DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Electronics containing scheduled | all forms | exact matches only
EnglishGreek
scheduled jobχρονοπρογραμματισμένο έργο
scheduled operationπρογραμματισμένη λειτουργία
scheduled outageπρογραμματισμένη εκτός
scheduled outageπρογραμματισμένη διακοπή
scheduled-outage durationδιάρκεια προγραμματισμένης κατάστασης εκτός λειτουργίας
scheduled reporting signalσήμα για προγραμματισμένη αναφορά