Subject | English | Greek |
law, econ., fin. | a transfer order | εντολή μεταβίβασης ; εντολή μεταφοράς |
gen. | activation order | διαταγή ενεργοποίησης |
law | adjustment of maintenance orders | προσαρμογή δικαστικών αποφάσεων με αντικείμενο υποχρέωση διατροφής |
econ. | administrative order | διοικητική απόφαση |
gen. | Agreement concerning Postal Money Orders | Ειδική Συμφωνία για ταχυδρομικές εντολές πληρωμής |
fin. | all or none order | μηδενική εντολή |
fin. | all or none order | καθολική εντολή |
fin. | all-or-none order | μηδενική εντολή |
fin. | all-or-none order | καθολική εντολή |
work.fl., IT | alphabetical order | αλφαβητική διευθέτηση |
work.fl., IT | alphabetical order | αλφαβητική διάταξη |
work.fl., IT | alphanumeric order | αλφαριθμική διάταξη |
work.fl., IT | alphanumeric order | αλφαριθμική διευθέτηση |
patents. | append an enforcement order | ο εκτελεστήριος τύπος περιάπτεται |
law | application for an order for enforcement | αίτηση εκδόσεως exequatur |
fin. | at best order | εντολή πώλησης στην καλύτερη δυνατή τιμή |
fin. | at best order | εντολή πώλησης σε ακαθόριστη τιμή |
fin. | at the closing order | εντολή στην τιμή κλεισίματος |
fin. | at-the-opening order | εντολή στην τιμή ανοίγματος |
econ., fin. | atypical-order detection scheme | σύστημα για τον εντοπισμό των ασυνήθιστων εντολών |
law | authenticated copies of judgements and orders | κεκυρωμένα αντίγραφα των διατάξεων και αποφάσεων |
law | authenticated copies of judgments and orders | κεκυρωμένα αντίγραφα των Διατάξεων και αποφάσεων |
commer. | backlog of orders | ανεκτέλεστες παραγγελίες |
agric. | bale setting in order | τακτοποίηση δεμάτων |
fin. | bank money order | τραπεζική εντολή |
commer., bank. | banker's order | πάγια εντολή |
fin. | bill of lading to order | φορτωτική "εις διαταγήν" |
fin. | bill to order | τίτλος εις διαταγήν |
fin. | bill to order | τίτλοι σε διαταγή |
fin. | bill to order | συναλλαγματική " εις διαταγήν" |
commer., environ. | bottle return deposit order | διάταξη περί επιστροφής χρημάτων από άδειες συσκευασίες |
law | breach of orders or prohibitions intended to safeguard the public interest | παραβίαση διαταγών ή απαγορευτικών διατάξεων δημόσιου συμφέροντος |
fin. | buy limit order | εντολή αγοράς με ανώτατο όριο τιμής |
fin. | buy stop order | εντολή αγοράς ορισμένης ποσότητας χρεογράφων ή αγαθών σε συγκεκριμένη τιμή |
fin., IT | buying order | εντολή αγοράς |
gen. | ...calls for concerted action in order to | ...απαιτεί συντονισμένη δράση για να |
fin. | canceling order | εντολή ακύρωσης |
work.fl. | canonical order | μαθηματική διάταξη |
work.fl. | canonical order | κανονική διάταξη |
fin., commun. | card money order | επιταγή με δελτίο |
law | certification as a European enforcement order | πιστοποίηση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου |
law | changed facts judgment by a second court, in order to vary that of the first court, would have to be based on changed facts | νέο περιστατικό |
immigr. | checking of travel documents in order to establish identity | εξακρίβωση της ταυτότητας με την προσκόμιση ή επίδειξη ταξιδιωτικών εγγράφων |
law, fin. | cheque payable to order | εκδότης επιταγής εις διαταγήν |
law, fin. | cheque payable to order | εκδότης γραμματίου εις διαταγήν |
gen. | Chronologic order | Χρονολογική σειρά |
fin., commun. | COD money order | επιταγή αντικαταβολής |
law | coherence of the Union legal order | συνοχή της έννομης τάξης της Ένωσης |
gen. | collective movement order | ομαδική εντολή μετακίνησης |
fin. | collective order | συλλογική εντολή |
gen. | Committee on the adaptation to scientific and technical progress of the directive on the quality of fresh waters needing protection or improvement in order to support fish life | Επιτροπή για την προσαρμογή στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο της οδηγίας περί της ποιότητος των γλυκών υδάτων που έχουν ανάγκη προστασίας η βελτιώσεως για τη διατήρηση της ζωής των ιχθύων |
law | common ministerial order | κοινή υπουργική απόφαση |
construct. | compulsory land purchase order | εντολή απαλλοτρίωσης |
construct. | compulsory land purchase order | απόφαση απαλλοτρίωσης |
law | Compulsory Purchase Order | πράξη απαλλοτρίωσης |
econ. | concerted action in order to guarantee steady expansion | συντονισμένη δράση για να εξασφαλισθεί σταθερότης στην επέκταση |
construct. | condemnation order | εντολή κατεδάφισης |
law | confirmation of order | επιβεβαίωση της παραγγελίας |
gen. | confirmation of order | επιβεβαίωση παραγγελίας |
law | constitutional order | συνταγματική τάξη |
fin. | contingent order | εντολή "υπό αίρεση" |
gen. | Cooperation Agreement between the Ministry of Public Order of the Hellenic Republic and the Ministry of Interior of the Arab Republic of Egypt concerning matters falling within their competence | Συμφωνία συνεργασίας μεταξύ του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Υπουργείου Εσωτερικών της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου σε θέματα αρμοδιότητάς τους |
fin. | correct execution of orders | ορθή εκτέλεση των εντολών |
fin. | credit transfer order | εντολή μεταφοράς κεφαλαίων |
gen. | customers' advance against order | προσωριναί πιστοποιήσεις πληρωμής |
fin. | dark order | μη φανερό βιβλίο εντολών |
fin. | day order | εντολή μονοήμερης διάρκειας |
fin. | day order | εντολή ημέρας |
law | decision by reasoned order | απάντηση με αιτιολογημένη διάταξη |
commer. | decision ordering recovery | απόφαση διατάσσουσα ανάκτηση |
gen. | decision ordering repayment | απόφαση που διατάσσει την επιστροφή |
law | deliver a decision or order in open court | ανάγνωση της αποφάσεως ή διατάξεως σε δημόσια συνεδρίαση |
immigr. | Department for Police, Public Security and Order | Κλάδος Αστυνομίας, Ασφάλειας και Τάξης |
law, immigr. | deportation order | απόφαση απέλασης |
law | detention order | στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας |
law, immigr. | detention order | διαταγή κράτησης |
law | detention order | μέτρο ασφ·αλείας |
earth.sc. | diffraction order | ρύθμιση διάβλασης |
law, sec.sys. | Disability Living Allowance and Disability Working Allowance Northern Ireland Order | κανονισμός για το επίδομα επιβίωσης αναπήρων και επίδομα εργασίας αναπήρων |
law | distraint order | κατάσχεση εις χείρας τρίτου |
law | distraint order | συντηρητική κατάσχεση |
fin. | document endorsable to order | συναλλαγματική " εις διαταγήν" |
fin. | document endorsable to order | τίτλοι σε διαταγή |
fin. | document endorsable to order | τίτλος εις διαταγήν |
law, fin. | drawer of a bill payable to order | εκδότης επιταγής εις διαταγήν |
law, fin. | drawer of a bill payable to order | εκδότης γραμματίου εις διαταγήν |
econ., fin. | durable goods orders | παραγγελίες διαρκών αγαθών |
gen. | e-ordering | ηλεκτρονική παραγγελία |
gen. | electronic ordering | ηλεκτρονική παραγγελία |
law | enforcement order | εκτελεστός τίτλος |
agric. | engine order telegraph | τηλέγραφος μηχανοστασίου |
social.sc. | Equestrian Order of the Holy Sepulchre of Jerusalem | Τάγμα Ιπποτών του Παναγίου Τάφου |
fin. | to establish that the waiver is in order | διαπιστώνω την κανονικότητα της παραιτήσεως |
law, fin. | European Account Preservation Order | ευρωπαϊκή διαταγή δέσμευσης λογαριασμού |
obs., law, fin. | European Account Preservation Order | ευρωπαϊκή διαταγή διατήρησης λογαριασμού |
law | European Enforcement Order | Ευρωπαϊκός Εκτελεστός Τίτλος |
law | European enforcement order certificate | πιστοποιητικό Ευρωπαϊκού Εκτελεστού Τίτλου |
commer., polit. | European Mail Order Traders Association | Ευρωπαϊκή Ενωση Πωλητών δι'Αλληλογραφίας |
law | European protection order | ευρωπαϊκή εντολή προστασίας |
law | European Supervision Order | Ευρωπαïκó Ένταλμα Επιτήρησης |
work.fl. | evolutionary order | εξελικτική διάταξη |
work.fl. | evolutionary order | εξελικτική ακολουθία |
law, immigr. | exclusion order | δικαστική απέλαση |
fin. | executing clients'orders | εκτέλεση εντολών πελατών |
fin. | execution of an order | εκτέλεση εντολής |
immigr. | expulsion order | διαταγή απέλασης |
immigr. | expulsion order | εντολή απομάκρυνσης |
law | extension of procedural time limits in order to take account of distance | παρέκταση των δικονομικών προθεσμιών λόγω αποστάσεως |
work.fl., IT | facet order | διάταξη όψεων |
work.fl., IT | facet order | οψίτυπος |
life.sc., construct. | federal graphic representation order | ομοσπονδιακός κανονισμός σύνταξης σχεδίων |
life.sc., construct. | federal graphic representation order | Ομοσπονδιακό Διάταγμα περί γραφικών παραστάσεων |
law, med. | federal medical order | ομοσπονδιακός ιατρικός κανονισμός |
fin. | fill or kill order | καθολική εντολή |
fin. | fill or kill order | μηδενική εντολή |
law, fin. | final order of closure | τελική εντολή κλεισίματος |
nat.sc. | first-order coefficient | συντελεστής πρώτης τάξης |
gen. | first order decay | συνάρτηση διάσπασης πρώτης τάξεως |
gen. | first order decay function | συνάρτηση διάσπασης πρώτης τάξεως |
gen. | first order decay method | συνάρτηση διάσπασης πρώτης τάξεως |
chem. | first order kinetics | πρωτοταξική κινητική |
chem. | first order kinetics | ταχύτητα αντίδρασης πρώτης τάξεως |
chem. | first order kinetics | ρυθμός πρωτοταξικής αντίδρασης |
chem. | first order kinetics | ρυθμός αντίδρασης πρώτης τάξεως |
chem. | first order kinetics | ταχύτητα πρωτοταξικής αντίδρασης |
chem. | first order kinetics | κινητική πρώτης τάξεως |
life.sc. | first order levelling network | χωροσταθμικό δίκτυο α'τάξης |
chem. | first order reaction rate | ταχύτητα αντίδρασης πρώτης τάξεως |
chem. | first order reaction rate | κινητική πρώτης τάξεως |
chem. | first order reaction rate | ρυθμός αντίδρασης πρώτης τάξεως |
chem. | first order reaction rate | πρωτοταξική κινητική |
chem. | first order reaction rate | ρυθμός πρωτοταξικής αντίδρασης |
chem. | first order reaction rate | ταχύτητα πρωτοταξικής αντίδρασης |
gen. | First-order subroutine | Υπορουτίνα πρώτης τάξης |
chem. | first-order transition | μετατροπή πρώτης τάξης |
nat.sc. | first order triangulation | τριγωνισμός α'τάξης |
life.sc. | first order triangulation network | τριγωνομετρικό δίκτυο α'τάξης |
fin. | flash order | αστραπιαία εντολή |
gen. | follow-up orders | επάλληλες παραγγελίες |
law, fin. | foreign money order | εντολή πληρωμής εξωτερικού |
law | form of order sought by the defendant | αιτήματα του καθού |
fin. | forward estimate is in order and conforms to the relevant provisions | κανονικότητα και συμφωνία της πρόβλεψης προς τις ισχύουσες διατάξεις |
law | garnishee order | κατάσχεση εις χείρας τρίτου |
fin. | garnishee order | εντολή κατάσχεσης |
law | garnishee order | συντηρητική κατάσχεση |
fin. | general administrative orders | γενικές διοικητικές εντολές |
work.fl., commun. | geographical order | γεωγραφική ταξινόμηση |
work.fl., commun. | geographical order | τοπωνυμική ταξινόμηση |
fin. | good 'till cancelled order | παραγγελία ή εντολή που παραμένει σε ισχύ μέχρι να εκτελεστεί ή να ακυρωθεί |
law | grant of an order for enforcement | έκδοση exequatur |
law | guardian of the Community legal order | θεματοφύλακας της κοινοτικής έννομης τάξης |
law, social.sc., health. | Health and Personal Social Services Northern Ireland Order | διάταγμα περί υπηρεσιών υγείας και προσωπικών κοινωνικών υπηρεσιών |
fin. | hidden order | αφανής εντολή |
work.fl., IT | hierarchical order | ιεραρχική διευθέτηση |
work.fl., IT | hierarchical order | ιεραρχική διάταξη |
fin. | immediate settlement order | εντολή άμεσου διακανονισμού |
law | implementing order | συμπληρωματική νομοθεσία |
law | implementing order | εκτελεστικές διατάξεις |
econ., fin. | improper matched order | αθέμιτη συνδυασμένη εντολή |
gen. | in descending order of rank | κατά φθίνουσα ιεραρχική τάξη |
gen. | in good order and condition | σε καλή κατάσταση |
gen. | in order to | για |
gen. | in order to wind up the debate on | μετά τη συζήτηση |
gen. | in the event of serious internal disturbances affecting the maintenance of law and order | σε περίπτωση σοβαρής εσωτερικής διαταραχής της δημοσίας τάξεως |
law | injunctive order | απαγορευτική διάταξη |
law, commun. | interception order | εντολή παρακολούθησης |
law | internal legal order | εσωτερική έννομη τάξη |
econ. | international legal order | διεθνής έννομη τάξη |
law, fin. | international money order | εντολή πληρωμής εξωτερικού |
gen. | international money order | διεθνής εντολή πληρωμής |
fin. | investors' orders | επενδυτικές εντολές |
fin. | to issue a payment order | έκδοση εντάλματος πληρωμής |
fin. | to issue a recovery order | έκδοση εντάλματος εισπράξεως |
fin. | issue recovery orders | έκδοση εντολής εισπράξεως |
construct. | job order | εντολή εργασίας βάσει τιμής μονάδος |
law, lab.law. | Jobseekers Northern Ireland Order | διάταγμα για όσους αναζητούν εργασία |
fin. | joint procedure in respect of preprinted credit transfer orders | κοινή διαδικασία επεξεργασίας εντύπων πληρωμής/μεταφοράς χρηματικών ποσών |
law | judicial winding-up order | δικαστική εκκαθάριση |
law | judicial winding-up order | δικαστική διαταγή εκκαθάρισης |
law | judicial winding-up order | διαταγή δικαστικής εκκαθάρισης |
fin. | landing order | εντολή εκφόρτωσης |
gen. | law and order | δημόσια τάξη |
law | legal order | έννομη τάξη |
law | letters rogatory issued in the form of an order | αίτηση για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων που εκδίδεται με τη μορφή Διατάξεως |
law | life sentence or detention order | ποινή ή μέτρο ασφαλείας εφ'όρου ζωής |
fin. | limit order | εντολή με όριο |
fin. | limit order | περιορισμένη εντολή |
fin. | limit order book | βιβλίο εντολών με όριο τιμής |
fin. | limited order | περιορισμένη εντολή |
work.fl., IT | linear order | γραμμική διάταξη |
econ. | liquidity transfer order | εντολή μεταφοράς ρευστότητας |
fin., commun. | list money order | επιταγή με κατάλογο |
phys.sc. | magnetic ordering | μαγνητική διάταξη |
commer. | mail order | πώληση δι'αλληλογραφίας |
gen. | mail order | ταχυδρομική παραγγελία |
law, social.sc. | mail-order bride | κατά παραγγελία νύφη |
busin. | mail order business | κατάστημα πωλήσεωv με αλληλoγραφία |
busin. | mail order business | εταιρία πωλήσεωv με αλληλoγραφία |
busin. | mail order business | oίκoς πωλήσεωv με αλληλoγραφία |
busin. | mail order company | oίκoς πωλήσεωv με αλληλoγραφία |
busin. | mail order company | εταιρία πωλήσεωv με αλληλoγραφία |
busin. | mail order company | κατάστημα πωλήσεωv με αλληλoγραφία |
busin. | mail order firm | εταιρία πωλήσεωv με αλληλoγραφία |
busin. | mail order firm | oίκoς πωλήσεωv με αλληλoγραφία |
busin. | mail order firm | κατάστημα πωλήσεωv με αλληλoγραφία |
busin. | mail order house | κατάστημα πωλήσεωv με αλληλoγραφία |
busin. | mail order house | εταιρία πωλήσεωv με αλληλoγραφία |
busin. | mail order house | oίκoς πωλήσεωv με αλληλoγραφία |
commer. | mail order trading | πώληση δι'αλληλογραφίας |
law | maintenance of law and order | τήρηση τoυ vόμoυ και της τάξης |
law | maintenance of law and order | τήρηση της δημόσιας τάξης |
law | maintenance of law and order | επιβολή της δημόσιας τάξης |
fin. | market order | εντολή πώλησης σε ακαθόριστη τιμή |
fin. | market order | εντολή πώλησης στην αγοραία αξία |
fin. | market order | εντολή πώλησης στην καλύτερη δυνατή τιμή |
gen. | mass of the vehicle in running order | μάζα του οχήματος σε τάξη πορείας |
fin. | to match investor's orders | εξασφάλιση αλληλοκάλυψης των εντολών των επενδυτών |
fin. | matched orders | εντολή "υπό αίρεση" |
fin. | matching orders | αντίστοιχες εντολές |
work.fl. | mathematical order | μαθηματική διάταξη |
work.fl. | mathematical order | κανονική διάταξη |
law | measure of inquiry prescribed by means of an order | καθορίζω με Διάταξη τα αποδεικτικά μέσα |
social.sc. | measures providing for specific advantages in order to make it easier for the underrepresented sex to pursue a vocational activity | μέτρα που προβλέπουν ειδικά πλεονεκτήματα, τα οποία διευκολύνουν το λιγότερο εκπροσωπούμενο φύλο να συνεχίσει μια επαγγελματική δραστηριότητα |
social.sc. | Military Order of Italy | Στρατιωτικό Τάγμα της Ιταλίας |
law, transp. | Minimum Values Order | διάταγμα περι ελαχίστων τιμών |
gen. | Minister for Public Order | Υπουργός Δημόσιας Τάξης |
law | ministerial order | υπουργική απόφαση |
law | Ministry of Justice and Public Order | Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως |
gen. | Ministry of Public Order | Υπουργείο Δημόσιας Τάξης |
gen. | missile cease-fire order | εντολή παύσης εκτόξευσης πυραύλων |
earth.sc. | molecular ordering | μοριακή τάξη |
fin. | money order | ταχυδρομική εντολή |
fin. | money order | χρηματική εντολή |
fin., econ. | money order | τραπεζική εντολή' ένταλμα πληρωμής |
fin. | money order | έμβασμα |
econ., fin. | money payment order | Χρηματικά Εντάλματα Προπληρωμής |
law | monitoring order | εντολή παρακολούθησης τραπεζικών λογαριασμών |
immigr. | national legal order | εθνική νομοθεσία ; εθνική έννομη τάξη |
social.sc. | National Order of Merit | Εθνικό Τάγμα Αξίας |
work.fl. | natural word order | φυσική σειρά λέξεων |
fin. | "near" order | οιονεί εντολή |
fin. | negotiable order of withdrawal | διαπραγματεύσιμη εντολή ανάληψης |
fin. | Negotiable Order of Withdrawal Account | λογαριασμός διαπραγματεύσιμων εντολών ανάληψης |
fin. | Negotiable Order of Withdrawal Account | λογαριασμός ΔEA |
life.sc. | network of lower order control points | γεωδαιτικό δίκτυο κατώτερης τάξης |
gen. | new cooperative security order | νέα τάξη συνεργασίας για την ασφάλεια |
econ. | new economic order | νέα οικονομική τάξη πραγμάτων |
econ. | new factory orders | νέες παραγγελίες εργοστασίων |
gen. | new world order | νέα διεθνής τάξη |
gen. | no-fire order | απαγόρευση βολής |
gen. | no-fire order | εντολή παύσης πυρός |
fin., energ.ind. | Non-Fossil Fuels Order | υποχρέωση προμήθειας μη ορυκτών καυσίμων |
fin., energ.ind. | Non-Fossil Fuels Order | υποχρέωση περί μη ορυκτών καυσίμων |
fin. | non-lit order | μη φανερό βιβλίο εντολών |
fin. | non-settled payment order | μη διακανονισθείσα εντολή πληρωμής |
tech., mech.eng. | normal running order | ετοιμότητα κίνησης |
fin. | notes-held-to-order scheme | σύστημα ΝΗΤΟ |
fin. | notes-held-to-order scheme | σύστημα φύλαξης τραπεζογραμματίων "notes-held-to-order" |
work.fl., IT | numerical order | αριθμική διάταξη |
econ. | numerical order of the codes | αριθμητική σειρά των κωδικών |
fin. | open order | παραγγελία ή εντολή που παραμένει σε ισχύ μέχρι να εκτελεστεί ή να ακυρωθεί |
law | operative part of every judgment and interim order | διατακτικό κάθε αποφάσεως και διατάξεως περί ασφαλιστικών μέτρων |
law | to order a preparatory inquiry | αποφασίζω τη διεξαγωγή αποδείξεων |
law | order an application by a party that certain facts be proved | διατάσσω την απόδειξη ορισμένων περιστατικών κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων |
gov. | to order an inquiry in which each side can submit its case and reply to the case of the other side | διατάσσω ανάκριση κατ'αντιμωλία |
commer. | order backlogs | ανεκτέλεστες παραγγελίες |
fin. | order bill of lading | φορτωτική "εις διαταγήν" |
econ. | order book | μπλοκ παραγγελιών |
econ. | order book | σύνολο παραγγελιών |
econ. | order book | βιβλίο παραγγελιών |
econ., fin. | order-driven | με βάση τις ροές εντολών |
law | order for appearance | κλήση |
law | order for deprivation of liberty | απόφαση που επιβάλλει στέρηση της ελευθερίας |
law | order for enforcement | εκτελεστήριος τύπος |
law | order for enforcement | εκτελεστός τίτλος |
law | order for enforcement | απόφαση exequatur |
law | order for which no reasons are given | Διάταξη που δεν χρειάζεται να αιτιολογηθεί |
fin. | order form | δελτίο παραγγελίας |
fin. | order form | παραγγελία |
fin. | order form | έντυπο παραγγελίας |
gen. | order form for facilities | έντυπο παραγγελιών για παροχές |
work.fl. | order in array | διάταξη σε σειρά |
work.fl. | order in array | ακολουθιακή διάταξη |
law | order in chambers in matters of special urgency | αποφάσια κατόπιν συνοπτικής διαδικασίας |
fin. | order instrument | τίτλοι σε διαταγή |
fin. | order instrument | συναλλαγματική " εις διαταγήν" |
fin. | order instrument | τίτλος εις διαταγήν |
fin., econ. | order instruments | τίτλοι σε διαταγή |
fin., polit. | order number | αύξων αριθμός |
social.sc. | Order of Academic Palms | Τάγμα των Ακαδημαϊκών Φοινίκων |
social.sc. | Order of Agricultural Merit | Τάγμα της Γεωργικής Αξίας |
earth.sc., transp. | order of an optic | τάξη ενός οπτικού στοιχείου |
social.sc. | Order of Arts and Letters | Τάγμα των Τεχνών και των Γραμμάτων |
gen. | order of battle | επιχειρησιακή τάξη της μάχης |
gen. | order of battle | διάταξη μάχης |
mater.sc., mech.eng. | order of drops | διαδοχή πτώσεων |
math. | order of interaction | βαθμός αλληλεπίδρασης |
law | order of its own motion that certain facts be proved | διατάσσω την απόδειξη ορισμένων περιστατικών αυτεπαγγέλτως |
chem. | order of kinetics | τάξη της αντίδρασης |
med. | order of magnitude | τάξη μεγέθους |
social.sc. | Order of Malta | Τάγμα της Μάλτας |
social.sc. | Order of Maritime Merit | Τάγμα της Ναυτικής Αξίας |
social.sc. | Order of Merit for Labour | Τάγμα Αξίας της Εργασίας |
social.sc. | Order of Merit of the Italian Republic | Τάγμα Αξίας της Ιταλικής Δημοκρατίας |
social.sc. | Order of Pius IX | Τάγμα του Πίου |
social.sc. | Order of Pope St Sylvester | Τάγμα του Αγίου Συλβέστρου |
chem. | order of reaction | τάξη της αντίδρασης |
gen. | order of seating | διάταξη καθισμάτων |
social.sc. | Order of St Gregory the Great | Τάγμα του Αγίου Γρηγορίου |
law | order of succession | διαδοχή τάξεων |
law | order of succession | τάξεις κληρονομικής διαδοχής |
law | order of the Chamber to which the case has been assigned | Διάταξη του τμήματος στο οποίο έχει ανατεθεί η υπόθεση |
law | order of the Court | διάταξη του δικαστηρίου |
law | order of the Court | Διάταξη του Δικαστηρίου |
law | Order of the Flemish Regional Executive | διάταγμα της φλαμανδικής εκτελεστικής εξουσίας |
social.sc. | Order of the Golden Spur | Τάγμα του Χρυσού Πτερνιστήρα |
social.sc. | Order of the Liberation | Τάγμα της Απελευθέρωσης |
law | order of the Office | διατακτικό της απόφασης του γραφείου |
law | order of the public prosecutor | εισαγγελική παραγγελία |
social.sc. | Order of the Star of Italian Solidarity | Τάγμα του Αστέρος της Ιταλικής Αλληλεγγύης |
social.sc. | Order of Vittorio Veneto | Τάγμα του Vittorio Veneto |
law, environ. | Order on the disposal of waste from packaging | Διάταγμα για τη διάθεση των απορριμμάτων από συσκευασίες |
econ., fin. | order pairing | αντιστοίχηση εντολών |
mater.sc., mech.eng. | order-picking hall | ζώνη προετοιμασίας παραγγελιών |
law | order prohibiting the defendant from proceeding with the infringements acts | απόφαση που απαγορεύει στον εναγόμενο να συνεχίσει τις πράξεις της παραποίησης |
law | order prohibiting the defendant from proceeding with the infringements acts | απόφαση που απαγορεύει στον εναγόμενο να συνεχίσει τις πράξεις της απομίμησης |
work.fl., IT | order relation | σχέση διάταξης |
fin. | order security | συναλλαγματική " εις διαταγήν" |
fin. | order security | τίτλος εις διαταγήν |
law | order setting out the facts to be proved | διάταξη που καθορίζει τα θέματα αποδείξεως |
law | order terms | όροι μιας σύμβασης |
law | order terms | συμβατικοί όροι |
law | order terms | όροι της σύμβασης |
law | order that a previous inquiry be expanded | διατάσσω συμπλήρωση της διεξαγωγής αποδείξεων |
law | order that a previous inquiry be repeated | διατάσσω την επανάληψη της διεξαγωγής αποδείξεων |
law | to order that application of the contested act be suspended | διατάσσει την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως |
law | order that application of the contested act be suspended | διατάσσω την αναστολή της εκτελέσεως της προσβαλλόμενης πράξεως |
law | to order that application of the contested decision be suspended | διατάσσει την αναστολή της εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως |
law | order that application of the contested decision be suspended | διατάσσω την αναστολή της εκτελέσεως της αποφάσεως |
law | order that application of the contested recommendation be suspended | διατάσσω την αναστολή της εκτελέσεως της προσβαλλόμενης συστάσεως |
law | order that the parties bear their own costs in whole or in part | συμψηφίζω τα έξοδα ολικώς ή μερικώς |
law | order that the parties bear their own costs where the circumstances are exceptional | αποφασίζω ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα,λόγω συνδρομής εξαιρετικών λόγων |
law | order that the proceedings be resumed | διατάσσω την επανάληψη της διαδικασίας |
gen. | to order the award of a contract to be suspended until judgment is given | διατάσσω αναστολή της σύμβασης μέχρι να εκδοθεί η απόφαση |
law | order the Community to make good any injury caused | επιδικάζω αποζημίωση εις βάρος της Κοινότητας |
law | order the parties to bear all or part of their own costs | συμψηφίζω ολικώς ή μερικώς τη δικαστική δαπάνη |
law | order the parties to bear their own costs where so required by equity | συμψηφίζω τη δικαστική δαπάνη εφόσον αυτό υπαγορεύει η επιείκεια |
law | order to attend | κλήση |
law, construct. | order to construct | υποχρέωση δόμησης |
immigr. | order to leave the territory | διαταγή εγκατάλειψης της χώρας |
law | order to pay costs, to | καταδικάζω στα δικαστικά έξοδα |
econ., fin. | order to trade | εντολή για τη διενέργεια συναλλαγών |
commer., fin. | order voucher | δελτίο παραγγελίας |
law | order without statement of reasons | Διάταξη που δεν χρειάζεται να αιτιολογηθεί |
mater.sc., industr., construct. | ordering characteristics of paper/board | γενικά χαρακτηριστικά χαρτιού/χαρτονιού |
work.fl., IT | ordering device | συσκευή διευθέτησης |
work.fl., IT | ordering device | συσκευή διάταξης |
commer. | orders in hand | ανεκτέλεστες παραγγελίες |
commer. | orders on hand | ανεκτέλεστες παραγγελίες |
commer. | orders received | ανεκτέλεστες παραγγελίες |
law, fin. | overseas money order | εντολή πληρωμής εξωτερικού |
fin. | paper to order | συναλλαγματική " εις διαταγήν" |
fin. | paper to order | τίτλοι σε διαταγή |
fin. | paper to order | τίτλος εις διαταγήν |
fin. | payment order | εντολή πληρωμής |
fin. | payment order | τίτλος πληρωμής |
fin., econ. | payment order | τραπεζική εντολή' ένταλμα πληρωμής |
fin. | payment order | εντολές πληρωμών |
fin. | payment order | ένταλμα πληρωμής |
econ., fin. | Payments Orders Office | Υπηρεσία εντελλομένων εξόδων |
gen. | payments received on account of orders | ληφθείσες προκαταβολές παραγγελιών |
nat.sc. | peck order | ιεραρχία ραμφίσματος |
econ., fin. | pending order | εκκρεμής εντολή |
gen. | point of order | ένσταση για την εφαρμογή του εσωτερικού κανονισμού |
gen. | points of order | παρατηρήσεις επί της εφαρμογής του κανονισμού |
math. | Polya frequency function of order two | λειτουργία συχνότητας Pюlya της διαταγής δύο |
fin. | post office or bank transfer order | πληρωμή με ταχυδρομική ή τραπεζική εντολή |
fin. | postal order | έμβασμα |
fin. | postal order | ταχυδρομική εντολή |
fin. | postal order | χρηματική εντολή |
social.sc., health. | pregnancy order | τάξη της κύησης |
social.sc., health. | pregnancy order | σειρά της κύησης |
fin., commun. | press advertising with order form | διαφημιστικά έντυπα με στέλεχος παραγγελίας |
law | pre-trial order | προδικαστική διάταξη |
fin. | price limit order | εντολή συναλλαγής σε καθορισμένη τιμή |
fin. | price limit order | εντολή συναλλαγής με όριο τιμής |
law | privatization order | διάταγμα ιδιωτικοποίησης |
law | probation order | απόφαση αναστολής εκτέλεσης της ποινής ή απόλυσης υπό όρους |
fin. | Programme of Action on the Establishment of a New International Economic Order | πρόγραμμα δράσης για την εγκαθίδρυση μιας νέας διεθνούς οικονομικής τάξης |
immigr. | Protocol on cooperation between the Ministry of Merchant Marine of the Hellenic Republic and the Ministry of Public Order of the Republic of Albania in relation with the performance of joint patrols by the border police and the Hellenic Coast Guard for the more effective policing of the sea border between the two countries | Πρωτόκολλο συνεργασίας μεταξύ του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Υπουργείου Δημόσιας τάξης της Δημοκρατίας της Αλβανίας σχετικά με την εκτέλεση κοινών περιπολιών από την αστυνομία συνόρων και το Ελληνικό Λιμενικό Σώμα για την αποτελεσματικότερη αστυνόμευση της θαλάσσιας μεθορίου μεταξύ των δύο χωρών |
law | provisional court order | προδικαστική απόφαση των δικαστηρίων |
chem. | pseudo first-order rate constant | σταθερά ταχύτητας αντίδρασης ψευδοπρώτης τάξης |
chem. | pseudo first-order rate constant | σταθερά ρυθμού αντίδρασης ψευδοπρώτης τάξης |
chem. | pseudo-first order rate coefficient | σταθερά ρυθμού αντίδρασης ψευδοπρώτης τάξης |
chem. | pseudo-first order rate coefficient | σταθερά ταχύτητας αντίδρασης ψευδοπρώτης τάξης |
econ. | public order | δημόσια τάξη |
law | public order ordre public | δημόσια τάξη |
gen. | public procurement order | ανάθεση δημόσιας σύμβασης |
chem. | reaction of zero order | αντίδραση μηδενικής τάξης |
law | reasoned order | αιτιολογημένη Διάταξη |
fin. | receivable order | τίτλος είσπραξης |
fin., econ. | recovery order | εντολή είσπραξης |
fin., econ. | recovery order | ένταλμα είσπραξης |
econ. | recovery order | εντολή ανάκτησης |
law | reference for a preliminary ruling by the X court by order of that court of...in the case of...v... | αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε με απόφαση της...,το δικαστήριο Χ,στην υπόθεση...κατά... |
law, immigr. | removal order | μέτρο απομάκρυνσης |
immigr. | removal order | εντολή απομάκρυνσης |
law, immigr. | removal order | διαταγή απομάκρυνσης |
agric., tech., coal. | removal order | εντολή απόσυρσης |
law | reply by reasoned order | απάντηση με αιτιολογημένη διάταξη |
econ., market. | request to reverse the order of articles | αίτηση αντιστροφής της σειράς εφαρμογής των άρθρων |
immigr. | return order | εντολή επιστροφής |
law, fin. | sale by court order | παραχώρηση με δικαστική απόφαση |
gen. | seating order | διάταξη καθισμάτων |
nat.sc., energ.ind. | second-order coefficient | δευτεροβάθμιος συντελεστής |
gen. | second-order frequences mixing | ανάμιξη συχνότητας δευτέρας τάξης |
earth.sc., life.sc. | second order plotting instrument | όργανο απόδοσης β'τάξης |
math. | second-order stationary | δεύτερης τάξης στασιμότητα |
math. | second-order stationary | δεύτερης τάξης σε στάση |
mater.sc., met. | second order strain invariant | μη μεταβλητή παράμετρος επιμήκυνσης δευτέρου βαθμού |
nat.sc. | second order transition temperature | σημείο υαλώδους μετάπτωσης |
law | seizure order | κατάσχεση εις χείρας τρίτου |
law | seizure order | συντηρητική κατάσχεση |
fin. | sell limit order | εντολή πώλησης με καθορισμένη ελάχιστη τιμή |
law | to set aside a judgment or an order | ακύρωση απόφασης ή Διάταξης |
law | shall not seek a different form of order | αποκλεισμός υποβολής νέου αιτήματος |
social.sc. | social order | κοινωνικό σύστημα |
social.sc. | social order | κοινωνική τάξη |
law, social.sc. | Social Security Pensions Northern Ireland Order | κανονισμός περί των συντάξεων κοινωνικής ασφαλίσεως |
social.sc. | Sovereign Military Order of Malta | Τάγμα της Μάλτας ή Μελίτης |
tech., el. | special manufacturing order | ειδική παραγγελία κατασκευής |
law | special order for recovery of debt by attachment | επιταγή κατασχέσεως εις χείρας τρίτου |
commer., bank. | standing order | πάγια εντολή |
gen. | State Law and Order Council | Συμβούλιο Δημοσίας Τάξης |
h.rghts.act. | State Law and Order Restoration Council | Κρατικό Συμβούλιο Ειρήνης και Ανάπτυξης |
gen. | State Law and Order Restoration Council | Κρατικό Συμβούλιο Αποκατάστασης του Νόμου και της Τάξης |
gen. | State Secretary for Public Order | Υφυπουργός Δημόσιας Τάξης |
earth.sc., el. | stick order voltage | τάση στο χειριστήριο |
fin. | stock market order | εντολή για αγοραπωλησία μετοχικών τίτλων |
fin. | stop limit order | εντολή ενεργοποιούμενη σε εύρος τιμών |
fin. | stop loss order | εντολή με όριο μέγιστης ζημίας |
fin. | stop loss order | εντολή ενεργοποιούμενη σε συγκεκριμένο όριο |
fin. | stop loss order | εντολή αγοράς σε ορισμένη τιμή για να αποφευχθεί ζημία |
fin. | stop loss order | εντολή stop loss |
fin. | stop order | εντολή αγοράς σε ορισμένη τιμή για να αποφευχθεί ζημία |
fin. | stop order | εντολή ενεργοποιούμενη σε συγκεκριμένο όριο |
fin. | stop order | εντολή stop loss |
fin. | stop order | εντολή με όριο μέγιστης ζημίας |
work.fl., IT | strictly order relation | σχέση αυστηρής διάταξης |
mun.plan. | stringing beads in ascending order or size | πέρασμα χαντρών σε κλωστή σύμφωνα με αύξουσα τάξη μεγέθους |
life.sc. | supplementary first order point | συμπληρωματικό σημείο α'τάξης |
fin. | supporting documents are substantively accurate and in order | ακρίβεια και νομιμότητα του περιεχομένου των δικαιολογητικών εγγράφων |
social.sc. | Supreme Order of Christ | Τάγμα του Χριστού |
life.sc. | survey network of lower order | γεωδαιτικό δίκτυο κατώτερης τάξης |
fin. | switch order | εντολή "υπό αίρεση" |
work.fl., IT | system of ordering | σύστημα ταξινόμησης |
work.fl., IT | systematic order | συστηματική διάταξη |
mater.sc. | tech order kit | κιτ μετατροπής |
mater.sc. | tech order kit | κιτ τροποποίησης |
mater.sc. | tech order kit | συλλογή υλικών τεχνικής οδηγίας |
nat.sc., industr. | technical standards order | οδηγίες τεχνικών προδιαγραφών |
fin., commun. | telegraph card money order | τηλεγραφική επιταγή με δελτίο |
fin., commun. | telegraph list money order | τηλεγραφική επιταγή με κατάλογο |
fin., commun. | telegraph money order | τηλεγραφική επιταγή |
social.sc. | Teutonic Order | Τευτονικό Τάγμα |
law | the court orders the dissolution of a company | το δικαστήριο εκδίδει απόφαση διαλύσεως μιας εταιρείας |
law | the issuing of the order for enforcement | εκτελεστήριος τύπος |
law | the maintenance of law and order and the safeguarding of internal security | διατήρηση της δημόσιας τάξης και διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας |
law | the maintenance of law and order and the safeguarding of internal security | τήρηση της δημόσιας τάξης και διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας |
law | the maintenance of law and order and the safeguarding of internal security | διατήρηση της δημόσιας τάξης και διαφύλαξη της εσωτερικής ασφαλείας |
law | the order for enforcement | ο εκτελεστήριος τύπος |
law | the order for its enforcement shall be appended to the decision by the national authority | ο εκτελεστήριος τύπος περιάπτεται από την εθνική αρχή |
gen. | the order in which questions are to be taken | η σειρά με την οποία θα εξετασθούν οι ερωτήσεις |
patents. | the order of the Board of Appeal | το διατακτικό |
law | the order shall be served on the parties | η Διάταξη επιδίδεται στους διαδίκους |
law | the order shall have immediate effect | Διάταξη αμέσως εκτελεστή |
econ. | the person providing a service may, in order to do so | εκείνος που παρέχει υπηρεσία δύναται για την εκτέλεση αυτής... |
gen. | the roll shall be called in alphabetical order | η ονομαστική κλήση γίνεται με αλφαβητική σειρά |
gen. | the standard exchange system also applies to restoring to original condition and putting in order | το σύστημα σταθερών ανταλλαγών εφαρμόζεται και στην περίπτωση αποκατάστασης ή ρύθμισης για λειτουργία |
gen. | the votes shall be recorded in the alphabetical order of Members'names | καταγράφω το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας με την αλφαβητική σειρά των ονομάτων των βουλευτών |
tech. | third order non-linearity coefficient | συντελεστής μη γραμμικότητας τρίτης τάξεως επιταχυμέτρου |
earth.sc., life.sc. | third order plotting instrument | όργανο απόδοσης γ'τάξης |
earth.sc. | third order susceptibility | επιδεκτικότητα τρίτης τάξης |
law, immigr. | threat to public order | κίνδυνος για τη δημόσια τάξη |
law, immigr. | threat to public order | απειλή για τη δημόσια τάξη |
econ. | to such an extent and for such periods as are strictly necessary in order to | κατά το μέτρο και τις προθεσμίες που είναι απόλυτα αναγκαίες για... |
work.fl., IT | topological order | τοπολογική διάταξη |
work.fl., IT | topological order | τοπολογική διευθέτηση |
fin. | transfer order | εντολή μεταβίβασης |
immigr. | transfer order | εντολή μεταφοράς |
gov. | travel order | εντολή αποστολής |
gov. | travel order | υπηρεσιακή εντολή |
commer. | unfilled orders | ανεκτέλεστες παραγγελίες |
agric. | weight in working order | βάρος λειτουργίας |
law | work on order | εργασία υπεργολαβίας |
law | work on order | εργασία φασόν |
law | work on order | εργασία χωρίς τα υλικά |
construct. | work order | εντολή εργασίας βάσει τιμής μονάδος |
chem. | zero-order reaction | αντίδραση μηδενικής τάξης |
earth.sc. | zero order waves | κύματα μηδενικής τάξης |