DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Social science containing promoted | all forms
EnglishGreek
allowance to promote integrationεπίδομα ένταξης
Community initiative to promote equal opportunities for women in the field of employment and vocational trainingκοινοτική πρωτοβουλία, για την προώθηση της ισότητας ευκαιριών στον τομέα της απασχόλησης και της επαγγελματικής κατάρτισης
Convention concerning Tripartite Consultations to Promote the Implementation of International Labour StandardsΣύμβαση "περί των τριμερών συνεννοήσεων διά την προώθησιν της εφαρμογής των διεθνών κανόνων εργασίας"
Medium-term Community action programme to combat social exclusion and promote solidarityΜεσοπρόθεσμο πρόγραμμα κοινοτικής δράσης για την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού και την προώθηση της αλληλεγγύης
policy to promote the reconciliation of workπλαισίωση για την απασχόληση
programme to promote equal opportunitiesπρόγραμμα για την προώθηση της ισότητας ευκαιριών
to promote improved working conditions and an improved standard of living for workersπροάγουν τη βελτίωση των όρων διαβιώσεως και εργασίας του εργατικού δυναμικού