DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Chemistry containing self | all forms | exact matches only
EnglishGreek
self-accelerating decomposition temperatureθερμοκρασία αυτοεπιταχυνόμενης διάσπασης
self-accelerating decomposition temperatureθερμοκρασία αυτοεπιταχυνόμενης αποσύνθεσης
self-clean ovenαυτοκαθαριζόμενος φούρνος
self cleaning paintαυτοκαθαριζόμενο χρώμα
self-clinkering generatorαεριογόνος συσκευή με αυτόματη απομάκρυνση της σκωρίας
self-clinkering producerαεριογόνος συσκευή με αυτόματη απομάκρυνση της σκωρίας
self-contained pressαυτόνομη πρέσα
self extinguishing paintαυτοσβεννύμενο χρώμα
Self-heating in large quantitiesΣε μεγάλες ποσότητες αυτοθερμαίνεται: μπορεί να αναφλεγεί.
Self-heating: may catch fire.Αυτοθερμαίνεται: μπορεί να αναφλεγεί.
self-heating substanceαυτοθερμαινόμενη ουσία
self-heating substance or mixtureαυτοθερμαινόμενη ουσία ή μείγμα
self-ignition temperatureθερμοκρασία αυταναφλέξεως
self-liftingφούσκωμα
self-lubricatingαυτολίπανση
self-luminescent paintαυτοφωτοβόλο χρώμα
self-reactive substanceαυτοαντιδρώσα ουσία
self-reactive substances or mixturesαυτοαντιδρώσες ουσίες ή μείγματα
self-reinforcingαυτοενισχυτικό
self-sealing jointσύνδεσμος ξηράς φραγής
self-sealing jointξηρός σύνδεσμος
self-sealing tankαυτοστεγανοποιούμενη δεξαμενή
self-steaming producerαεριογόνος συσκευή αυτοπαραγωγός ατμού
self-sustained exothermic chemical reactionεξώθερμη αυτοσυντηρούμενη χημική αντίδραση
self-sustaining decompositionαυτοσυντηρούμενη αποσύνθεση
self-tapping teeαυτοδιατρητικό ταύ