DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Finances containing prime | all forms | exact matches only
EnglishGreek
long-term prime rate LTPRμακροχρόνιο βασικό επιτόκιο
non-prime residential mortgage-backed securityκινητή αξία εξασφαλισμένη με ενυπόθηκα δάνεια χαμηλής φερεγγυότητας
non-prime RMBSκινητή αξία εξασφαλισμένη με ενυπόθηκα δάνεια χαμηλής φερεγγυότητας
prime brokerageβασική μεσιτεία
prime brokerage agreementσυμφωνία βασικής μεσιτείας
prime contractorκύριος αντισυμβαλλόμενος
prime contractorκύριος κατασκευαστής
prime contractorβασικός αντισυμβαλλόμενος
prime issuerεκδότης ομολογιών πρώτης κατηγορίας
prime lending rateβασικός συντελεστής
prime lending rateεπίσημο προεξοφλητικό επιτόκιο
prime lending rateεπίσημο τραπεζικό επιτόκιο
prime lending rateπροεξοφλητικό επιτόκιο
prime lending rateβασικό επιτόκιο
prime rateτραπεζικό επιτόκιο για πελάτες πρώτης τάξεως
prime rateπροτιμησιακό επιτόκιο
prime rateβασικό επιτόκιο
prime rateπροεξοφλητικό επιτόκιο
prime rateβασικός συντελεστής
prime referenceπρονομιακή αναφορά
prime residential mortgage-backed securityκινητή αξία εξασφαλισμένη με ενυπόθηκα δάνεια υψηλής φερεγγυότητας
prime RMBSκινητή αξία εξασφαλισμένη με ενυπόθηκα δάνεια υψηλής φερεγγυότητας
Prime underwriting facilityπρακτικές διευκόλυνσης της έκδοσης ομολογιών
pump-primingπολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα