DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Industry containing penetration | all forms | exact matches only
EnglishGreek
cut penetrationΔιείσδυση ραγίσματος
excessive root penetrationυπερβολική διείσδυση
full penetration weldραφή πλήρους διεισδύσεως
glue penetrationεισχώρηση κόλλας
glue penetrationδιείσδυση κόλλας
high penetration resistanceEνδιάμεσο στρώμα υψηλής αντοχής στην διείσδυσηδιαπερατότητα
incomplete root penetrationατελής διείσδυση
lack of penetrationατελής διείσδυση
penetration beadρίζα που έχει πλήρως συγκολληθεί
penetration of glueδιείσδυση κόλλας
penetration passθέση ρίζας με πλήρη συγκόλληση
penetration runθέση ρίζας με πλήρη συγκόλληση
root penetrationδιείσδυση ρίζας σε εξωραφή
root penetrationδιείσδυση ρίζας σε εσωραφή
side penetrationπλευρική διείσδυση
welding which ensures full penetrationσυγκόλληση πλήρους διεισδύσεως