DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Economy containing peg | all forms
EnglishGreek
adjustment of the pegπροσαρμογή της σχέσης με τη μονάδα αναγωγής
composite pegκαθορισμός συναλλαγματικής ισοτιμίας σε σχέση με δέσμη νομισμάτων