DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Electronics containing proof | all forms | exact matches only
EnglishGreek
drip-proofεπιστεγασμένος
drip-proofυπόστεγος
drip-proofμηχανή προστατευμένη από κατακόρυφη πρόσπτωση
drip-proof lighting fittingφωτιστικό προστατευτικό εναντίον των σταγόνων νερού
dust proof motorθωρακισμένος κινητήρας
explosion-proof componentαντιεκρηκτικό στοιχείο
explosion proof luminaireαντιεκρηκτικό φωτιστικό
flame proof motorκινητήρας με σκελετό κατά ευφλέκτων αερίων
flame proof motorκινητήρας με προστασία κατά των ευφλέκτων αερίων
jet-proof lighting fittingφωτιστικό προστατευτικό εναντίον υδάτινης δέσμης
moisture-proof cableκαλώδιο ανθεκτικό στην υγρασία
moisture-proof lampholderστεγανή λυχνιολαβή
proof pressureασφαλής πίεση
scoop-proof connectorβύσμα προστατευμένων επαφών
short-circuit-proof outputέξοδος με προστασία από βραχυκύκλωση
test probe proofπροστατευτικό δοκιμαστικής ακίδας