DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject General containing primary | all forms | exact matches only
EnglishGreek
break in the primary coolant lineρήξη του αγωγού του πρωτεύοντος κυκλώματος ψύξεως
Heat exchangers - Verification of thermal balance of water-fed or steam fed primary circuitsΕναλλάκτες θερμότητας - Επαλήθευση του θερμικού ισοζυγίου στα πρωτεύοντα κυκλώματα νερού ή ατμού
NATO Primary Adviserκύριος σύμβουλος του ΝΑΤΟ
primary cell cultureπρωτογενής καλλιέργεια κυττάρων
Primary cells and batteriesΗλεκτρικές στήλες
primary containmentπρωτεύον προστατευτικό περίβλημα
primary containment barrierφράγμα του πρωτεύοντος περιβλήματος
primary containment systemσύστημα πρωτεύοντος προστατευτικού περιβλήματος
primary degradation of the substanceπρωτογενής αποικοδόμηση μιας ουσίας
primary disablementανικανότητα πρώτου βαθμού
primary fission yieldπρωτογενής απόδοση σχάσης
primary keyκύριο κλειδί
primary missile effectsπρωτεύοντα αποτελέσματα εκσφενδονιζομένου αντικειμένου
primary reactorστραγγαλιστικό πηνίο
primary voterεκλογέας εκλεκτόρων
State Secretary for Primary and Secondary EducationΑναπληρωτής Υπουργός Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης