DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Economy containing prime | all forms | exact matches only
EnglishGreek
long term prime rateμακροπρόθεσμα επιδοτούμενο επιτόκιο
prime brokerβασικός μεσίτης
prime costαρχικό κόστος
prime costαρχική τιμή
prime costsαρχική δαπάνη,κόστος παραγωγής
prime insurerπρωτασφαλιστής
prime priceτιμή κόστους
prime priceκόστος
prime working ageκατ'εξοχήν παραγωγική ηλικία
PRIMES modelενεργειακό μοντέλο PRIMES
pump primingμέτρα επαναδραστηριοποίησης της οικονομίας