DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject General containing penetration | all forms | exact matches only
EnglishGreek
access penetrationάνοιγμα προσπελάσεως
breach of circuit due to failure of a penetrationρήξη ενός κυκλώματος λόγω αστοχίας εξαρτήματος διελεύσεως
control rod nozzle penetrationδιαμόρφωση διελεύσεως των στηριγμάτων ράβδου ρυθμίσεως
Determination of the resistance of fabrics to water penetration by the hydrostatic head methodΜέθοδος προσδιορισμού αντιστάσεως υφασμάτων εις υδατοπερατότητα δια της υδροστατικής στήλης
dome penetrationδιαμπερές ρήγμα στο θόλο του προστατευτικού περιβλήματος
high penetration resistanceυψηλή αντοχή στη διείσδυση διαπερατότητα
model of canister penetrationμοντέλο υπολογισμού της διείσδυσης της βολίδας
penetration aidδιεισδυτικό βοήθημα
Penetration Aidsβοηθητικά μέσα διείσδυσης
Penetration Aidsβοηθητικά μέσα εισχώρησης
penetration capabilityικανότητα διείσδυσης
penetration capabilityικανότητα εισχώρησης
penetration factorσυντελεστής διαπερατότητας
resistance to penetration of waterαντοχή στο νερό
solder penetrationδιείσδυση του μίγματος κολλήσεως