεσία |
gen. | Directive 2004/18/EC on the coordination of procedures for the award of public works contracts, public supply contracts and public service contracts | Οδηγία 2004/18/ΕΚ περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών |
gen. | Directorate C - Interpretation and Conferences - Interinstitutional Service | Διεύθυνση Γ - Διερμηνεία και Διασκέψεις - Διοργανική υπηρεσία |
polit. | Directorate Members' Research Service | Διεύθυνση Υπηρεσίας Έρευνας για τους Βουλευτές |
gen. | Distribution Service, other institutions | Υπηρεσία Διανομής "`Αλλα όργανα" |
med. | doctor on service | γιατρός υπηρεσίας |
gen. | Documentation Service - Brussels | Υπηρεσία τεκμηρίωσης - Βρυξέλλες |
social.sc. | domestic care service | υπηρεσίες κατ' οίκον μέριμνας |
gen. | driver operated service door | θύρα επιβατών την οποία χειρίζεται ο οδηγός |
IT | elements of the ISDN service to be provided | στοιχεία της υπηρεσίας ISDN που πρόκειται να παρασχεθούν |
med. | emergency rescue service | υπηρεσία έκτακτης ιατρικής βοήθειας |
gen. | employment in the public service | η απασχόληση στη δημόσια διοίκηση |
social.sc. | end-of-service allowance | αποζημιώσεις με τη λήξη της θητείας |
commun. | end-to-end service | διατερματική υπηρεσία |
energ.ind. | energy service | ενεργειακή υπηρεσία |
gen. | Equipment and Logistics Service | Υπηρεσία Εξοπλισμού και Διοικητικής Μέριμνας |
commer., polit. | Euro Citizen Action Service | Υπηρεσία Δράσης των Πολιτών της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης |
med. | European biotechnology information service | ευρωπαϊκή υπηρεσία πληροφόρησης για τη βιοτεχνολογία |
gen. | European Border Protection Service | Ευρωπαϊκή Μονάδα Προστασίας των Συνόρων |
gen. | European Civic Service | Ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για τη δραστηριοποίηση των πολιτών |
gen. | European Civil Service | δημόσια διοίκηση της Κοινότητας |
law | European Convention on the Service Abroad of Documents relating to Administrative Matters | Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την κοινοποίηση στο εξωτερικό εγγράφων διοικητικών θεμάτων |
econ. | European External Action Service | Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης |
law | European External Action Service desk | μονάδα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης |
polit., law | European Union Civil Service Tribunal | Δικαστηρίο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
law | expert in the translation service | ειδικός της μεταφραστικής υπηρεσίας |
fin. | Express Mail Service | Ταχυδρομείο Επείγουσας Προτεραιότητας |
transp., avia. | facilities to accommodate the service | διευκολύνσεις για την παροχή της υπηρεσίας |
gen. | failure to report for military service | ανυποταξία |
social.sc. | family support service | οικογενειακή βοηθητική φροντίδα |
IT, geogr. | feature type service | υπηρεσία τύπων γεωγραφικών στοιχείων |
gen. | Federal Security Service | Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας |
med. | fee for service | ιδιωτική αμοιβή |
transp. | few-to-many service | συγκοινωνιακή εξυπηρέτηση |
mater.sc. | fire service belt | πυροσβεστική ζώνη |
mater.sc. | fire service expert | εμπειρογνώμονας πυρκαγιών |
law | firm entrusted with the provision of a public service | επιχείρηση επιφορτισμένη με την άσκηση δημόσιας υπηρεσίας |
law | first display of the good or service | πρώτη παρουσίαση στο κοινό του προϊόντος ή της υπηρεσίας |
commun., IT | flat-rate service | υπηρεσία σταθερής τιμής |
food.ind. | Food Safety and Inspection Service | Υπηρεσία Ασφάλειας και Ελέγχου των Τροφίμων |
transp., construct. | frame of the service gantry | πλαίσιο του κατασκευαστικού γεφυρώματος |
transp., construct. | frame of the service trestle | πλαίσιο του κατασκευαστικού γεφυρώματος |
market. | franchise service supply | παροχή υπηρεσιών ενοποιημένης παρουσίας/franchise |
gen. | French service | σερβίρισμα στο τραπέζι |
gen. | French service | σερβίρισμα από γκαρσόνι |
comp., MS | FTP Service for IIS 7.0 | Υπηρεσία FTP για IIS 7.0 (An industry-standard server-side implementation of the File Transfer Protocol (FTP) that was designed for Windows Server 2008) |
IT | full-time service | μόνιμη υπηρεσία |
commun. | general radiotelephone procedure in the maritime mobile service | γενική διαδικασία ραδιοτηλεφωνίας στη ναυτική κινητή υπηρεσία |
law | to give an address for service of process in the jurisdiction of the court applied to | κάνω επιλογή κατοικίας στο δικαστήριο που επιλαμβάνεται της υποθέσεως |
commun., IT | global functions of the basic service | καθολικές λειτουργίες της βασικής υπηρεσίας |
gen. | Greek secret service | Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών |
transp., avia. | ground emergency service personnel | προσωπικό υπηρεσίας έκτακτης ανάγκης εδάφους |
transp. | ground handling service | εξυπηρέτηση εδάφους στους αερολιμένες |
transp. | ground handling service | εξυπηρέτηση με επίγεια μέσα υπηρεσίας |
transp. | ground handling service | υπηρεσίες εδάφους |
commun. | ground-wave service area | ζώνη εξυπηρέτησης με κύματα επιφανείας |
commun. | group 3 facsimile service | τηλεομοιοτυπία Ομάδας 3 |
commun. | group 3 facsimile service | τηλεομοιοτυπία G3 |
proced.law. | Hague Convention of 15 November 1965 on the Service Abroad of Judicial and Extrajudicial Documents in Civil or Commercial Matters | Σύμβαση σχετική με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις |
nat.sc., agric. | hand service | ατομική επίβαση |
gen. | Head of Information Service | προϊστάμενος της Υπηρεσίας Τύπου και Πληροφοριών |
transp., avia. | helicopter emergency medical service operating base | επιχειρησιακή βάση ιατρικής υπηρεσίας έκτακτης ανάγκης ελικοπτέρων |
transp., avia. | helicopter emergency medical service operating base | βάση επιχειρήσεων ελικοπτέρων επείγουσας ιατρικής βοήθειας |
gen. | Hellenic Military Geographical Service | Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού |
gen. | Hellenic National Intelligence Service | Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών |
social.sc. | home care service | υπηρεσίες κατ' οίκον μέριμνας |
comp., MS | Home service | Οικείο δίκτυο, Τοπική κάλυψη (A status message displayed for the current network when a user changes the network selection to something other than the network of the main provider) |
med. | hospital extern service | εξωνοσοκομειακές υπηρεσίες |
med. | hospital service | νοσοκομειακή υπηρεσία |
gen. | host service | υπηρεσία υποδοχής |
el. | hourly non-firm transmission service | ωριαία μη αδιάλειπτη υπηρεσία μεταφοράς |
gen. | Humanitarian Early Warning Service | Ανθρωπιστικό Σύστημα Έγκαιρης Προειδοποίησης |
gen. | image communication service | υπηρεσία μεταβίβασης εικόνων |
mater.sc. | in service survey | επιθεώρηση εν κυκλοφορία οχημάτων |
econ., transp., mil., grnd.forc. | in service value | τιμή σε κατάσταση λειτουργίας |
law | to indicate an address for service in the State in question | διορισμός αντικλήτου στο συγκεκριμένο κράτος |
gen. | individual decision relating to a service franchising agreement | μεμονωμένη απόφαση σχετικά με συμφωνία franchising παροχής υπηρεσιών |
gen. | Informatics Planning and Administration Service | Υπηρεσία Σχεδιασμού και Διεύθυνσης Μηχανογράφησης |
gen. | Information service | Υπηρεσία πληροφόρησης |
mater.sc. | innovation support service | υπηρεσία επιβοήθησης της καινοτομίας |
ed. | inspectorate of the education service | επιθεώρηση της εκπαίδευσης |
commun. | Instructions for the International Telephone Service | οδηγίες για τη διεθνή τηλεφωνική εξυπηρέτηση |
commun. | instructions for the operation of the International Public Telegram Service | οδηγίες για τη λειτουργία της Διεθνούς Δημόσιας Yπηρεσίας Tηλεγραφημάτων |
gen. | Intelligence Service | Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών |
gen. | Inter-Service Coordination Group | διυπηρεσιακή ομάδα συνεργασίας |
commun., IT | interactive higher-value service | διαλογική υπηρεσία υψηλότερης αξίας |
gen. | Interinstitutional Service for Electronic Mail | Διοργανική Υπηρεσία Ηλεκτρονικού Ταχυδρομείου |
commun. | Internet service | παροχή υπηρεσιών Ίντερνετ |
commun., IT | Internet service provider | Πάροχος Υπηρεσιών Ίντερνετ |
IT | interrupt service routine | ρουτίνα εξυπηρέτησης διακοπής |
comp., MS | interrupt service routine | ρουτίνα υπηρεσίας διακοπών (A kernel-mode interrupt that is small, very fast pieces of assembly code that map physical interrupts onto logical interrupts. ISRs are used to provide hooks back to the kernel as well as device drivers) |
tech. | interruptible service | διακοπτόμενη ζήτηση |
fin. | investment service in the securities field | επενδυτική υπηρεσία στον τομέα των κινητών αξιών |
gen. | irregular absence from service | μη κανονική απουσία από την εργασία |
commun. | Joint Committee for the postal service | Ισομερής Επιτροπή Ταχυδρομείων |
obs., polit. | Joint Interpreting and Conference Service | Κοινή υπηρεσία διερμηνείας-συνεδριάσεων |
transp. | joint planning of the capacity to be offered on an air service | από κοινού προγραμματισμός της μεταφορικής ικανότητας που πρέπει να διατίθεται για τη λειτουργία αεροπορικής γραμμής |
polit. | Language Service | Γλωσσική Υπηρεσία της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
polit. | Language Service of the General Secretariat of the Council of the European Union | Γλωσσική Υπηρεσία της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
industr., construct., met. | lehr end service man | παραλήπτης παραγωγής |
industr., construct., met. | lehr end service man | αδειαστής γαλαρίας |
gen. | Library Service cataloguing - Brussels | Υπηρεσία Βιβλιοθήκης κατάρτιση κατάλογων - Βρυξέλλες |
interntl.trade. | limitations on the total number of service operations or on the total quantity of service output expressed in terms of designated numerical units in the form of quotas or the requirement of an economic needs test | περιορισμοί ως προς το συνολικό αριθμό πράξεων στον τομέα των υπηρεσιών ή ως προς τη συνολική ποσότητα των παραγομένων υπηρεσιών, οι οποίοι εκφράζονται με καθορισμένες αριθμητικές μονάδες υπό μορφή ποσοστώσεων ή εξέτασης των οικονομικών αναγκών |
commun. | linear audiovisual media service | τηλεοπτική εκπομπή υπηρεσία |
lab.law. | Local Office of the Labour Market Service | Τοπικό γραφείο της Υπηρεσίας Αγοράς Εργασίας |
social.sc. | low threshold service | υπηρεσία άμεσης πρόσβασης |
commun. | low-tier personal communications service | PCS χαμηλής ταχύτητας |
commun. | low-tier personal communications service | υπηρεσία προσωπικών επικοινωνιών χαμηλής ταχύτητας |
commun., IT | manual observation of the service quality | χειροκίνητη παρατήρηση της ποιότητας υπηρεσίας |
transp. | many-to-few service | εξυπηρέτηση επιβατών για διαδρομές από διάφορα σημεία σε διάφορους ολιγότερους προορισμούς |
transp. | many-to-many service | εξυπηρέτηση επιβατών για διαδρομές από διάφορα σημεία σε διάφορους προορισμούς |
transp. | many-to-one service | εξυπηρέτηση επιβατών από διάφορα σημεία προς έναν προορισμό |
commun. | mean time for resumption of service | μέσος χρόνος αποκατάστασης υπηρεσίας |
commun. | measure of the quality of service | μέτρηση της ποιότητας εξυπηρέτησης |
commun. | media service provider | πάροχος υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων |
gen. | medical information service | κέντρον ιατρικών πληροφοριών |
med. | medical service contract | εξήγησις της θεραπείας από τον ιατρό στον ασθενή |
law | member of the service staff | μέλος του υπηρετικού προσωπικού |
law | members of the service staff | μέλη του υπηρετικού προσωπικού |
commun., IT | message transfer service | υπηρεσία μεταφοράς μηνυμάτων |
gen. | military service | στρατιωτικές υποχρεώσεις |
gen. | military service | στρατιωτική θητεία |
gen. | Minister for the Civil Service | Υπουργός Δημόσιας Διοίκησης |
gen. | Minister for the Civil Service | Υπουργός Δημόσιων Υπηρεσιών |
gen. | Minister for the Civil Service and Regional Affairs | Υπουργός Δημοσίων Υπηρεσιών και Περιφερειακών Υποθέσεων |
gen. | Minister for the Interior, Minister for the Civil Service and Administrative Reform | Υπουργός Εσωτερικών, Υπουργός Δημόσιας Διοίκησης και Διοικητικής Μεταρρύθμισης |
gen. | modernizing the European civil service | εκσυγχρονισμός της ευρωπαϊκής δημόσιας διοίκησης |
gen. | months of service | αρχαιότητα κατά μήνες |
commun. | multilingual vocabulary of the international postal service | πολύγλωσσο λεξιλόγιο της διεθνούς ταχυδρομικής υπηρεσίας |
commun. | multi-media service | υπηρεσία πολλών μέσων |
mater.sc. | municipal fire service | δημοτική πυροσβεστική υπηρεσία |
med. | national blood collection service | εθνική υπηρεσία αιμοδοσίας |
gen. | National Criminal Intelligence Service | Εθνική Υπηρεσία Εγκληματολογικών Πληροφοριών |
gen. | National Criminal Intelligence Service | Εθvική Υπηρεσία Εγκληματoλoγικώv Ερευvώv τoυ ΗΒ |
med. | national health service | εθνική υπηρεσία υγείας |
gen. | National Intelligence and Protection Service | Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών και Προστασίας |
gen. | National Investigation Service | Εθνική Υπηρεσία Ερευνών |
med. | night nursing service | νυχτερινός νοσοκόμος |
med. | night nursing service | αποκλειστικός νοσοκόμος νύχτας |
transp. | night-owl service time | ώρα νυχτερινής συγκοινωνίας |
commun. | non-linear audiovisual media service | μη γραμμική υπηρεσία οπτικοακουστικών μέσων |
commun. | non-linear audiovisual media service | κατά παραγγελία υπηρεσία οπτικοακουστικών μέσων |
IT | non-voice telephone service | μη-φωνητική τηλεφωνική υπηρεσία |
el. | number of service tapping positions | αριθμός θέσεων λήψης μετασχηματιστή |
med. | nursing service | νοσηλευτική υπηρεσία |
IT, geogr. | object detection service | υπηρεσία ανίχνευσης αντικειμένων |
transp. | obligations inherent in the concept of a public service | βάρη συνυφασμένα με την έννοια της δημοσίας υπηρεσίας |
gen. | Official Mail Service | Υπηρεσία Επίσημου Ταχυδρομείου |
med. | official service | επίσημη υπηρεσία |
gen. | official service pass | υπηρεσιακή ταυτότητα δημοσίου υπαλλήλου |
gov. | official whose service is terminated | αποδεσμευόμενος υπάλληλος' αποδεσμευθείς υπάλληλος |
med. | "on call" service | τηλεφωνική εφημερία |
commun. | on-demand audiovisual media service | μη γραμμική υπηρεσία οπτικοακουστικών μέσων |
transp. | one-to-many service | συγκοινωνία από μία αφετηρία σε διάφορα σημεία προορισμού |
gen. | On-line computer service | Σε επικοινωνία εξυπηρέτηση με υπολογιστή |
gen. | On-line data-base service | Υπηρεσίες βάσης δεδομένων σε επικοινωνία |
IT, geogr. | order handling service | υπηρεσία παραγγελιών |
gen. | organisation and operation of the service | οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών |
commun. | originating service of the form | υπηρεσία καταγωγής έντυπου υποδείγματος |
commun. | packet mode bearer service provided over the B and/or D channels | κομιστική υπηρεσία τρόπου πακέτου διαμέσου των διαύλων Β και D |
insur. | part service benefit | παροχή προϋπηρεσίας |
relig., pharma. | pastoral care service | μέριμνα για τη σωτηρία της ψυχής |
fin. | performance of the service | εκτέλεση υπηρεσίας |
transp. | period during which a locomotive is out of service | διάρκεια μη διαθεσιμότητας μιας μηχανής |
transp. | period during which a locomotive is out of service | διάρκεια ακινησίας μιας μηχανής |
gen. | period of after-sales service | περίοδος επέμβασης της υπηρεσίας μεταγοραστικής εξυπηρέτησης |
law | person who is authorized to accept service | αντίκλητος |
polit., law | person's address for service | τόπος επιδόσεων αντίκλητος του παραλήπτη |
polit., law | person's address for service | αντίκλητος του παραλήπτη |
med. | physician on service | γιατρός υπηρεσίας |
tax. | place where a service is supplied | τόπος παροχής υπηρεσιών |
polit. | Placement Service | Υπηρεσία Τοποθέτησης Προσωπικού |
med. | Plant Protection Service | υπηρεσία φυτοπροστασίας |
transp., avia. | point of origin of the service | σημείο αφετηρίας της υπηρεσίας |
gen. | post in the public service | θέση στη δημόσια διοίκηση |
gen. | power-operated service door | μηχανοκίνητη θύρα επιβατών |
law | Practical Handbook on the Operation of the Hague Convention of 15 November 1965 on the Service Abroad of Judicial and Extrajudicial Documents in Civil and Commercial Matters | Εγχειρίδιο για την εφαρμογή της Σύμβασης της Χάγης της 15ης Νοεμβρίου 1965 για την επίδοση και την κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις |
gen. | pre-service examination | εξέταση προ της θέσεως σε λειτουργία |
gen. | predeparture information service | υπηρεσία παροχής πληροφοριών πριν από την αναχώρηση |
mater.sc. | prediction of service behaviour | πρόβλεψη της συμπεριφοράς κατά τη λειτουργία |
commun. | premium rate service | υπηρεσία προστιθέμενης αξίας |
commun. | premium rate service | υπηρεσία πρόσθετου τέλους |
commun. | premium rate service | υπηρεσία πρώτης τάξεως |
commun. | premium rate service | υπηρεσία με πρόσθετο τέλος |
gen. | to preserve the integrity of the European public service | διατήρηση του ενιαίου χαρακτήρα του ευρωπαϊκού δημόσιου λειτουργήματος |
gen. | Press and Communication Service | Υπηρεσία Τύπου και Επικοινωνίας |
gen. | Price Control and Consumers' Protection Service | Υπηρεσία Ελέγχου Τιμών και Προστασίας Καταναλωτών |
gen. | Prime Minister, First Lord of the Treasury and Minister for the Civil Service | Πρωθυπουργός, Πρώτος Λόρδος του Δημόσιου Θησαυρού και Υπουργός Δημόσιων Υπηρεσιών |
polit. | Privileges and Documentation Service | Υπηρεσία Προνομίων και Τεκμηρίωσης |
gen. | Public Employment Service | Δημόσιες Υπηρεσίες Απασχόλησης |
med. | public health service | υπηρεσία δημόσιας υγείας |
gen. | public service | Δημόσια Διοίκηση |
gen. | public service contract | δημόσια σύμβαση υπηρεσιών |
gen. | public service obligation | υποχρέωση κοινής ωφέλειας |
gen. | public service obligation | υποχρέωση παροχής υπηρεσίας δημοσίου συμφέροντος |
gen. | public service obligation | υποχρέωση παροχής δημοσιας υπηρεσίας |
gen. | public service obligation | υποχρέωση δημόσιας υπηρεσίας |
commun. | publicly available telephone service | διαθέσιμη στο κοινό τηλεφωνική υπηρεσία |
gen. | quick service volume reservoir | αεροφυλάκιο ταχείας σύσφιξης πέδης |
commun. | radiotelegrams in the public correspondence service | ραδιοτηλεγραφήματα δημόσιας ανταπόκρισης |
work.fl., commun. | reader's advisory service | συμβουλευτική υπηρεσία αναγνωστών |
commun. | reader's service | υπηρεσία βιβλιογραφικών πληροφοριών |
commun. | reader's service | συμβουλευτική υπηρεσία αναγνωστών |
gen. | real service induced defect | ελάττωμα που προκαλείται υπό πραγματικές συνθήκες λειτουργίας |
commun., IT | receive-only service | λειτουργία μόνο λήψης |
IT | recipient of the service | αποδέκτης της υπηρεσίας |
polit., law | Registry of the Legal Service of the Council | Γραμματεία της Νομικής Υπηρεσίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
med. | rehabilitation service | υπηρεσία αποκατάστασης |
law | reimbursement for the discharge of certain obligations inherent in the concept of a public service | η αποκατάσταση ορισμένων βαρών συνυφασμένων με την έννοια της δημοσίας υπηρεσίας |
commun. | reliable transfer service | υπηρεσία αξιόπιστης μεταφοράς |
commun. | reliable transfer service | αξιόπιστη υπηρεσία μεταφοράς |
commun. | reliable transfer service | αξιόπιστη μεταφορά |
commun., IT | reliable transfer service association | συσχέτιση αξιόπιστης υπηρεσίας μεταφοράς |
IT, dat.proc. | reliable transfer service element | στοιχείο υπηρεσίας αξιόπιστης μεταφοράς |
comp., MS | Remote Authentication Dial-In User Service | Υπηρεσία απομακρυσμένου ελέγχου ταυτότητας χρηστών εισερχόμενων κλήσεων (A proposed Internet protocol in which an authentication server provides authorization and authentication information to a network server to which a user is attempting to link) |
gen. | requirement of the service | υπηρεσιακή ανάγκη |
gov., social.sc. | requirements of the service | ανάγκες της υπηρεσίας |
gen. | requirements of the service | ανάγκη της υπηρεσίας |
gen. | rescue service | υπηρεσία διάσωσης |
lab.law. | retirement in the interests of the service | της απομακρύνσεως από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας |
gen. | retrieval service | υπηρεσία ανάκτησης |
comp., MS | RM activation service | υπηρεσία ενεργοποίησης Διαχείρισης Δικαιωμάτων (The Microsoft service responsible for placing a secure repository on an end user's computer) |
transp., mil., grnd.forc. | road service type | τύπος οδικής εξυπηρέτησης |
gov. | Rules of Procedure of the European Union Civil Service Tribunal | Κανονισμός Διαδικασíας του Δικαστηρíου Δημóσιας Διοíκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
gov. | salaries in the public service | μισθοί στο δημόσιο τομέα |
gen. | salaries in the public service | μισθοί στις δημόσιες υπηρεσίες |
gen. | operate scheduled service | εκτελώ τακτική αεροπορική γραμμή |
gen. | search and rescue service | έρευνα και διάσωση ; υπηρεσίες έρευνας και διάσωσης |
gen. | secondment in the interests of the service | απόσπαση προς το συμφέρον της υπηρεσίας |
comp., MS | Secure Store Service | Υπηρεσία ασφαλούς αποθήκευσης διαπιστευτηρίων (The shared service that securely stores credential sets for external data sources and associates those credential sets to identities of individuals or to group identities. This service can be used to support a variety of solutions. For example, the stored credentials can be leveraged by certain applications to enable single sign-on) |
polit. | Security Directorate of the European External Action Service | Διεύθυνση Ασφαλείας της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης |
gen. | security service | Μυστικές Στρατιωτικές Υπηρεσίες |
gen. | security service | υπηρεσία ασφαλείας |
gen. | self-service shop | σέλφ-σέρβις |
econ. | self-service store | σέλφ-σέρβις |
transp. | self-drive car-hire service | υπηρεσία ενοικίασης αυτοκινήτων χωρίς οδηγό |
commun. | selling of the service to the customer | πώληση υπηρεσιών στον πελάτη |
commun. | semi-automatic observation of the service quality | ημιαυτόματη παρατήρηση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών |
commun., IT | send-only service | λειτουργία μόνον-εκπομπής |
gen. | 800-service | ατελοκλησάριθμος |
gen. | 800-service | αριθμός ατελούς κλήσης |
comp., MS | service access point | σημείο πρόσβασης υπηρεσίας (A logical address that allows a system to route data between a remote device and the appropriate communications support) |
gov. | service accommodation provided by the institution | υπηρεσιακή κατοικία, τα έξοδα της οποίας βαρύνουν το όργανο |
gov., construct. | service accommodation provided by the institution | υπηρεσιακή κατοικία τα έξοδα της οποίας βαρύνουν το θεσμικό όργανο |
gen. | service allowance | επίδομα καθηκόντων |
commun., IT | service area of the transponder | περιοχή που καλύπτει ο επαναλήπτης |
gen. | " Service Assessment " report on local staff | "Φύλλο αξιολόγησης εργασίας" για τους τοπικούς υπαλλήλους |
commun. | service availability and reliability performance concepts | έννοιες επίδοσης,διαθεσιμότητας και αξιοπιστίας υπηρεσίας |
commun., IT | service availability performance | επίδοση διαθεσιμότητας υπηρεσίας |
transp., mil., grnd.forc. | service braking performance and efficiency | επιδόσεις και απόδοση κύριου συστήματος πέδησης |
gen. | service braking system | σύστημα πέδησης πορείας |
gen. | service card | υπηρεσιακό δελτίο' υπηρεσιακή ταυτότητα |
gen. | service charge | επιβάρυνση σέρβις |
earth.sc., construct. | service combination of actions | συνδυασμός δράσεων χρήσης |
gen. | service contract | δημόσια σύμβαση υπηρεσιών |
gen. | service contract awarded in the interests of the Commission | σύμβαση παροχής υπηρεσιών που συνάπτεται προς το συμφέρον της Επιτροπής |
gen. | service contractor | γενικός ανάδοχος |
gen. | service contractor | επίσημος ανάδοχος |
med. | service corridor | διάδρομος υπηρεσίας |
commun., IT | 800 service database | βάση δεδομένων υπηρεσίας 800 |
gen. | service door | θύρα επιβατών |
law | service effected by posting it on the court notice board | κλήτευση με ανακοίνωση σε σχετικό πίνακα του δικαστηρίου |
gen. | service employment | απασχόληση στον τομέα της παροχής υπηρεσιών |
social.sc. | service for the elderly | υπηρεσίες προς τους ηλικιωμένους |
market., agric. | service for the keeping of farm accounts | υπηρεσία για την τήρηση λογιστικών στοιχείων των εκμεταλλεύσεων |
fin., agric. | Service for the management of agricultural products | Υπηρεσία Διαχειρίσεως Αγοράς Γεωργικών Προϊόντων |
fin., agric. | Service for the management of agricultural products | Υπηρεσία Διαχείρισης Αγοράς Γεωργικών Προϊόντων |
transp. | service for the provision of in flight-catering | υπηρεσίες για την παροχή τροφοδοσίας κατά την πτήση |
transp. | service for the provision of in-flight catering | υπηρεσίες τροφοδοσίας για τα γεύματα εν πτήσει |
polit., law | service for the purpose of the proceedings | επιδόσεις για τους σκοπούς της διαδικασίας |
econ. | service in the general economic interest | υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος |
gen. | service level agreement | συμφωνία επιπέδου υπηρεσιών |
gen. | service level agreement | συμφωνία επιπέδου εξυπηρέτησης |
patents. | service marks | σήματα χρησιμοποιούμενα δια την πώλησιν ή διαφήμισιν υπηρεσιών |
lab.law. | service mechanic | ηλεκτρολόγος συσκευών οικιακής χρήσεως |
lab.law. | service mechanic | ραδιοτεχνίτης και επισκευαστής τηλεοράσεων |
gen. | service of public interest | υπηρεσία δημοσίου συμφέροντος |
law | service of the application | επίδοση του δικογράφου της προσφυγής |
polit., law | service of the application on the defendant | επίδοση του δικογράφου της προσφυγής στον καθού |
transp. | service offered to the customers | υπηρεσίες που προσφέρονται στον καταναλωτή |
commun. | service order | εντολή παροχής υπηρεσίας |
gen. | service personnel of consular offices | προσωπικό που υπηρετεί στις προξενικές υπηρεσίες |
gen. | service personnel of diplomatic representative offices | προσωπικό που υπηρετεί στις διπλωματικές αποστολές |
gen. | service pressure | πίεση υπηρεσίας |
gen. | service pressure | πίεση παροχής |
commun. | service provided at a loss | υタηρεσίες που παρέχονται με ζημία |
commun., IT | service provider | Πάροχος Υπηρεσιών Ίντερνετ |
comp., MS | Service Provider Interface | διασύνδεση υπηρεσίας παροχής (Calling conventions that back-end services use to make themselves accessible to front-end applications) |
transp., mech.eng. | service rate | ρυθμός κανονικής πέδησης |
gen. | service record book | στρατιωτικό βιβλιάριο |
forestr. | service recorder | καταγραφικό συντήρησης |
gen. | service reservoir | υδαταποθήκη υπηρεσίας,υδατόπυργος |
IT, dat.proc. | service routine | βοηθητική ρουτίνα |
forestr. | service technician | τεχνικός συντήρησης |
forestr. | service technician | συντηρητής |
econ., fin. | service that supports economic development | υπηρεσία στήριξης της οικονομικής ανάπτυξης |
fin. | to service the borrowing | εξυπηρέτηση του δανείου |
commun. | service type | τύπος υπηρεσίας |
astronaut., transp. | service type door | Πόρτα εξυπηρέτησης |
mater.sc. | service value | τιμή χρήσης |
forestr. | service wagon | όχημα τεχνικής υποστήριξης |
gen. | service water | νερό βιομηχανικής χρήσης |
commun. | short distance service | υπηρεσία μικρής απόστασης |
ed. | short in-service training seminars for teachers | σεμινάρια μικρής διάρκειας για τη συνεχή εκπαίδευση του διδακτικού προσωπικού |
IT | short message service cell broadcast | κυψελική εκπομπή υπηρεσίας μικρών μηνυμάτων |
commun. | short message service center | κέντρο υπηρεσίας βραχέων μηνυμάτων |
commun. | short message service centre | κέντρο υπηρεσίας βραχέων μηνυμάτων |
transp. | short-distance road service | οδική υπηρεσία μικρών αποστάσεων |
transp. | short-distance road service | οδική υπηρεσία μικρής περιμέτρου |
transp. | short-haul road service | οδική υπηρεσία μικρών αποστάσεων |
transp. | short-haul road service | οδική υπηρεσία μικρής περιμέτρου |
transp. | short-sea shipping service | γραμμή θαλασσίων μεταφορών μικρών αποστάσεων |
gen. | short-to medium term enrichment service | βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες υπηρεσίες εμπλουτισμού |
commun. | short-wave broadcasting service | υπηρεσία ραδιοφωνίας βραχέων κυμάτων |
gen. | shuttle service | ειδική διαδρομή |
gen. | shuttle service | ειδικό δρομολόγιο |
gen. | silver service | σερβίρισμα από γκαρσόνι |
gen. | silver service | σερβίρισμα στο τραπέζι |
mater.sc., mech.eng. | single service pack | συσκευασία μερίδας |
transp. | single-service pallet one-way pallet | μη επιστρεφόμενη παλέτα |
commun., IT | single-media service | υπηρεσία ενός μέσου |
transp. | slow goods service | μικρή ταχύτητα |
social.sc. | social service for the blind | κοινωνική περίθαλψη των τυφλών |
commun., IT | source database service | υπηρεσία πρωτογενών βάσεων δεδομένων |
IT, geogr. | spatial data service type | τύπος υπηρεσίας χωρικών δεδομένων |
gen. | special leave for military service or other national service | ειδική άδεια για την εκπλήρωση στρατιωτικής ή ανάλογης πολιτικής θητείας |
law | staff of the external departments of the prison service | προσωπικό εξωτερικών υπηρεσιών της σωφρονιστικής υπηρεσίας |
IT, geogr. | standing order service | υπηρεσία διαχείρισης πάγιων εντολών |
gen. | State Border Service | Κρατική Υπηρεσία Συνόρων |
energ.ind. | station service consumption | ιδιοκατανάλωση |
energ.ind. | station service load | ισχύς φορτίου εσωτερικής κατανάλωσης |
ed. | encourage students to take in-service courses in firms | προγράμματα συμμετοχής σπουδαστών σε επιχειρήσεις |
commun., IT | subscriber's transfer service | αυτόματη μεταφορά κλήσης από συνδρομητή σε συνδρομητή |
IT | subscriber's transfer service | αυτόματη μεταφορά κλήσης |
gen. | subscription data service | συνδρομητική υπηρεσία δεδομένων |
commun., IT | sub-voice digital data service | υπηρεσία ψηφιακής μετάδοσης με κυκλώματα |
econ., market. | supply of a service | παροχή υπηρεσίας |
commun. | supply of a telephone service to the public | προμήθεια τηλεφωνικής υπηρεσίας στο κοινό |
transp. | surface transport service | μεταφορά στο έδαφος |
coal. | to take out of service | θέτω εκτός λειτουργίας |
commun. | telecommunications service available to the public | δημόσια υπηρεσία μεταφοράς τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών |
commun. | telex service | υπηρεσία ΤΕLEX ; τηλετυπική υπηρεσία |
gen. | temporary interruption of service at 60% remuneration | αναστολή εργασίας με καταβολή του 60% των αποδοχών |
gen. | to terminate the service of officials | αποχώρηση υπαλλήλων |
gen. | termination of service | oριστική λήξη των καθηκόντων |
gen. | termination of service | λήξη των καθηκόντων |
gen. | termination of service | αποδέσμευση |
gen. | termination-of-service arrangement | ρυθμίσεις περί τερματισμού της ενεργού υπηρεσίας |
unions. | The Association of Independent Officials for the Defence of the European Civil Service | ΄Ενωση Ανεξάρτητων Υπαλλήλων για την Υπεράσπιση της Ευρωπαϊκής Δημόσιας Υπηρεσίας |
gov. | the civil service to which he belongs | υπηρεσία από την οποία προέρχεται ο υπάλληλος |
econ. | the person providing a service may, in order to do so | εκείνος που παρέχει υπηρεσία δύναται για την εκτέλεση αυτής... |
gen. | the rules governing the service of the Registrar | η υπηρεσιακή κατάσταση του γραμματέα |
law | the service of a judicial document causes time to begin to run | με την επίδοση δικαστικού εγγράφου αρχίζουν να τρέχουν οι προθεσμίες |
transp., avia. | the traffic covered by the air service applied for | η συγκοινωνία την οποία θα κάλυπτε η αιτούμενη αεροπορική υπηρεσία |
unions., geogr. | tiling change service | υπηρεσία αλλαγής της παράθεσης δεδομένων |
el. | time dissemination service | υπηρεσία μετάδοσης σημάτων ώρας |
patents. | time of rendering of the service | χρόνος παροχής της υπηρεσίας |
life.sc. | time service | διατήρηση του χρόνου |
med. | time-consuming advisory service | ιατρική επίσκεψη μεγάλης διάρκειας |
transp. | Trans-Europ-Express Merchandise Service | Διευρωπαϊκή Ταχεία Εμπορική Αμαξοστοιχία |
IT, geogr. | transfer service | υπηρεσία μεταφοράς |
gen. | translation service | μεταφραστική υπηρεσία |
polit. | Treasury Service | Υπηρεσία Ταμείου |
fin., IT | T2S network service provider | παροχέας υπηρεσιών δικτύου του T2S |
fin., IT | type of account and service restriction-PAN | περιορισμοί είδους λογαριασμού και υπηρεσιών βασικού λογαριασμού |
fin., IT | type of account and service restriction-SAN-1 | περιορισμοί είδους λογαριασμού και υπηρεσιών δευτερεύοντος λογαριασμού.1 |
commun. | type of service | είδος υπηρεσίας |
gen. | unemployed on termination of service | ευρισκόμενοι χωρίς εργασία μετά τη λήξη της υπηρεσίας τους |
commun. | uniform service order code | ομοιόμορφος κωδικός παραγγελίας υπηρεσίας |
commun. | Universal Personal Telecommunications Service | Υπηρεσία Παγκόσμιων Προσωπικών Τηλεπικοινωνιών |
gen. | user oriented service | λειτoυργία πρoσαvατoλισμέvη στo ?ρήστη |
gen. | user service | υπηρεσία-αιτών |
comp., MS | User Services service | Υπηρεσία πληροφοριών χρήστη (A Lync Server service that is used to help maintain presence information for users and to manage meetings and conferences) |
commun., IT | user's readiness to accept the service | ετοιμότητα του χρήστη να αποδεχτεί τις υπηρεσίες |
commun., IT | value-added data service | υπηρεσία προστιθέμενης αξίας |
commun., IT | value-added network service | υπηρεσίες προστιθέμενης αξίας |
commun. | value-added network service | δικτυακή υπηρεσία προστιθέμενης αξίας |
commun., IT | value-added network service | υπηρεσία προστιθέμενης αξίας |
commun., nat.sc. | value-added service | υπηρεσία προστιθέμενης αξίας |
commun., nat.sc. | value-added service | παροχέας υπηρεσίας προστιθεμένης αξίας |
IT | value-added service provider | παροχέας υπηρεσίας προστιθέμενης αξίας |
gen. | videotex service provider | προμηθευτής υπηρεσίας μαγνητοσκοπιοκειμένου |
gen. | videotex service provider | προμηθευτής υπηρεσίας βιντεοκειμένου |
commun. | voice mail service | υπηρεσία φωνητικού ταχυδρομείου |
commun. | voice message service | υπηρεσία φωνομηνυμάτων |
commun. | voice telephony service | υπηρεσία φωνητικής τηλεφωνίας |
transp., avia. | voice-automatic terminal information service | φωνητική αυτόματη υπηρεσία πληροφοριών τερματικού |
med. | voluntary service activities | δραστηριότητες εθελοντικής παροχής υπηρεσιών |
gen. | voluntary termination of service | εθελουσία έξοδος από την υπηρεσία |
social.sc. | welfare service for the blind | κοινωνική περίθαλψη των τυφλών |
construct. | White Paper on defending and promoting the public service | Λευκό Βιβλίο για την άμυνα και την προώθηση του δημοσίου λειτουργήματος |
econ. | women's military service | θητεία γυναικών |
comp., MS | Work Management Service | Υπηρεσία διαχείρισης εργασίας (A SharePoint shared service that aggregates tasks that systems such as SharePoint, Project Server, and Exchange assign to users) |
energ.ind. | World Information Service on Energy | Παγκόσμιο σύστημα πληροφοριών για την ενέργεια |
commun. | world-wide standard-frequency and time-signal service | εξυπηρέτηση σε παγκόσμια κλίμακα πρότυπης συχνότητας και σημάτων χρόνου |