DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Commerce containing sales | all forms | exact matches only
EnglishGreek
Convention on the Law Applicable to the International Sale of GoodsΣύμβαση για το εφαρμοστέο Δίκαιο όσον αφορά τη μεταβίβαση κυριότητας στη διεθνή πώληση ενσώματων κινητών πραγμάτων
Convention relating to a Uniform Law on the International Sale of GoodsΣύμβαση περί ενιαίου νόμου για τη διεθνή πώληση ενσώματων κινητών πραγμάτων
credit-saleπώληση με δόσεις
credit-saleπώληση επί πιστώσει
direct sale to the final consumerαπευθείας πώληση στον τελικό καταναλωτή
door-to-door salesπώληση πόρτα-πόρτα
door-to-door salesκατ' οίκον πώληση
fare sales pointπρακτορείο εισιτηρίων
general sales agentγενικός πράκτορας πωλήσεων
instalment credit saleπώληση επί πιστώσει
instalment credit saleπώληση με δόσεις
instalment saleπώληση επί πιστώσει
open market sales and purchasesπωλήσεις και αγορές στην ελεύθερη αγορά
retail energy sales companyεταιρεία λιανικής πώλησης ενέργειας
sale by retailλιανική πώληση
sale by retailεμπόριο λιανικής πώλησης
sale on instalmentπώληση επί πιστώσει
sales areaαγορά
sales managerπροïστάμενος πωλήσεως
sales supervisorεπιμελητής πωλήσεων
small distributor, small distribution system operator and small retail energy sales companyμικροδιανομέας, μικρός διαχειριστής συστημάτων διανομής και μικροεταιρεία λιανικής πώλησης
UN Convention on Contracts for the International Sale of GoodsΣύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων
unfair sales practiceαθέμιτες εμπορικές πρακτικές
United Nations Convention on Contracts for the International Sale of GoodsΣύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων
Vienna Sales ConventionΣύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων
volume of sales or purchases made by the wholesale and retail tradesόγκος των πωλήσεων ή των αγορών που πραγματοποιούνται από το χονδρικό και λιανικό εμπόριο