DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Finances containing parity | all forms | exact matches only
EnglishGreek
at parityσε πλήρη ισοτιμία
change in parityμεταβολή στην ισοτιμία
conversion parity priceτιμή μετατροπής συναλλαγματικών ισοτιμιών
conversion parity priceαγοραία τιμή μετατροπής
currency parityσυναλλαγματική ισοτιμία
currency parityνομισματική ισοτιμία
economic parityοικονομική ισοτιμία
establishment of fixed paritiesκαθορισμός σταθερής ισοτιμίας
exchange rate parityσυναλλαγματική ισοτιμία
exchange rates and GDP purchasing power paritiesτιμές συναλλάγματος και ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης ΑΕγχΠ
fixed but adjustable paritiesσταθερές αλλά προσαρμοζόμενες ισοτιμίες
gliding parityολισθαίνουσα ισοτιμία
gold parityισοτιμία σε χρυσό
Gold parity unit of accountλογιστική μονάδα ισοτιμίας σε χρυσό
margins around parityπεριθώρια γύρω από την ισοτιμία
nominal parityονομαστική ισοτιμία
official parityεπίσημη ισοτιμία
parity changeμεταβολή ισοτιμίας
parity of the currency of a Member State in relation to the unit of accountισοτιμíα του νομíσματος ενóς κράτους μέλους έναντι της λογιστικής μονάδας
parity relationσχέση ισοτιμίας
parity valueονομαστική αξία
parity valueμαθηματική αξία μετοχής
parity valueθεωρητική αξία μετοχής
Purchasing Power Parity exchange rateισοτιμία αγοραστικής δύναμης
put-call parity relationshipσχέση τιμήματος μεταξύ δικαιωμάτων πώλησης-αγοράς
repayment parityισοτιμία αποπληρωμής
sliding parityέρπουσα ισοτιμία
sliding parityδιολισθαίνουσα ισοτιμία
sliding parityμεταβλητή ισοτιμία
the value corresponding to the parity in relation to the unit accountη αξία που αντιστοιχεί στην ισοτιμία σε σχέση προς τη λογιστική μονάδα