DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject General containing ordinary | all forms | exact matches only
EnglishGreek
acting by means of regulations in accordance with the ordinary legislative procedureαποφασίζοντας μέσω κανονισμών σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία
cost of insurance against ordinary risksέξοδα ασφαλίσεως για την κάλυψη των απλών κινδύνων
cost of insurance against ordinary risks breakage, theft, fireέξοδα ασφάλισης για την κάλυψη απλών κινδύνων
ordinary activitiesσυνήθεις δραστηριότητες
Ordinary bending testΔοκιμασία απλής αναδιπλώσεως
ordinary cost of living indexκοινός δείκτης κόστους ζωής
ordinary cost of living indexκοινός δείκτης του κόστους ζωής
profit or loss on ordinary activities after taxαποτέλεσμα που προκύπτει από συνήθεις δραστηριότητες, μετά την αφαίρεση των φόρων