Subject | English | Greek |
food.ind. | Better Training for Safer Food programme | πρόγραμμα καλύτερης κατάρτισης για ασφαλέστερα τρόφιμα |
food.ind. | Better Training for Safer Food programme | Πρωτοβουλία "Καλύτερη κατάρτιση για ασφαλέστερα τρόφιμα" |
comp., MS | browser-safe | ανεξάρτητο από πρόγραμμα περιήγησης (Designed to be used with a range of Web browsers. For example, a browser-safe color palette protects against color flashing or inaccurate color mapping, problems common to pictures whose palettes are incompatible with certain browsers) |
comp., MS | browser-safe palette | παλέτα χρωμάτων ανεξάρτητη από πρόγραμμα περιήγησης (A palette of colors designed to display pictures on the Web, regardless of the browser or operating system used. A browser-safe color palette protects against color-flashing or inaccurate color mapping) |
transp., environ., el. | Code for the Safe Carriage of Irradiated Nuclear Fuel, Plutonium and High-Level Radioactive Wastes in Flasks on board Ships | κώδικας του ΙΜΟ για την ασφαλή μεταφορά, σε δοχεία, επί πλοίων, ακτινοβολημένων πυρηνικών καυσίμων, πλουτωνίου και εντόνως ραδιενεργών αποβλήτων |
transp., environ., el. | Code for the Safe Carriage of Irradiated Nuclear Fuel, Plutonium and High-Level Radioactive Wastes in Flasks on board Ships | κώδικας INF |
transp., polit., UN | Code of Practice for the Safe Loading and Unloading of Bulk Carriers | κώδικας BLU |
transp., environ., UN | Code of Safe Practice for Solid Bulk Cargoes | κώδικας πρακτικών κανόνων του IMO για την ασφαλή μεταφορά στερεών φορτίων χύδην |
transp., environ., UN | Code of Safe Practice for Solid Bulk Cargoes | κώδικας BC |
social.sc., health., min.prod. | Code of Safe Practices for Cargo Stowage and Securing | Συλλογή πρακτικών κανόνων για την ασφαλή στοιβασία και την πρόσδεση των φορτίων |
transp. | collection and safe keeping of luggage | περισυλλογή και ασφαλής φύλαξη των αποσκευών |
transp., avia. | colour safe | οπτοχρωματικά ασφαλής |
gen. | commissions for the safe custody and administration of securities | δικαιώματα φυλάξεως και διαχειρίσεως των τίτλων |
IT | Committee for implementation of the multiannual Community action plan on promoting safer use of the Internet | Επιτροπή για την εφαρμογή του πολυετούς κοινοτικού προγράμματος δράσης για την προώθηση της ασφαλέστερης χρήσης του Ίντερνετ |
transp., polit. | Committee on Safe Seas | επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία |
transp., polit. | Committee on Safe Seas | επιτροπή για την ασφάλεια στη θάλασσα |
fish.farm. | Committee on Safe Seas | Επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία' Επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία |
transp., polit. | Committee on Safe Seas and the Prevention of Pollution from Ships | επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία |
transp., polit. | Committee on Safe Seas and the Prevention of Pollution from Ships | επιτροπή για την ασφάλεια στη θάλασσα |
fish.farm. | Committee on Safe Seas and the Prevention of Pollution from Ships | Επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία' Επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία |
gen. | Committee on Safe Seas and the Prevention of Pollution from Ships | Επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία |
polit. | Committee on the multiannual Community action plan on promoting safe use of the Internet 1999-2002 | Επιτροπή για την εφαρμογή του πολυετούς κοινοτικού σχεδίου δράσης με στόχο την προώθηση της ασφαλούς χρήσης του Internet 1999-2002 |
transp., nautic. | common policy of safe seas | κοινή πολιτική για την ασφάλεια στη θάλασσα |
transp., polit. | Common Policy on Safe Seas | κοινή πολιτική για την ασφάλεια στη θάλασσα |
commun., transp. | compass safe distance | απόσταση ασφαλείας πυξίδας |
immigr. | concept of safe third country | αρχής της ασφαλούς τρίτης χώρας |
immigr. | concept of safe third country | έννοια της ασφαλούς τρίτης χώρας |
nucl.pow. | critically safe tank | ασφαλής δεξαμενή για την αποφυγή της κρισιμότητας |
el. | critically safe tank | δεξαμενή ασφαλής ως προς την αποφυγή της κρισιμότητας |
IT | Cybersecurity Strategy of the European Union: An Open, Safe and Secure Cyberspace | Στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο: Για έναν ανοικτό, ασφαλή και προστατευμένο κυβερνοχώρο |
transp., avia. | declared safe area | δηλωθείσα ασφαλής περιοχή |
chem. | Eliminate all ignition sources if safe to do so. | Απομακρύνετε τις πηγές ανάφλεξης, εάν αυτό μπορεί να γίνει χωρίς κίνδυνο. |
environ. | environmentally safe alternative substances | περιβαλλοντικά ασφαλείς εναλλακτικές ουσίες |
life.sc., agric., food.ind. | extended history of safe use | μακρό ιστορικό ασφαλούς χρήσης |
tech., mater.sc. | fail safe | προστασία από βλάβη |
gen. | fail safe | ασφαλές κατά την αστοχία |
transp., mater.sc. | fail-safe | ασφαλές από αστοχία |
transp., mater.sc. | fail safe | ασφαλές από αστοχία |
transp. | fail-safe | ασφαλή κατάσταση |
gen. | fail-safe | σύστημα θετικής σφάλειας |
industr. | fail-safe component | στοιχείο ασφάλειας σε περίπτωση αστοχίας |
chem., el. | fail-safe control | προς τη μεριά της ασφάλειας |
transp., mater.sc. | fail safe design | σχεδιασμός ολικής ασφάλειας |
gen. | "fail safe" design | σχεδιασμός για "ασφαλή αστοχία" |
mech.eng., construct. | fail safe lock | κλειδαριά με έλεγχο έναντι σφάλματος |
mech.eng., construct. | fail safe lock | κλειδαριά ασφαλείας |
transp. | fail-safe principle | σύστημα ασφαλείας σε περίπτωση βλάβης |
agric. | fail-safe principle | αρχή της εξασφάλισης έναντι αστοχίας |
gen. | fireproof safe | πυρασφάλεια |
mun.plan. | food-safe | φανάρι |
mun.plan. | food-safe | έπιπλο φύλαξης τροφίμων |
gen. | geometrically safe | γεωμετρικώς ασφαλής |
mun.plan. | hanging food safe | φανάρι |
mun.plan. | hanging food safe | κρεμαστό οψοφυλάκιο |
food.ind. | history of safe food use | ιστορικό ασφαλούς χρήσης τροφίμου |
transp., nautic. | Hong Kong International Convention for the Safe and Environmentally Sound Recycling of Ships | Διεθνής σύμβαση του Χονγκ Κονγκ για την ασφαλή και φιλική προς το περιβάλλον ανακύκλωση πλοίων |
transp., nautic., environ. | IMO code for the safe carriage of irradiated nuclear fuel, plutonium and high-level radioactive wastes in flasks on board ships | ο κώδικας για την ασφαλή μεταφορά, σε δοχεία, επί πλοίων, ακτινοβολημένων πυρηνικών καυσίμων, πλουτωνίου και εντόνως ραδιενεργών αποβλήτων' o "κώδικας INF" |
transp., nautic., environ. | IMO Code of Safe Practice for Solid Bulk Cargoes | Κώδικας Ασφαλούς Πρακτικής Στερεών Φορτίων Χύμα |
chem. | In case of fire: Stop leak if safe to do so. | Σε περίπτωση πυρκαγιάς: Σταματήστε τη διαρροή, εφόσον δεν υπάρχει κίνδυνος. |
law | in the event of the safe arrival of the cargo at the place of destination | σε περίπτωση αφίξεως στον τόπο προορισμού χωρίς ζημία του φορτίου |
transp., nautic., environ. | International Code for the Safe Carriage of Packaged Irridiated Nuclear Fuel, Plutonium and High Level Radioactive Wastes on Board Ships | ο κώδικας για την ασφαλή μεταφορά, σε δοχεία, επί πλοίων, ακτινοβολημένων πυρηνικών καυσίμων, πλουτωνίου και εντόνως ραδιενεργών αποβλήτων' o "κώδικας INF" |
law | International Convention for Safe Containers | Διεθνής Σύμβαση για ασφαλή εμπορευματοκιβώτια |
transp., nautic. | International Management Code for the safe operation of ships and for pollution prevention | Διεθνής κώδικας διαχείρισης της ασφάλειας |
law, transp., environ. | International Management Code for the Safe Operation of Ships and for Pollution Prevention | Διεθνής κώδικας διαχείρισης για την ασφαλή ναυσιπλοΐα και την πρόληψη της ρύπανσης |
transp., nautic. | International Management Code for the safe operation of ships and for pollution prevention | Διεθνής Κώδικας διαχείρισης για την ασφαλή λειτουργία των πλοίων και για την πρόληψη ρύπανσης του περιβάλλοντος |
law, transp., environ. | International Management Code for the Safe Operation of Ships and for Pollution Prevention | διεθνής κώδικας διαχείρισης για την ασφαλή λειτουργία των πλοίων και την πρόληψη ρύπανσης του περιβάλλοντος |
transp. | to maintain a safe watch | τήρηση ασφαλούς φυλακής |
earth.sc. | maintaining shut-down plant in a safe condition | διατήρηση των σταματημένων εγκαταστάσεων σε ασφαλή κατάσταση |
account. | maintaining the confidentiality and safe custody of the working papers | εξασφάλιση του απορρήτου και φύλαξη των εγγράφων εργασίας |
mech.eng. | manual make-safe | χειροκίνητη ασφάλιση |
mun.plan. | manufacture of metal furniture,including safes | κατασκευή μεταλλικών επίπλων,συμπεριλαμβανομένων και των χρηματοκιβωτίων |
transp., tech. | maximum safe airspeed indicator | ενδείκτης μέγιστης ασφαλούς ταχύτητας αέρα |
astronaut., transp. | maximum safe operating limit | Μέγιστο όριο ασφαλούς λειτουργίας |
transp., avia. | minimum safe altitude | ελάχιστο ασφαλές ύψος πτήσης |
transp. | minimum safe altitude | ελάχιστο ύψος ασφάλειας |
commun., transp. | minimum safe altitude | ελάχιστο ύψος ασφαλείας |
transp., avia. | minimum safe altitude | Ελάχιστο ασφαλές ύψος |
transp. | minimum safe headway | ελάχιστη χρονική διάρκεια επακολουθίας οχημάτων τεχνικώς εξασφαλισμένη |
commun., transp. | minimum safe height | ελάχιστο ύψος ασφαλείας |
IT, transp., tech. | minimum safe manning | ελάχιστος απαιτούμενος αριθμός επάνδρωσης |
transp., nautic., UN | minimum safe manning document | έγγραφο ελάχιστης ασφαλούς επάνδρωσης |
transp., nautic., UN | minimum safe manning document | πιστοποιητικό ασφαλούς επάνδρωσης |
transp., nautic., UN | minimum safe manning document | έγγραφο για τον ελάχιστο ασφαλή αριθμό επάνδρωσης |
astronaut., transp. | minimum safe operating limit | Ελάχιστο όριο ασφαλούς λειτουργίας |
commun. | Multiannual Community action plan on promoting safer use of the Internet by combating illegal and harmful content on global networks | Πολυετές κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για την προώθηση της ασφαλέστερης χρήσης του Ίντερνετ μέσω της καταπολέμησης του παράνομου και βλαβερού περιεχομένου στα παγκόσμια δίκτυα |
commun. | multiannual Community Programme on promoting safer use of the Internet and new online technologies | Πολυετές κοινοτικό πρόγραμμα για προαγωγή ασφαλέστερης χρήσης του Ίντερνετ και νέων επιγραμμικών τεχνολογιών |
gen. | Multiannual programme of action in the nuclear sector, relating to the safe transport of radioactive materials and to safeguards and industrial cooperation to promote certain aspects of the safety of nuclear installations in countries currently participating in the Tacis programme | Πολυετές πρόγραμμα δράσεων στον πυρηνικό τομέα σχετικά με την ασφαλή μεταφορά ραδιενεργών υλικών, τους ελέγχους των διασφαλίσεων και τη βιομηχανική συνεργασία ώστε να προωθηθούν ορισμένα ζητήματα ασφάλειας των πυρηνικών εγκαταστάσεων στις χώρες που συμμετέχουν προς το παρόν στο πρόγραμμα Tacis |
transp., polit., el. | Multiannual Programme 1998-2002 of Actions in the nuclear sector, relating to the safe transport of radioactive materials and to safeguards and industrial cooperation to promote certain aspects of the safety of nuclear installations in countries currently participating in the TACIS programme | πρόγραμμα SURE |
transp., energ.ind., nucl.phys. | multiannual programme of actions in the nuclear sector, relating to the safe transport of radioactive materials and to safeguards and industrial cooperation to promote certain aspects of the safety of nuclear installations in countries currently participating in the TACIS programme | Πολυετές πρόγραμμα δραστηριοτήτων στον πυρηνικό τομέα, σχετικά με την ασφάλεια μεταφοράς των ραδιενεργών υλικών καθώς και με τον έλεγχο των διασφαλίσεων και την βιομηχανική συνεργασία, κατά τρόπο ώστε να προωθούνται ορισμένα ζητήματα ασφαλείας των πυρηνικών εγκαταστάσεων στις χώρες που συμμετέχουν προς το παρόν στο πρόγραμμα TACIS - Πρόγραμμα SURE |
transp., polit., el. | Multiannual Programme 1998-2002 of Actions in the nuclear sector, relating to the safe transport of radioactive materials and to safeguards and industrial cooperation to promote certain aspects of the safety of nuclear installations in countries currently participating in the TACIS programme | πολυετές πρόγραμμα δραστηριοτήτων 1998-2002 στον πυρηνικό τομέα, σχετικά με την ασφάλεια μεταφοράς των ραδιενεργών υλικών, καθώς και με τον έλεγχο της ασφάλειας και τη βιομηχανική συνεργασία, κατά τρόπον ώστε να προωθούνται ορισμένα ζητήματα ασφάλειας των πυρηνικών εγκαταστάσεων στις χώρες που συμμετέχουν προς το παρόν στο πρόγραμμα TACIS |
transp., polit., el. | Multiannual Programme of actions in the nuclear sector, relating to the safe transport of radioactive materials and to safeguards and industrial cooperation to promote safety features of nuclear installations in countries participating in the TACIS-programme | πρόγραμμα SURE |
transp., polit., el. | Multiannual Programme of actions in the nuclear sector, relating to the safe transport of radioactive materials and to safeguards and industrial cooperation to promote safety features of nuclear installations in countries participating in the TACIS-programme | πολυετές πρόγραμμα δραστηριοτήτων 1998-2002 στον πυρηνικό τομέα, σχετικά με την ασφάλεια μεταφοράς των ραδιενεργών υλικών, καθώς και με τον έλεγχο της ασφάλειας και τη βιομηχανική συνεργασία, κατά τρόπον ώστε να προωθούνται ορισμένα ζητήματα ασφάλειας των πυρηνικών εγκαταστάσεων στις χώρες που συμμετέχουν προς το παρόν στο πρόγραμμα TACIS |
fin. | night safe | θυρίδα χρηματοκιβωτίου νυκτός |
transp. | on safe arrival | με την ασφαλή άφιξη |
fin. | ordinary open safe custody account | λογαριασμός ασφαλούς φύλαξης |
earth.sc. | radiologically safe recycling | ανακύκλωση ασφαλής από τις ακτινοβολίες |
comp., MS | safe and easy | εύκολα και με ασφάλεια (Secure and posing no difficulty) |
gen. | safe and secure environment | ασφαλές και προστατευμένο περιβάλλον |
transp., mil., grnd.forc. | safe area | ασφαλής περιοχή |
chem. | safe/arm device | οπλικό σύστημα |
transp. | safe arrival | ασφαλής άφιξη |
transp., construct. | safe bearing capacity | φορτίο ασφάλειας |
fish.farm. | safe biological limits | ασφαλή βιολογικά όρια |
lab.law., el. | safe clearance working | εργασία σε απόσταση ασφάλειας |
comp., MS | safe code | ασφαλής κώδικας (Code that is executed by the common language runtime environment rather than directly by the operating system. Managed code applications gain common language runtime services such as automatic garbage collection, runtime type checking and security support, and so on. These services help provide uniform platform- and language-independent behavior of managed-code applications) |
transp. | safe condition | ασφαλής κατάσταση |
lab.law. | safe condition sign | σήμανση διάσωσης |
law, immigr. | safe-conduct | ασφάλιο |
gen. | safe conduct | ασυλία |
transp., avia. | safe conduct of air operations | ασφαλής διεξαγωγή των αεροπορικών δραστηριοτήτων |
law, immigr. | safe country of origin | ασφαλής χώρα καταγωγής |
immigr. | safe country of origin | ασφαλής χώρα προέλευσης |
mech.eng. | safe coupling together of vehicles | ασφαλής ζεύξη οχημάτων |
fin. | safe custody service | ενοικίαση θυρίδων |
fin. | safe custody account | λογαριασμός ασφαλούς φύλαξης |
market., fin. | safe-custody charges | δικαίωμα φύλαξης |
nucl.pow. | safe decommissioning technique | ασφαλής τεχνική παροπλισμού |
fin. | safe deposit box | θυρίδα θησαυροφυλακίου |
market., fin. | safe deposit charge | δικαίωμα φύλαξης |
fin. | safe deposit vault | Θησαυροφυλάκιο |
environ. | safe disposal | ασφαλής τελική διάθεση |
transp. | safe distance | απόσταση ασφάλειας |
health., environ. | safe drinking water | πόσιμο νερό |
law | Safe Drinking Water and Toxic Enforcement Act | διάταγμα για την ποιότητα του ποσίμου ύδατος και την τήρηση των ορίων για τις τοξικές ουσίες |
gen. | safe end | απόληξη ασφάλειας |
gen. | safe, environmentally sound reactor | ασφαλής αντιδραστήρας συμβατός με το περιβάλλον |
transp., mater.sc. | safe fatigue limit | όριο α |
transp., mater.sc. | safe fatigue limit | όριο άλφα |
astronaut., transp. | safe flight | Ασφαλής πτήση |
transp., nautic., waste.man. | safe for entry | ασφαλής προς είσοδο |
transp., nautic., waste.man. | safe for hot work | ασφαλής για εργασίες σε υψηλή θερμοκρασία |
transp., avia. | safe forced landing | ασφαλής αναγκαστική προσγείωση |
nucl.phys. | safe handling of plutonium fuel | ασφαλής χειρισμός καυσίμων πλουτωνίου |
fin. | safe harbour | καθεστώς ασφάλειας |
fin. | safe harbour | περιοχή ασφαλείας |
commer. | safe harbour | περιοχή ασφάλειας |
transp. | safe headway | απόσταση ασφαλείας |
fin. | safe-keeping account | λογαριασμός φύλαξης/παρακαταθήκης |
astronaut., transp. | safe-life | ασφαλούς ζωής |
mater.sc., met. | safe life | όριο ασφαλούς ζωής |
mater.sc., met. | safe life | ασφαλής ζωή |
mech.eng. | safe lift clips | διάταξη ακινητοποίησης |
earth.sc., mater.sc. | safe limit | όριο ασφάλειας |
comp., MS | safe list collection | συλλογή ασφαλούς λίστας (The combined data from an Office Outlook user's Safe Senders List, Safe Recipients List, Blocked Senders List, and external contacts, that is stored in Outlook and in the Exchange mailbox) |
transp. | safe load | φορτίο ασφαλείας |
transp. | safe load | επιτρεπόμενο φορτίο |
comp., MS | safe mode | ασφαλής λειτουργία (A method of starting Windows using only basic files and drivers. Safe mode is available by pressing the F8 key during startup. This allows you to start the computer when a problem prevents it from starting correctly) |
law, min.prod. | safe navigation | ασφαλής ναυσιπλοϊα |
transp. | safe operation | ασφαλής λειτουργία |
transp. | safe operation of the aviation activities | ασφαλής άσκηση των αεροπορικών δραστηριοτήτων |
transp., avia. | safe operational practices | Ασφαλείς πρακτικές λειτουργίας |
el. | safe overrange | ασφαλής περιοχή |
gen. | safe place | ασφαλές μέρος |
health. | safe product | ακίνδυνο προϊόν |
econ., tech. | safe product | ασφαλές προϊόν |
health. | SAFE programme Safety Actions for Europe aimed at improving safety, hygiene and health at work, in particular in small and medium-sized enterprises | Πρόγραμμα SAFESafety Actions for Europeπου στοχεύει στη βελτίωση της ασφάλειας,της υγιεινής και της υγείας κατά την εργασία,ιδίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις |
comp., MS | Safe Recipients List | λίστα ασφαλών παραληπτών (A list that includes the e-mail addresses of mailing lists for which you want to be a recipient. Messages sent to such a mailing list and received by you will not be treated as junk e-mail) |
comp., MS | safe sender | ασφαλής αποστολέας (A domain or a person that a user wants to always receive e-mail messages from. Users add recipients and domains to the Safe Senders list) |
comp., MS | Safe Senders List | λίστα ασφαλών αποστολέων (A list of domain names and e-mail addresses that you want to receive messages from. E-mail addresses in Contacts and in the Global Address Book are included in this list by default. People you sent messages to will be added to the list) |
chem., el. | safe-start check | κύκλωμα ελέγχου ασφαλούς ανάφλεξης |
transp. | safe stopping distance | ελάχιστη απόσταση φρεναρίσματος |
construct., wood. | safe stress | επιτρεπόμενη τάσις |
law, immigr. | safe third country | ασφαλής τρίτη χώρα |
immigr. | safe third country concept | αρχής της ασφαλούς τρίτης χώρας |
immigr. | safe third country concept | έννοια της ασφαλούς τρίτης χώρας |
immigr. | safe third country principle | αρχής της ασφαλούς τρίτης χώρας |
immigr. | safe third country principle | έννοια της ασφαλούς τρίτης χώρας |
transp., avia. | safe transport of dangerous goods by air | ασφαλής εναέρια μεταφορά επικινδύνων εμπορευμάτων |
med. | safe use of cosmetic products | ασφάλεια χρήσης των καλλυντικών |
life.sc. | safe velocity | κρίσιμος ταχύτης διαβρώσεως |
life.sc. | safe waste products dumped into the abyss by man | ακίνδυνα απόβλητα που ποντίζει ο άνθρωπος στην άβυσσο |
health., min.prod. | safe water | ασφαλές ύδωρ |
mech.eng. | safe working load | ονομαστικό φορτίο |
mech.eng. | safe working load | ασφαλές φορτίο λειτουργίας |
mech.eng. | safe working load | ωφέλιμο φορτίο ασφαλείας |
industr. | safe working practice | προφύλαξη κατά την εκτέλεση εργασιών |
life.sc., construct. | safe yield | εξησφαλισμένη παροχή |
life.sc., construct. | safe yield | ασφαλής παροχή |
sociol., IT | Safer Internet Centre | κέντρο για ασφαλή χρήση του διαδικτύου |
commun. | Safer Internet plus | Πολυετές κοινοτικό πρόγραμμα για προαγωγή ασφαλέστερης χρήσης του Ίντερνετ και νέων επιγραμμικών τεχνολογιών |
med. | safer sex | ασφαλές σεξ |
gen. | safing device | σύστημα ασφαλείας |
comp., MS | security-safe-critical | ασφαλής-κρίσιμος για την ασφάλεια (Pertaining to a type or member that accesses secure resources and can be safely used by partially trusted code in the .NET Framework) |
life.sc. | seismically safe | σεισμικά ασφαλής |
lab.law. | slide-safe sole | αντιολισθητικές σόλες |
lab.law. | slide-safe sole | αντιολισθητικά πέλματα |
lab.law. | spark-safe sole | αντιστατικές σόλες |
lab.law. | spark-safe sole | αντιστατικά πέλματα |
agric. | still safe | κώδωνας |
chem. | Stop leak if safe to do so. | Σταματήστε τη διαρροή, εφόσον δεν υπάρχει κίνδυνος. |
pharma. | substances generally recognised as safe | ουσίες που εν γένει έχουν αναγνωριστεί ότι είναι ασφαλείς |
transp. | the ship is at safe anchorage | το πλοίο βρίσκεται σε ασφαλές αγκυροβόλιο |
gen. | this material and its container must be disposed of in a safe way | Σ35 |
gen. | this material and its container must be disposed of in a safe way | λάβετε τις απαραίτητες προφυλάξεις προκειμένου να απορρίψετε το προϊόν και τη συσκευασία του |
comp., MS | thread-safe | με ασφάλεια νήματος (Pertaining to multithreaded applications and how threads share and access data) |
comp., MS | type-safe | με ασφάλεια τύπων (Pertaining to programming languages that can exchange information through commonly agreed upon definitions and usage patterns for types) |
polit. | UN resolution on safe areas | απόφαση των Η.Ε.σχετικά με την οριοθέτηση περιοχών ασφαλείας |