Subject | English | Greek |
agric., construct. | absorptive outlet | απορροφητικός αποδέκτης |
agric., construct. | accumulation outlet | αποδέκτης συσσωρεύσεως |
mech.eng., construct. | additional outlet | πρόσθετος υδροληψία |
econ. | adjustment of production to outlets | προσαρμογή της παραγωγής στις δυνατότητες των αγορών |
IT, transp. | air conditioning pack outlet temperature indicator | ενδείκτης θερμοκρασίας παροχής αέρα συγκροτήματος κλιματισμού |
IT, transp. | air conditioning pack outlet valve position indicator | ενδείκτης θέσης βαλβίδας παράκαμψης στροβίλου εκτόνωσης |
mech.eng. | air outlet screen | πλέγμα εξαγωγής αέρα |
mech.eng. | air outlet tube | σωλήνας εξαγωγής αέρα |
mech.eng. | air outlet tube | σωλήνας εκκένωσης αέρα |
transp., mech.eng. | airframe de-icing air outlet | έξοδος αέρα για αποπαγοποίηση |
earth.sc., mech.eng. | altitude of the outlet section of a pump | ύψος του σωλήνα κατάθλιψης μιας αντλίας |
construct. | automatic reverse jet type outlet | αυτόματος υδροληψία μεθ'υδατίνης δέσμης αντιθέτου φοράς |
mech.eng., construct. | baffled outlet pipe drop | αναβαθμός τύπου κλειστού αγωγού μετ'ασπίδος διασπάσεως φορτίου εις την έξοδον |
construct. | barrel outlet | υδροληψία μετά διόδου εκροής |
transp. | blanking cover for air cooling unit outlet | κάλυμμα εξόδου αεροψύκτη |
transp. | bonnet air outlet | στόμιο εξόδου αέρα από το διαμέρισμα του κινητήρα |
el. | bottom outlet | οπή εκκενώσεως επί του πυθμένος |
construct. | bottom outlet | εκκενωτής πυθμένα |
astronaut., transp. | breather outlet | Έξοδος συστήματος εξαερισμού |
el. | cable outlet | προσαρμογέας καλωδίου |
gen. | calandria outlet plenum | χώρος αναμίξεως στην έξοδο της καλάνδριας |
mech.eng. | carbon dioxide coolant gas outlet | έξοδος ψυκτικού αερίου διοξειδίου του άνθρακα |
mun.plan., earth.sc. | ceiling outlet | στόμιο οροφής |
el. | central gas outlet | κεντρικό στόμιο εξόδου αερίου |
earth.sc. | channel gas outlet temperature | θερμοκρασία εξόδου του αερίου από κανάλι |
tech. | channel outlet coolant temperature meter | θερμόμετρο στην έξοδο του ψυκτικού από κανάλι |
earth.sc. | channel outlet temperature | θερμοκρασία εξόδου ψυκτικού από κανάλι |
mech.eng. | co2 coolant gas outlet | έξοδος ψυκτικού αερίου διοξειδίου του άνθρακα |
agric., construct. | collective outlet | συλλογικός αποδέκτης |
construct. | complementary outlets | συμπληρωματικαί υδροληψίαι διανομής |
mech.eng. | compressor outlet casing | δομικό κέλυφος εξόδου συμπιεστή |
mech.eng. | compressor outlet guide vane | οδηγό πτερύγιο εξόδου συμπιεστή |
mech.eng. | compressor outlet guide vane assembly | διάταξη οδηγών πτερυγίων εξόδου συμπιεστή |
mech.eng. | compressor outlet guide vane assy | διάταξη οδηγών πτερυγίων εξόδου συμπιεστή |
mech.eng., construct. | constant discharge auto-regulator outlet | υδροληψία μετ'αυτομάτου ρυθμιστού σταθεράς παροχής |
el. | constant outlet pressure control | ρύθμιση διά σταθερή πίεση εξόδου |
agric. | constant upstream level outlet | υδροληψία σταθεράς ανάντη στάθμης |
construct. | controlled pipe outlet | υδροληψία μετά βαθμολογημένης διόδου εκροής |
mech.eng. | coolant channel inlet/outlet | είσοδος-έξοδος καναλιού ψύξεως |
mech.eng. | coolant outlet pipe | σωλήν εξόδου ψυκτικού μέσου |
mech.eng. | coolant outlet temperature | θερμοκρασία εξόδου ψυκτικού μέσου |
transp., mech.eng. | cooling water outlet | εκκένωση νερού ψύξεως |
earth.sc. | core outlet temperature | θερμοκρασία εξόδου από τον πυρήνα αντιδραστήρα |
mech.eng., construct. | culvert outlet | έξοδος οχετού |
construct. | cylindrical proportional outlet | κυλινδρική αναλογική υδροληψία |
earth.sc. | degradation of coolant outlet temperature | μείωσις της θερμοκρασίας εξόδου του ψυκτικού μέσου |
mech.eng. | deuterium oxide outlet ring main | συλλεκτήριος δακτύλιος εξερχομένου D2O |
mech.eng. | deuterium oxide outlet ring main | συλλεκτήριος δακτύλιος εξερχομένου βαρέος ύδατος |
life.sc., construct. | dewatering outlets | στόμια εκκενώσεως |
construct. | direct outlet | απ'ευθείας υδροληψία |
transp. | direct outlet from toilets | σωλήνας αποχέτευσης κατευθείαν από αποχωρητήριο |
agric. | discharge outlet | στόμιο εκροής |
mater.sc. | discharge outlet | έξοδος εκφόρτωσης |
mech.eng. | discharge outlet | στόμιο εκφόρτωσης |
mater.sc. | discharge outlet | θυρίδα εκφόρτωσης |
fin., energ.ind. | distribution outlet | δίκτυο διανομής |
mech.eng. | D2O outlet ring main | συλλεκτήριος δακτύλιος εξερχομένου βαρέος ύδατος |
mech.eng. | D2O outlet ring main | συλλεκτήριος δακτύλιος εξερχομένου D2O |
construct. | double orifice module outlet | υδροληψία μετ'αυτομάτου ρυθμιστού σταθεράς παροχής μετά δύο ασπίδων |
med. | double outlet right ventricle | διπλοέξοδη δεξιά κοιλία (exitus duplex ventriculi dextri) |
industr., construct. | dryer outlet | έξοδος του στεγνωτηρίου |
construct. | duty at outlet | καθήκον αρδευτικού ύδατος εν τη υδροληψία διανομής |
el. | electric outlet | ηλεκτρική θηλυκή πρίζα |
el. | electric outlet | βύσμα ρευματολήπτη |
mech.eng. | engine outlet | εξαγωγή |
mech.eng. | engine outlet | εξάτμιση κινητήρα |
industr. | extreme outlet | τελικός αποδέκτης |
transp. | fixed discharge outlet | μόνιμο στόμιο εκροής |
el. | flanged outlet | περιλαιμιωτή υποδοχή |
transp. | floor outlet from wash-basin | στόμιο αποχέτευσης σε δάπεδο λουτρού |
transp. | floor outlet from wash-basin | σιφώνι δαπέδου χώρου υγιεινής |
transp. | floor outlet from wash-basin | οχετός δαπέδου από λουτρό |
chem., el. | flue outlet | διακλάδωση απαερίων |
mech.eng. | flushing liquid outlet | κατάθλιψη υγρού έκλυσης |
construct. | free fall pipe outlet | υδροληψία μετά διόδου ελευθέρας εκροής |
astronaut., transp. | fuel tank outlet | Έξοδος δεξαμενής καυσίμου |
astronaut., transp. | fuel vent outlet | Έξοδος αεραγωγού καυσίμου |
earth.sc., mech.eng. | geodetic altitude of the outlet area of an installation | γεωδαιτικό ύψος της επιφάνειας εκροής μιας εγκατάστασης |
commun. | headset jack outlet panel | πίνακας βυσμάτων ακουστικών |
construct. | high pressure outlet | εκκένωσις υπό υψηλόν φορτίον |
transp. | hopper wagon with side outlets | όχημα-χοάνη με δάπεδο σχήματος τόξου |
mater.sc., mech.eng. | hoppered outlet | κωνικός πυθμένας εκφόρτωσης |
mater.sc., mech.eng. | hoppered outlet | χωνί εκφόρτωσης |
transp., mech.eng. | individual air outlet | στόμιο ατομικού εξαερισμού |
construct. | inlet and outlet | διάβασις τύπου εισροής-εκροής |
energ.ind. | inlet and outlet pipe pit | αεριοφυλάκιο με υπόγεια δεξαμενή |
chem., el. | inlet or outlet well | φρέαρ εισόδου-εξόδου |
earth.sc., mech.eng. | leakage outlet | στόμιο διαρροής |
construct. | lift outlet | υδροληψία μετ'ανυψώσεως |
earth.sc., el. | lighting outlet | ρευματοδότης φωτισμού |
earth.sc., mech.eng. | loss of head at outlet | απώλεια μανομετρική στη έξοδο |
agric. | manually directed air outlet | κανόνι |
agric. | manually directed air outlet | οπή σωλήνα μεγάλου διαμετρήματος |
stat., market. | market outlet | αγορά |
fin. | marketing outlets | δυνατότητες διάθεσης στο εμπόριο |
construct. | Marseilles canal type outlet | υδροληψία τύπου διώρυγος Μασσαλίας |
med. | measuring of the pelvic outlet | μέτρησις του κάτω στομίου της πυέλου |
construct. | meter gate outlet | βαθμολογημένη υδροληψία μετρήσεως ύδατος μετά θυρίδος |
agric. | modular outlet | υδροληψία τύπου αυτομάτου ρυθμιστού σταθεράς παροχής |
agric. | multi-outlet fan | ανεμιστήρας πολλών εξόδων |
agric. | multiple-outlet fan | ανεμιστήρας πολλών εξόδων |
min.prod. | narrow outlet | στενός δίαυλος |
construct. | non-modular outlet | υδροληψία μη αυτομάτου παροχής |
construct. | non-modular outlet | υδροληψία ασταθούς παροχής |
construct. | non-modular pipe outlet | υδροληψία μετά διόδου εκροής και με παροχήν εξηρτημένην εκ της στάθμης ανάντη και κατάντη |
mun.plan., earth.sc. | nozzle outlet | ακροφύσιο εξαγωγής |
earth.sc., mech.eng. | oil outlet | σημείο εξόδου λαδιού-διοχέτευση Λαδιού |
astronaut., transp. | oil tank outlet | Έξοδος δεξαμενής ελαίου |
construct. | open flume outlet | υδροληψία τύπου ανοικτής διώρυγος |
earth.sc., construct. | optimum capacity of an outlet | εύχρηστος ιδιωτική παροχή αρδεύσεως 2.βελτίστη παροχή μετρητικής υδροληψίας |
life.sc., construct. | outlet area | έκτασις εξυπηρετουμένη υπό υδροληψίας διανομής |
agric. | outlet area boundary | όρια εκτάσεως εξυπηρετουμένης υπό υδροληψίας διανομής |
mech.eng. | outlet box | κιβώτιο διανομής |
agric., construct. | outlet box | διανεμητής |
agric., construct. | outlet box | κιβώτιο ελέγχου της παροχής |
agric., construct. | outlet box | μεριστής |
agric., construct. | outlet channel | κύριαι συλλεκτήριοι τάφροι |
agric. | outlet channel | κανάλι εξόδου |
agric., construct. | outlet channel | έξοδος |
agric., construct. | outlet channel | αποδέκτης |
agric., construct. | outlet channel | κύρια συλλεκτήρια τάφρος |
chem., el. | outlet connector | συνδετικό εύκαμπτου σωλήνα |
chem., el. | outlet-control water heater | μεγάλος θερμαντήρας νερού με πίεση |
mater.sc. | outlet coupling | σταθερός ημισύνδεσμος |
tech., industr., construct. | outlet damper of a dry-cleaning machine | απαγωγός οσμών μηχανήματος στεγνού καθαρισμού |
mech.eng. | outlet diffuser | διαχύτης εξόδου |
chem. | outlet diffuser | εξολκέας |
chem. | outlet diffuser | εκχυτήρας |
agric., construct. | outlet ditch | διώρυγα εκφόρτωσης |
agric., construct. | outlet ditch | κύριαι συλλεκτήριοι τάφροι |
agric., construct. | outlet ditch | κύρια συλλεκτήρια τάφρος |
construct. | outlet drain | παροχέτευση |
met., el. | outlet dust loading | ποσοστό σκόνης στο καθαρό αέριο |
mech.eng. | outlet edge of blade | χείλος εξόδου πτερυγίου |
mech.eng. | outlet edge of blade | άκρο κατάθλιψης πτερυγίου |
mech.eng. | outlet edge of vane | χείλος εξόδου πτερυγίου |
mech.eng. | outlet edge of vane | άκρο κατάθλιψης πτερυγίου |
earth.sc., mech.eng. | outlet element | όργανο εξόδου,στοιχείο εξόδου |
nucl.pow. | outlet filter | εξωτερικό φίλτρο |
transp., mech.eng. | outlet flange of the exhaust manifold | φλάντζα του συλλέκτη εξάτμισης |
transp., mech.eng. | outlet flange of the exhaust manifold | κολλάρο του συλλέκτη εξάτμισης |
nat.sc., agric. | outlet for drained must | έξοδος της στραγγισμένης υποστάθμης |
nat.sc., agric. | outlet for stalks | εξαγωγή των στεμφύλων |
industr., construct. | outlet funnel | χοάνη εκροής |
industr., construct. | outlet funnel | χοάνη εξόδου |
earth.sc., mech.eng. | outlet funnel | χωνί κατάθλιψης αχρήστων |
chem., met. | outlet gas speed | ταχύτητα εξόδου αερίου |
construct. | outlet gate | θυρόφραγμα εκκένωσης |
construct. | outlet gate | βαλβίδα εκκένωσης |
IT, el. | outlet level | στάθμη εξόδου |
mech.eng. | outlet manifold | πολλαπλό ακροφύσιο εξόδου |
transp. | outlet nozzle | στόμιο αερισμού |
el. | outlet nut | περικόχλιο εξόδου |
agric. | outlet of cleaned product | έξοδος καθαρισμένου προϊόντος |
med. | outlet of the pelvis | έξοδος της πυέλου |
med. | outlet of the pelvis | κάτω στόμιο της πυέλου (apertura pelvis inferior) |
transp., construct. | outlet of the short vertical culvert | έξοδος του βραχέως κατακορύφου οχετού |
earth.sc., mech.eng. | outlet organ | όργανο εξόδου,στοιχείο εξόδου |
med. | outlet pelvimeter | πυελόμετρο για το κάτω στόμιο της πυέλου |
mech.eng. | outlet pipe | ακροστόμιο εκροής |
mech.eng. | outlet pipe | σωληνάκι πετρελαίου |
mech.eng. | outlet pipe | ακροστόμιο εκκένωσης |
mech.eng. | outlet pipe | αγωγός καυσίμου υψηλής πίεσης |
mech.eng. | outlet plug | πώμα εκροής |
mech.eng. | outlet plug | πώμα εκκένωσης |
earth.sc., mech.eng. | outlet point | σημείο εξόδου |
industr., construct., met. | outlet port | πόρτα από την πλευρά των καυσαερίων |
transp., mech.eng. | outlet port | χοάνη εξάτμισης |
industr., construct., met. | outlet port | μπρουλές από την πλευρά των καυσαερίων |
industr. | outlet port | στόμιο εξόδου |
mech.eng. | outlet pressure | πίεση εξόδου |
agric., construct. | outlet rill | στραγγιστικός αύλαξ |
agric., construct. | outlet rill | τάφρος διήθησης |
agric., construct. | outlet rill | ρυάκιο εξαγωγής |
agric., construct. | outlet rill | αύλαξ διήθησης |
life.sc. | outlet river | ποταμός εκροής |
earth.sc., construct. | outlet seal | φορτίον διασυνδέσεως σίφωνος |
earth.sc., mech.eng. | outlet side | πλευρά εξόδου,αποχετευτική πλευρά |
health. | outlet silencer | ηχοπαγίδα εξαγωγής |
health. | outlet silencer | σιγαστήρας εξαγωγής |
earth.sc., mech.eng. | outlet steering edge | άκρο καθοδήγησης εξόδου |
mech.eng. | outlet temperature | θερμοκρασία εξόδου |
transp., construct. | outlet to the lock chamber | έξοδος στο θάλαμο της δεξαμενής ανύψωσης |
mech.eng. | outlet tube | σωλήνωση εξόδου |
mech.eng. | outlet tube | σωλήνας εξαγωγής |
mech.eng. | outlet valve | δικλείδα εξαγωγής |
mech.eng. | outlet valve | βαλβίδα εξαγωγής |
construct. | outlet valve | θυρόφραγμα εκκένωσης |
earth.sc., mech.eng. | outlet valve | βαλβίδα κατάθλιψης |
construct. | outlet valve | βαλβίδα εκκένωσης |
earth.sc., mech.eng. | outlet velocity triangle | τρίγωνο ταχυτήτων κατάθλιψης |
earth.sc., mech.eng. | outlet water level | στάθμη νερού εκροής |
construct. | outlet wing wall | πτερυγότοιχος κατάντη |
industr. | outlet works | έργα τελικών αποδεκτών |
transp., construct. | outlets from discharge culverts | έξοδοι των οχετών εκκένωσης |
med. | oxygen constant flow outlet | λήψη οξυγόνου σταθερής παροχής |
med. | oxygen outlet | στόμιο οξυγόνου |
agric. | Parshall flume outlet | υδροληψία μετά μετρητού Parshall |
med. | pelvic outlet | κάτω στόμιο ελάσσονος πυέλου (apertura pelvis inferior) |
med. | pelvic outlet | κάτω στόμιο πυέλου (apertura pelvis inferior) |
med. | pelvic outlet | έξοδος της πυέλου |
med. | pelvic outlet | κάτω στόμιο της πυέλου (apertura pelvis inferior) |
med. | pelvic outlet | έξοδος ελάσσονος πυέλου (apertura pelvis inferior) |
med. | pelvic outlet conjugata | ανατομικές διάμετροι του κάτω στομίου της πυέλου |
med. | pelvic outlet contraction | συρρίκνωσις του κάτω στομίου της πυέλου |
med. | pelvic outlet forceps | λαβίς για την έξοδο της πυέλου |
med. | pelvic outlet index | δείκτης της εξόδου της πυέλου |
med. | pelvic plane of outlet | κάτω στόμιο ελάσσονος πυέλου (apertura pelvis inferior) |
med. | pelvic plane of outlet | κάτω στόμιο πυέλου (apertura pelvis inferior) |
med. | pelvic plane of outlet | έξοδος ελάσσονος πυέλου (apertura pelvis inferior) |
construct. | pipe outlet | υδροληψία μετά διόδου εκροής |
construct. | pipe-cum-open flume outlet | υδροληψία μετά σωληνωτού στομίου τύπου ανοικτής διώρυγος |
construct. | pipe-cum-semi-module outlet | υδροληψία μετά σωληνωτού στομίου και ημιαυτομάτου ρυθμιστού σταθεράς παροχής |
gen. | Plugs and socket-outlets | Ρευματοδόται και ρευματολήπται |
agric. | power outlet | ισχύς εξόδου |
IT, transp. | precooler outlet temperature indicator | ενδείκτης θερμοκρασίας αέρα στην έξοδο της πρόψυξης |
IT | printer outlet | έξοδος εκτυπωτή |
mech.eng. | pump outlet pressure | πίεση στομίου εξόδου της αντλίας |
environ. | rain outlet | υπερχειλιστής ομβρίων υδάτων |
chem., el. | raw gas outlet | έξοδος ακάθαρτου αερίου |
life.sc., construct. | regional outlet channel | υδατόρρευμα-αποδέκτης |
life.sc., construct. | regional outlet channel | απαγωγός κοίτη |
mech.eng. | relief valve outlet | εξαγωγή βαλβίδας ασφαλείας |
mech.eng. | relief valve outlet | εξαγωγή ανακουφιστικής βαλβίδας |
commun. | remote communications outlet | τηλεχειριζόμενη διάταξη επικοινωνιών |
econ. | retail outlet | πρατήριο |
agric., mech.eng. | riser outlet | στόμιο εισόδου υγρού στον εκτοξευτή |
mech.eng., construct. | riser outlet | σωλήν ανυψώσεως |
mech.eng., construct. | riser outlet | στόμιον μετά σωλήνος ανυψώσεως |
agric., mech.eng. | riser outlet | άφιξη υγρού στο ακροφύσιο |
fin., agric. | sale from producers to retail outlets | απευθείας πώληση από τους παραγωγούς στα σημεία πωλήσεως |
construct. | scour outlet | διώρυγα έκπλυσης προσχώσεων |
construct. | scour outlet | διώρυγα καθαρισμού |
construct. | scour outlet | άνοιγμα καθαρισμού |
el. | scour outlet | οπή εκκενώσεως επί του πυθμένος |
construct. | scour outlet | άνοιγμα έκπλυσης προσχώσεων |
construct. | scratchley outlet | υδροληψία τύπου Scratchley |
mater.sc. | screw-type outlet coupling | κοχλιωτός μόνιμος ημισύνδεσμος |
agric. | seed outlet | κανάλι εξόδου |
construct. | self-adjusting standing wave weir outlet | υδροληψία μετ'αυτορυθμιζομένου εκχειλιστού μεθ'άλματος |
construct. | self-adjusting weir-cum-pipe outlet | υδροληψία μετ'αυτορυθμιζομένου εκχειλιστού και σωληνωτού στομίου |
nat.sc., agric. | self-emptying grape transporter with outlet | μεταφορέας αυτόματης εκκένωσης |
mater.sc. | self-emptying outlet | ελεύθερη εκφόρτωση |
mater.sc. | self-emptying outlet | εκφόρτωση με τη βαρύτητα |
agric. | semi-modular outlet | υδροληψία τύπου ημιαυτομάτου ρυθμιστού σταθεράς παροχής |
mech.eng., construct. | service outlets | στόμια υδροληψίας |
agric. | sheet panel with shut off slides for the grain outlet | πλάκα λαμαρίνας με καταγραφή για την εκκένωση του διαμερίσματος αποθήκευσης του σπόρου |
agric. | single-outlet fan | ανεμιστήρας μιας εξόδου |
mech.eng., construct. | sluicing outlets | στόμια καθαρισμού |
transp., avia. | spare outlet | επιπρόσθετη έξοδος |
mech.eng. | swinging outlet | κατευθυνόμενη έξοδος |
mech.eng., construct. | switched socket-outlet | ρευματολήπτης με διακόπτη |
transp., mech.eng. | swivelling air outlet | στόμιο ατομικού εξαερισμού |
construct. | syphon module outlet | υδροληψία μετ'αυτομάτου ρυθμιστού σταθεράς παροχής μετά δύο ασπίδων |
transp., construct. | tail outlet transition | συναρμογή εξόδου κατάντη τεχνικού έργου |
agric. | tank floor outlet | φρεάτιο δοχείου |
astronaut., transp. | tank outlet | Στόμιο δεξαμενής |
construct. | temporary outlet | προσωρινή υδροληψία |
agric., construct. | terrace outlet channel | έξοδος |
agric., construct. | terrace outlet channel | αποδέκτης |
transp., construct. | the outlet of a canal into a river | διάρρους εκβολής διώρυγας |
transp., construct. | the outlet of a canal into a river | στόμιο εκβολής διώρυγας |
transp., construct. | the outlet of a canal into a river | άνοιγμα εκβολής διώρυγας |
transp., construct. | the water seeks an outlet | το νερό αναζητεί διέξοδο |
life.sc., construct. | tidal outlet | έργον εκροής παλιρροίας |
econ. | tied sales outlet | πρατήριο πώλησης |
construct. | tube outlet | υπόγειος αγωγός αποχετεύσεως |
fin., food.ind. | tying arrangements between brewers and their outlets | συμφωνία αποκλειστικής διανομής |
environ. | underground outlet channel | υπόγειος συλλεκτήριος αγωγός εξόδου |
environ. | underwater outlet Point of water disposal located below the sea surface | υποβρύχια έξοδος οχετού |
environ. | underwater outlet | υποβρύχιο στόμιο εξόδου αγωγού/υποβρύχια έξοδος οχετού |
environ. | underwater outlet | υποβρύχιο στόμιο εξόδου αγωγού/υποβρύχια έξοδος οχετού |
environ. | underwater outlet Point of water disposal located below the sea surface | υποβρύχιο στόμιο εξόδου |
chem., el. | used air outlet | οπή εξαερισμού |
earth.sc., el. | utility outlet | ρευματολήπτης μπαλαντέζας |
earth.sc., el. | utility outlet | ρευματοδότης γενικής χρήσης |
agric., construct. | vegetated outlet | αποδέκτης με φυτικήν επένδυσιν |
astronaut., transp. | vent outlet | Έξοδος αεραγωγού |
health. | ventilated-pressurized clothing with a channelled outlet outside the shield | στολή αεριζόμενη εκ των έσω με διοχέτευση του αέρα εκτός του προστατευτικού καλύμματος |
health. | ventilated-pressurized clothing with a controlled and channelled outlet | προστατευτική στολή αεριζόμενη εκ των έσω με ελεγχόμενη διοχέτευση και εξαγωγή του αέρα |
health. | ventilated-pressurized clothing with a controlled outlet | προστατευτική στολή αεριζόμενη εκ των έσω με ελεγχόμενη εξαγωγή του αέρα |
health. | ventilated-pressurized clothing with an uncontrolled outlet | προστατευτική ενδυμασία αεριζόμενη εκ των έσω με ελεύθερη εξαγωγή του αέρα |
chem., el. | ventilation outlet | οπή εξαερισμού |
mech.eng. | vertical exhaust outlet | όρθιος σωλήνας εξάτμισης |
gen. | Vitreous china washdown WC pans with horizontal outlet | Λεκάνη αποχωρητηρίου από υαλώδη πορσελάνη, με έκπλυση, στήριξη στο δάπεδο και οριζόντια έξοδο |
agric. | V-notch outlet | υδροληψία μετά τριγωνικού εκχειλιστού |
life.sc., construct. | waste outlets | στόμια εκκενώσεως |
chem., el. | water heater with free outlet | θερμαντήρας νερού με ελεύθερη εκροή |
mun.plan. | water outlet | καζανάκι λουτρού |
transp., chem. | water outlet pipe | σωλήνας εξόδου νερού |
econ. | wide commercial outlets | ευρείες αγορές διαθέσεως |
construct. | wooden-shoot outlet | υδροληψία μετά ξυλίνης διόδου εκροής |