Subject | English | Greek |
chem. | absolute electrode potential | απόλυτο δυναμικό ηλεκτροδίου |
transp., mater.sc. | acceleration potential method | μέθοδος δυναμικού επιτάχυνσης |
lab.law. | accident potential | επικινδυνότητα |
med. | acetyl group-transfer potential | δυναμικό μεταφοράς ακετυλομάδας |
health. | action potential | δυναμικό πράξης |
med. | action potential | δυναμικό ενέργειας |
med. | adaption potential | προσαρμοστικό δυναμικό |
health., nat.sc. | allergenic potential | αλλεργιογόνος ικανότητα |
econ. | amount of the potential profit or loss | ποσό του δυνητικού κέρδους ή της ζημίας |
el. | anode potential | ανοδική τάση |
gen. | Anodisation of aluminium and its alloys - Insulation check by measurement of breakdown potential | Ανοδίωση του αλουμινίου και των κραμάτων του - Ελεγχος μονώσεως με μέτρηση της τάσεως διασπάσεως |
med. | anticonvulsant potential of the drug | αντισπασμωδικό δυναμικό του φαρμάκου |
life.sc., coal. | area having high mineral potential | περιοχή με υψηλό δυναμικό ορυκτού πλούτου |
environ. | area of potential pollution | περιοχή πιθανής ρύπανσης |
environ. | area of potential pollution Area which is supposedly causing dangers to human health and environment | περιοχή πιθανής ρύπανσης |
med. | balancing potential | δυναμικό της ισορροπίας |
el. | base potential divider | Διαιρέτης τάσης βάσης |
environ. | bioaccumulative potential | δυναμικό βιοσυσσώρευσης |
med. | bioelectric potential | βιοηλεκτρικό δυναμικό |
nat.sc., agric. | biologic potential | Βιωτικό δυναμικό |
nat.sc., agric. | biological potential | Βιωτικό δυναμικό |
environ. | biotic potential | δυναμικό αναπαραγωγής |
environ. | biotic potential | βιοτικό δυναμικό |
nat.sc., agric. | biotic potential | Βιωτικό δυναμικό |
med. | biphasic action potential | διφασικό δυναμικό ενέργειας |
environ. | both the collector and the guard plates have the same potential | Ο συλλέκτης και οι πλάκες ασφάλειας έχουν το ίδιο δυναμικό. |
med. | brainstem auditory evoked potential | προκλητά δυναμικό από ακουστικό ερέθισμα εγκεφαλικού στελέχους |
health. | breeding potential | Παραγωγικό δυναμικό |
el. | built-in potential | εσωτερική τάση |
el. | bulk potential | δυναμικό στο εσωτερικό |
gen. | candidate or potential candidate country | υποψήφιες χώρες ή δυνάμει υποψήφιοι |
el. | capacitive potential divider | χωρητικός διαιρέτης τάσεως |
el. | capacitive potential divider | διαιρέτης τάσεως χωρητικής φύσεως |
life.sc., construct. | capillary potential | τριχοειδές δυναμικό |
met. | carbon potential | αναλογική ποσότητα σε άνθρακα |
el. | centrifugal potential | φυγοκεντρικό δυναμικό |
commer. | check-up on potential franchisor | έλεγχος υποψηφίου δικαιοδόχου |
commer. | check-up on potential franchisor | στοιχεία απόδοσης υποψηφίου δικαιούχου |
earth.sc., mech.eng. | chemical potential | χημικό δυναμικό |
transp. | classification potential | χωρητικότητα ταξινόμησης ενός σταθμού διαλογής |
transp. | classification potential | ικανότητα ταξινόμησης ενός σταθμού διαλογής |
life.sc. | climatic index of agricultural potential | κλιματικός δείκτης γεωργικής παραγωγικότητας |
med. | clotting potential | πηκτικότης |
med. | clotting potential | ευπηξία |
mech.eng. | combustion potential | δυναμικό καύσης |
polit. | Committee for execution of the specific programme for research, technological development and demonstration on improving the human research potential and the socioeconomic knowledge base 1999-2002 | Επιτροπή για την εκτέλεση του ειδικού προγράμματος έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης στον τομέα "Βελτίωση του ερευνητικού ανθρώπινου δυναμικού και της κοινωνικοοικονομικής βάσης γνώσεων" 1999-2002 |
polit., loc.name., energ.ind. | Community programme for the development of certain less-favoured regions of the Community by exploiting endogenous energy potential | Κοινοτικό πρόγραμμα σχετικά με την ανάπτυξη ορισμένων μειονεκτικών περιοχών της Κοινότητας μέσω της αξιοποίησης του ενδογενούς ενεργειακού δυναμικού |
econ. | Community programme for the development of certain less-favoured regions of the Community by exploiting endogenous energy potential | Κοινοτικό πρόγραμμα σχετικά με την ανάπτυξη ορισμένων μειονεκτικών περιοχών της Κοινότητας μέσω της αξιοποΐησης του ενδογενούς ενεργειακού δυναμικού |
econ. | compendium of locally granted potential | ετήσια συνδρομή του ενδογενούς τοπικού δυναμικού |
econ. | compendium of locally granted potential | επετηρίδα του ενδογενούς τοπικού δυναμικού |
environ., agric. | conflagration potential | δυνητική ανάφλεξη |
environ., agric. | conflagration potential | απειλή ανάφλεξης |
earth.sc. | constant potential accelerator | επιταχυντής σταθερού δυναμικού |
el. | contact potential | δυναμικό επαφής |
el. | contact potential | δυναμικό διάχυσης |
el. | contact potential | δυναμικόν επαφής |
el. | contact potential | διαφορά δυναμικού επαφής |
earth.sc. | contact potential difference | διαφορά δυναμικού επαφής |
environ. | controlled-potential coulometry | κουλομετρική μέθοδος ελεγχόμενου δυναμικού |
environ. | controlled-potential coulometry method | κουλομετρική μέθοδος ελεγχόμενου δυναμικού |
met. | corrosion potential Ec | δυναμικό διάβρωσης Ec |
med. | cortical evoked potential | φλοιικό προκλητό δυναμικό |
comp., MS | Damage potential Reproducibility Exploitability Affected users Discoverability | Δυνατότητα εκμετάλλευσης, Χρήστες που επηρεάζονται, Δυνατότητα εντοπισμού (A ranking of the risk that is associated with a vulnerability or a security requirement) |
comp., MS | Damage potential Reproducibility Exploitability Affected users Discoverability | Πιθανότητα κινδύνου, Δυνατότητα αναπαραγωγής (A ranking of the risk that is associated with a vulnerability or a security requirement) |
chem. | decomposition potential | δυναμικό αποσύνθεσης |
environ. | decontamination of potential sources of drinking water potable water | η απολύμανση των υδάτων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πόσιμα ύδατα |
environ. | degradation potential | δυναμικό αποικοδόμησης |
med. | demarcation potential | δυναμικό τραύματος |
med. | demarcation potential | δυναμικό βλάβης |
med. | denervation potential | δυναμικό απονεύρωσης |
gen. | destructive potential | καταστροφική ικανότητα |
gen. | destructive potential | ικανότητα καταστροφής |
econ. | development potential | αναπτυξιακό δυναμικό |
el. | difference of potential | τάση |
el. | difference of potential | διαφορά δυναμικού |
med. | diffusion potential | δυναμικό διάχυσης |
med. | dilatation potential | δυναμικό διάτασης |
account. | dilutive potential ordinary shares | μειωτικοί δυνητικοί τίτλοι μετατρέψιμοι σε κοινές μετοχές |
life.sc. | disturbing potential | διαταραχή δυναμικού |
gen. | diversification of production potential | διαφοροποίηση του παραγωγικού δυναμικού |
fin. | downside potential | πτωτικό δυναμικό |
fin. | downside potential | πτωτική δυνατότητα τιμής |
agric. | drying potential | δυναμικό αποξήρανσης |
agric. | drying potential | αποξηραντική ικανότητα |
chem. | dynamic electrode potential | δυναμική τάση ηλεκτροδίου |
el. | economic energy potential | ενεργειακό δυναμικό οικονομικά εκμεταλεύσιμο |
el. | electric potential | ηλεκτρική τάση |
med. | electric potential | ηλεκτρικό δυναμικό |
el. | electrochemical potential | ηλεκτροχημικό δυναμικό |
phys.sc., el. | electrokinetic potential | ηλεκτροκινητικό δυναμικό |
life.sc. | electrolytical self-potential | ηλεκτρολυτικό αυτοδυναμικό |
earth.sc. | electromagnetic potential cliff | κρημνός ηλεκτρομαγνητικού δυναμικού |
med. | electron transfer potential | δυναμικό μεταφοράς ηλεκτρονίων |
med. | electrotonic potential | ηλεκτροτονικό δυναμικό |
med. | electrovital potential | δυναμικό ηρεμίας |
econ. | endogenous development potential | ενδογενές αναπτυξιακό δυναμικό |
econ. | endogenous potential | ενδογενές δυναμικό |
med. | end-piate potential | δυναμικό τελικής πλάκας |
med. | end-piate potential | δυναμικό τελικής κινητικής πλάκας |
el. | energy contribution potential | δυναμικό ενεργειακής συνεισφοράς |
chem. | energy property of potential surfaces | ενεργειακή ιδιότητα των επιφανειών δυναμικού |
chem. | equilibrium electrode potential | δυναμικό ισορροπίας ηλεκτροδίου |
med. | equilibrium potential | δυναμικό ισορροπίας |
chem. | equilibrium reaction potential | δυναμικό ισορροπίας μιας αντίδρασης |
life.sc. | evaporation potential | ικανότης εξατμίσεως |
life.sc. | evaporation potential | δυναμικόν εξατμίσεως |
med. | evoked potential | προκλητό δυναμικό |
med. | evoked potential instrument | συσκευή για προκλητά δυναμικά |
med. | evoked potential instrument | ηλεκτρομυογράφος |
med. | excitatory postsynaptic potential | διεγερτικό μετασυναπτικό δυναμικό |
health. | exposure potential | δυναμικόν εκθέσεως |
gen. | exposure with a loss potential | έκθεση με πιθανότητα ζημίας |
econ. | extent to which indigenous development potential can be mobilised | αξιοποίηση του ενδογενούς δυναμικού ανάπτυξης |
el. | Fermi potential | δυναμικό Fermi |
agric. | fishery's potential yield | πιθανή απόδοση της αλιείας |
earth.sc. | floating potential | επιπλέον δυναμικό |
med. | generator potential | δυναμικό υποδοχέα |
med. | generator potential | γενεσιουργό δυναμικό |
el. | geothermal potential | γεωθερμικó δυναμικó |
life.sc. | geothermal potential | γεωθερμικό δυναμικό |
environ. | global warming potential | δυναμικό πλανητικής αύξησης της θερμοκρασίας |
environ. | good ecological potential | καλό οικολογικό δυναμικό |
life.sc. | gravity potential | δυναμικό βαρύτητας |
construct., transp. | Green Paper - The citizen's network - Fulfilling the potential of public passenger transport in Europe | Το δίκτυο των πολιτών – Αξιοποίηση του δυναμικού των δημόσιων επιβατικών μεταφορών στην Ευρώπη – Πράσινη Βίβλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής |
stat., social.sc. | growth potential | δυναμικό ανάπτυξης |
stat., social.sc. | growth potential | δυνατότητα ανάπτυξης |
econ. | growth potential | αναπτυξιακό δυναμικό |
tech., el. | high potential | υψηλό δυναμικό |
el. | high potential test | δοκιμή υψηλού δυναμικού |
social.sc., nat.sc. | human research potential | ερευνητικό ανθρώπινο δυναμικό |
energ.ind., construct. | hydro-electric power potential | υδροηλεκτρικόν δυναμικόν |
R&D. | improving the human research potential and the socioeconomic knowledge base | βελτίωση του ερευνητικού ανθρώπινου δυναμικού και της κοινωνικοοικονομικής βάσης γνώσεων |
fin., polit., loc.name. | indigenous development potential | ενδογενές αναπτυξιακό δυναμικό |
econ. | indigenous potential | ενδογενές δυναμικό |
industr. | industrial potential | βιομηχανικό δυναμικό |
med. | inhibitory postsynaptic potential | ανασταλτικό μετασυναπτικό δυναμικό |
med. | injury potential | δυναμικό τραύματος |
med. | injury potential | δυναμικό βλάβης |
earth.sc. | instantaneous acoustic potential energy per unit volume | στιγμιαία πυκνότητα δυναμικής ηχητικής ενέργειας |
earth.sc. | instantaneous potential sound energy density | στιγμιαία πυκνότητα δυναμικής ηχητικής ενέργειας |
el. | interference potential | πιθανότητα παρεμβολών |
el. | interference potential | δυνατότητα παρεμβολών |
agric. | inventory of production potential | απογραφή του δυναμικού παραγωγής |
construct. | irrigation potential | δυναμικόν αρδεύσιμου επιφανείας |
el. | junction diffusion potential | δυναμικό διάχυσης ένωσης |
environ. | leaching potential | δυναμικό έκπλυσης |
stat., social.sc. | life potential | πιθανή ζωή |
stat., social.sc. | life potential | δυναμικό επιβίωσης |
stat., social.sc. | life potential | δυνάμει ζωή |
med. | local potential | τοπικό μεταδυναμικό |
med. | local potential | τοπικό δυναμικό |
earth.sc. | magnetic vector potential | μαγνητικό διανυσματικό δυναμικό |
commun., IT | market potential IBC | εμπορικά δυνατές IBC |
commun., IT | market potential services | εμπορικά δυνατές υπηρεσίες |
stat., social.sc., environ. | maximum potential density | μέγιστη δυνατή πυκνότητα |
stat., social.sc., environ. | maximum potential density | ανεκτό πληθυσμιακό φορτίο |
el., construct. | mean potential generation | μέση δυνατή παραγωγή |
med. | membrane potential | ηλεκτρικό δυναμικό της μεμβράνης |
med. | membrane potential | μεμβρανικό δυναμικό |
med. | membrane potential | δυναμικό μεμβράνης |
IT, dat.proc. | method of potentials | μέθοδος δυναμικών |
IT, dat.proc. | Metra Potential method | μέθοδος Μονάδων Δυναμικών |
med. | miniature end-plate potential | μικροδυναμικό τελικής κινητικής πλάκας |
chem. | mixed polyelectrode potential | μικτό δυναμικό πολλαπλού ηλεκτροδίου |
med. | monophasic action potential | μονοφασικό δυναμικό ενέργειας |
met. | multi-operator constant potential welding generator | γεννήτρια συγκόλλησης σταθερού δυναμικού για πολλαπλούς χρήστες |
el. | multiple potential-level conversion | πολλαπλό Αναστροφέας/Μετατροπέας |
med. | muscle action potential | μυϊκό δυναμικό ενέργειας |
health., pharma., life.sc. | mutagenic potential | μεταλλαξιγένεση |
gen. | negative potential | αρνητικό δυναμικό |
med. | Nemst equilibrium potential | δυναμικό ισορροπίας Nemst |
med. | Nemst potential | δυναμικό Nemst |
el. | nuclear potential | πυρηνική δύναμη |
el. | nuclear potential | πυρηνική ικανότητα |
el. | nuclear potential | πυρηνικό δυναμικό |
chem., el. | off-potential | δυναμικό ανοικτού κυκλώματος |
health. | oncogenic potential | καρκινογένεση |
chem., el. | open-circuit potential | δυναμικό ανοικτού κυκλώματος |
life.sc. | osmotic potential | ωσμωτικόν δυναμικόν |
life.sc. | osmotic potential | ωσμωτική δύναμις |
med. | osmotic potential | ωσμωτικό δυναμικό |
med. | oxidation potential | οξειδωτικό δυναμικό |
chem. | oxidation reduction potential | οξειδαναγωγικό δυναμικό |
med. | oxidation-reduction potential | δυναμικό οξειδοαναγωγής |
med. | oxidation-reduction potential | οξειδοαναγωγικό δυναμικό |
environ. | oxidising potential of air | οξειδωτική ικανότητα του αέρα |
earth.sc. | oxygen potential | δυναμικό του οξυγόνου |
environ. | ozone depletion potential A factor that reflects the ozone depletion potential of a substance, on a mass per kilogram basis, as compared to chlorofluorocarbon-11 (CFC-11). Such factor shall be based upon the substance's atmospheric life time, the molecular weight of bromine and chlorine, and the substance's ability to be photolytically disassociated, and upon other factors determined to be an accurate measure of relative ozone depletion potential | δυναμικό καταστροφής εξασθένησης του όζοντος |
environ. | ozone depletion potential | δυναμικό καταστροφής εξασθένησης του όζοντος |
environ. | ozone-depleting potential | δυναμικό μειώσεως του στρώματος του όζοντος |
environ. | ozone-depleting potential | δυναμικό καταστροφής του όζοντος |
environ. | ozone-depletion potential | δυναμικό καταστροφής του όζοντος |
environ. | ozone-depletion potential | δυναμικό μειώσεως του στρώματος του όζοντος |
environ. | ozone-destroying potential | δυναμικό καταστροφής του όζοντος |
med. | pacemaker potential | δυναμικό βηματοδότης |
earth.sc., life.sc. | partial potential temperature | μερική δυναμική θερμοκρασία |
tech., el. | peak potential in volts | ανώτατη τάση εκφρασμένη σε βολτ |
med. | phosphate potential | δυναμικό φωσφορικού |
med. | phosphoryl group-transfer potential | δυναμικό μεταφοράς φωσφορικής ομάδας |
med. | phosphoryl transfer potential | δυναμικό μεταφοράς φωσφορικής ομάδας |
med. | phosphorylation potential | δυναμικό φωσφορυλίωσης |
chem., el. | pipe/soil potential | δυναμικό σωλήνα-εδάφους |
chem., el. | pipe/soil potential survey | μετρήση ρεύματος εκκένωσης |
chem., el. | pipe/soil potential survey | μέτρηση δυναμικού αγωγού-εδάφους |
chem., el. | pipe-to-soil potential | δυναμικό σωλήνα-εδάφους |
med. | potassium diffusion potential | δυναμικό διάχυσης καλίου |
life.sc., agric. | potential acidity | δυνητική οξύτης |
chem., el. | potential adjustment | ρύθμιση δυναμικού |
agric. | potential alcohol content | πιθανός αλκοολικός βαθμός |
agric. | potential alcohol content | δυναμικός αλκοολικός τίτλος |
agric. | potential alcoholic strength | δυναμικός αλκοολικός τίτλος |
agric., food.ind. | potential alcoholic strength by mass | δυναμικός κατά βάρος αλκοολικός τίτλος |
agric., food.ind. | potential alcoholic strength by volume | δυναμικός κατ' όγκο αλκοολικός τίτλος |
el. | potential barrier | πρακτικό |
el. | potential barrier | θεωρητικό |
el. | potential barrier | φράγμα δυναμικού |
el. | potential-barrier height | ύψος φραγμού δυναμικού |
el. | potential-barrier width | εύρος φραγμού δυναμικού |
gen. | potential benefit | πιθανό όφελος |
econ., fin. | potential buyer | δυνητικός αγοραστής |
gen. | potential candidate | δυνάμει υποψήφιοι |
gen. | potential candidate country | δυνάμει υποψήφιοι |
health. | potential carry-over | πιθανή διασταυρούμενη αντίδραση |
environ. | potential climate change | ενδεχόμενη αλλαγή του κλίματος |
fin. | potential competition | δυνητικός ανταγωνισμός |
market. | potential competitor | δυνητικός ανταγωνιστής |
agric. | potential crop | φορτίο |
nat.sc. | potential cross reactive marker | δείκτης με πιθανή διασταυρούμενη αντίδραση |
med. | potential daily intake | πιθανή ημερήσια πρόσληψη |
med. | potential-dependent channel | δίαυλος εξαρτώμενος από δυναμικό mύλου |
med. | potential-dependent channel | τασεοεξαρτώμενος δίαυλος mύλου |
tech. | potential difference | τάση |
tech. | potential difference | ηλεκτροκινητική δύναμη |
med. | potential difference | διαφορά δυναμικού |
earth.sc. | potential distribution | κατανομή των δυναμικών |
tech., el. | potential divider | διαιρέτης τάσης |
tech., el. | potential divider | διαιρέτης τάσεως |
el. | potential drop | πτώση δυναμικού |
el. | potential drop | απώλεια τάσεως |
el. | potential drop | πτώση τάσης |
life.sc. | potential due to hydrostatic pressure | δυναμικό υδροστατικής πίεσης |
med. | potential energy | δυναμική ενέργεια |
earth.sc., el. | potential energy of elasticity | ελαστική ενέργεια |
energ.ind. | potential energy savings | δυναμικό εξοικονόμησης ενέργειας |
environ. | potential evapotranspiration | δυνητική εξαερωτική εξίδρωση |
agric. | potential extract | περιεκτικότητα σε εκχύλισμα |
nat.sc., industr. | potential flammability | το εύφλεκτον |
earth.sc., mech.eng. | potential flow | δυναμική ροή |
fin. | potential for drawing | δυνατότητα για ανάληψη |
fin., polit., loc.name. | potential for internally generated development | ενδογενές αναπτυξιακό δυναμικό |
environ. | potential for pollution | δυνατότητες ρύπανσης |
environ. | potential for pollution | δυναμικό ρύπανσης |
med. | potential for sensitizing skin | δυναμικό ευαισθητοποίησης του δέρματος |
market. | potential franchisee | πιθανός δικαιοδόχος |
fin. | potential future credit exposure | ενδεχόμενο μελλοντικό πιστωτικό άνοιγμα |
med. | potential genetic hazard | δυνητικός γενετικός κίνδυνος |
life.sc., tech. | potential gradient | βαθμίδα δυναμικού |
earth.sc. | potential hump | λόφος δυναμικού |
med. | potential indicator of exposure | δυνητικός δείκτης έκθεσης |
life.sc. | potential instability | αστάθεια δυναμική |
life.sc. | potential instability | αστάθεια εκ μεταφοράς |
fin. | potential liquidity | ρευστοποιήσιμα στοιχεία |
econ. | potential man-power | εργατικό δυναμικό |
econ. | potential man-power | ανθρώπινο δυναμικό |
market. | potential market appraisal | εκτίμηση της πιθανής αγοράς |
market. | potential market estimate | εκτίμηση της πιθανής αγοράς |
chem., el. | potential measuring point | σημείο μέτρησης δυναμικού |
life.sc. | potential of a vector field | δυναμικό διανυσματικού πεδίου |
account. | potential ordinary share | δυνητικός τίτλος μετατρέψιμος σε κοινή μετοχή |
econ. | potential output | δυνητικό προϊόν |
econ. | potential output | δυνητική παραγωγή |
econ. | potential output | προϊόν δυνάμενο να παραχθεί |
fin. | potential output growth | αύξηση του δυνητικού προϊόντος |
el. | potential peak period | ώρες υψηλών φορτίων |
earth.sc., met. | potential/pH-diagram | διάγραμμα δυναμικού-PH |
econ. | potential production | δυνητική παραγωγή |
econ. | potential production | δυνητικό προϊόν |
life.sc. | potential rate of evaporation | δυναμικόν εξατμίσεως |
life.sc. | potential rate of evaporation | ικανότης εξατμίσεως |
commun., IT | potential recipient | δυνητικός παραλήπτης |
commun. | potential recipient | δυνητικός παραλήπτης' δυνητικός αποδέκτης |
med. | potential recipient | δυνητικός λήπτης |
med. | potential recipient | δυνητικός δέκτης |
med. | potential recipient | δυνητικός αποδέκτης |
environ. | potential recreation area | περιοχή με ψυχαγωγικό δυναμικό |
environ. | potential recreation area | περιοχή με ψυχαγωγικές δυνατότητες |
environ. | potential recyclable | ανακυκλώσιμο υλικό |
chem., el. | potential resources | υποθετικά αποθέματα |
construct. | potential site | δυνατή θέση |
agric. | potential soil productivity | δυνατή παραγωγικότητα εδάφους |
earth.sc., el. | potential step | βαθμίδα δυναμικού |
stat., social.sc. | potential support ratio | ποσοστό ενεργού πληθυσμού ανά ηλικιωμένο |
earth.sc., life.sc. | potential temperature | δυναμική θερμοκρασία |
med. | potential toxicity of the medicinal product | όριο τοξικότητας του φαρμακευτικού προϊόντος |
nat.sc., agric. | potential transpiration | δυνητική διαπνοή |
earth.sc., mech.eng. | potential vortex | ελεύθερη δίνη |
life.sc. | potential vorticity | δυναμικός στρόβιλος |
earth.sc., life.sc. | potential well | βαρυτικό πηγάδι |
energ.ind. | potential wind-power site | τοποθεσία εγκατάστασης ανεμογεννητριών |
med. | potential years of life lost | δυνητικώς απολεσθέντα έτη ζωής |
med. | potential years of life lost | χαμένα έτη αναμενόμενης ζωής |
med. | potential years of life lost | χαμένα χρόνια επιβίωσης |
med. | potential years of life lost | δυνητικά χαμένα έτη ζωής |
life.sc., construct. | potential yield | μεγίστη δυνατή παροχή |
min.prod., fish.farm. | potential yield | μέγιστη βιώσιμη απόδοση |
med. | production potential | παραγωγικό δυναμικό |
chem., el. | protective potential range | εμβέλεια δυναμικού προστασίας |
earth.sc., life.sc. | pseudo-wet-bulb potential temperature | ψευδοδυναμική θερμοκρασία υγρού θερμομέτρου |
med. | receptor potential | δυναμικό υποδοχέα |
med. | receptor potential | γενεσιουργό δυναμικό |
environ. | recycling potential | δυναμικό ικανότητα ανακύκλησης |
environ. | recycling potential | δυναμικό ικανότητα ανακύκλησης |
chem. | redox potential | οξειδαναγωγικό δυναμικό |
med. | redox potential | δυναμικό οξειδοαναγωγής |
chem. | redox potential | κουλομετρικός αναλυτής |
med. | redox potential | οξειδοαναγωγικό δυναμικό |
med. | reduction potential | αναγωγικό δυναμικό |
life.sc. | region having a major commercial potential | περιοχή με σημαντικό εμπορικό δυναμικό |
gen. | register of potential contractors | κατάλογος πιθανών εργοληπτών |
econ. | reorientation of production potential | αναπροσανατολισμός του παραγωγικού δυναμικού |
environ. | reproductive potential | δυναμικό αναπαραγωγής |
health. | reproductive potential | Παραγωγικό δυναμικό |
environ. | reproductive potential | βιοτικό δυναμικό |
nat.sc., agric. | reproductive potential | Βιωτικό δυναμικό |
med. | reproductive potential | αναπαραγωγικό δυναμικό |
med. | rest potential | δυναμικό ηρεμίας |
med. | resting membrane potential | μεμβρανικό δυναμικό ηρεμίας |
med. | resting membrane potential | δυναμικό ηρεμίας |
med. | resting membrane potential | δυναμικό ηρεμίας μεμβράνης |
med. | resting potential | μεμβρανικό δυναμικό ηρεμίας |
med. | resting potential | δυναμικό ηρεμίας |
med. | resting potential | δυναμικό ηρεμίας μεμβράνης |
gen. | risk assessment of potential crises | εκτίμηση του κινδύνου ενδεχόμενων κρίσεων |
earth.sc., tech. | saturation potential | τάση φόρτου |
earth.sc., tech. | saturation potential | τάση κόρου |
earth.sc., tech. | saturation potential | τάση κορεσμού |
earth.sc. | scalar magnetic potential | βαθμωτό μαγνητικό δυναμικό |
scient., el. | scalar potential | δυναμικό |
scient., el. | scalar potential | βαθμωτό δυναμικό |
tech., chem. | second difference in potential | δεύτερη διαφορά δυναμικού |
life.sc., el. | self-potential method | μέθοδος φυσικοÙ δυναμικοÙ |
med. | skin potential | ηλεκτρικό δυναμικό του δέρματος |
agric. | soil potential productivity | δυνατή παραγωγικότητα εδάφους |
earth.sc., agric. | Soil water potential | τάση του εδαφίου ύδατος |
mater.sc. | Specific programme for research, technological development and demonstration on improving the human research potential and the socioeconomic knowledge base | Ειδικό πρόγραμμα έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης στον τομέα "Βελτίωση του ερευνητικού ανθρώπινου δυναμικού και της κοινωνικοοικονομικής βάσης γνώσεων" |
med. | spike potential | οξυκόρυφο δυναμικό |
life.sc., el. | spontaneous-potential method | μέθοδος φυσικοÙ δυναμικοÙ |
chem. | standard electrode potential | πρότυπο δυναμικό ηλεκτροδίου |
med. | standard oxidation-reduction potential | πρότυπο δυναμικό οξειδοαναγωγής |
med. | standard oxidation-reduction potential | Ε₀ |
med. | standard oxidation-reduction potential | πρότυπο οξειδοαναγωγικό δυναμικό |
med. | standard potential | κανονικό δυναμικό |
med. | standard redox potential | Ε₀ |
med. | standard redox potential | πρότυπο δυναμικό οξειδοαναγωγής |
med. | standard redox potential | πρότυπο οξειδοαναγωγικό δυναμικό |
med. | standard reduction potential | πρότυπο αναγωγικό δυναμικό |
earth.sc., el. | standoff potential | τάση έκσπασης |
chem. | static electrode potential | στατικό δυναμικό ηλεκτροδίου |
el. | streaming potential | δυναμικό ηλεκτροδιήθησης |
med. | structure with human potential | υφή με ανθρώπινη δυνητικότητα |
med. | subthreshold potential | υποουδικό δυναμικό |
med. | subthreshold potential | υποβαλβιδικό δυναμικό |
el. | surface potential | επιφανειακό δυναμικό |
med. | surface potential | επιφανειακό δυναμικό |
med. | synaptic potential | συναπτικό δυναμικό |
gen. | to take full advantage of the Union's potential | αξιοποιώ το δυναμικό της Ένωσης |
agric. | terroir with a given varietal potential | έδαφος ποικιλιακών δυνατοτήτων |
pharma. | testing of medicinal products for their mutagenic potential | δοκιμασία των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων όσον αφορά τις μεταλλαξιογόνες ιδιότητές τους |
met. | the arrangements are potential nuclei | οι διατάξεις αυτές είναι λανθάνοντες πυρήνες |
earth.sc., mech.eng. | thermodynamic potential | θερμοδυναμικό δυναμικό |
earth.sc., mech.eng. | thermodynamic potential | θερμικό δυναμικό |
med. | threshold potential | ουδός δυναμικού |
med. | threshold potential | δυναμικό ουδού |
med. | threshold potential | ουδικό δυναμικό |
med. | threshold potential | βαλβιδικό δυναμικό |
med. | transmembrane potential | μεμβρανικό δυναμικό |
med. | transmembrane potential | δυναμικό μεμβράνης |
med. | tumorogenic potential | γένεση νεοπλασιών |
med. | tumorogenic potential | ογκογόνο δυναμικό |
med. | tumourigenic potential | γένεση νεοπλασιών |
med. | tumourigenic potential | ογκογόνο δυναμικό |
fin. | undeveloped innovation potential | ανεκμετάλλευτο καινοτομικό δυναμικό |
fin. | upside potential | ανοδικό δυναμικό |
fin. | upside potential | ανοδική δυνατότητα τιμής |
scient., el. | vector potential | δυανυσματικό δυναμικό |
earth.sc., mech.eng. | velocity potential | ταχύτητα δυναμικής ροής |
environ. | waste minimisation potential The capability of measures or techniques that reduce the amount of refuse or unwanted materials that is generated, particularly during industrial production processes | δυναμικό ικανότητα ελαχιστοποίησης των αποβλήτων |
environ. | waste minimisation potential | δυναμικό ικανότητα ελαχιστοποίησης των αποβλήτων |
environ. | waste minimisation potential | δυναμικό ικανότητα ελαχιστοποίησης των αποβλήτων |
med. | water potential | υδατικό δυναμικό |
med. | water potential | δυναμικό νερού |
energ.ind. | wind energy potential | αιολικό δυναμικό |
med. | zero potential | μηδενικό δυναμικό |
phys.sc., el. | zeta potential | ηλεκτροκινητικό δυναμικό |