DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Environment containing proof | all forms | exact matches only
EnglishGreek
climate-proofανθεκτικός στην κλιματική αλλαγή
climate proofingενίσχυση της ανθεκτικότητας στην αλλαγή του κλίματος
sealed tamper-proof apparatusσφραγισμένη και ερμητικά κλεισμένη συσκευή προς αποφυγή κάθε χειροκίνητης παρέμβασης
sound-proof wallφραγμός θορύβου
sound-proofingαντιθορυβικός