Subject | English | Greek |
med. | Bruenings optimum position | θέση του Bruenings |
med. | Bruenings optimum position | στάση ή θέση του Bruenings |
fin. | capital optimum | το άριστο ποσό κεφαλαίου |
life.sc. | climatic optimum | κλιματικό βέλτιστο |
stat., fin., social.sc. | economic optimum | οικονομικά βέλτιστο |
stat., fin., social.sc. | economic optimum | οικονομικά άριστο |
el. | frequency of optimum transmission | βέλτιστη συχνότητα λειτουργίας |
el. | frequency of optimum transmission | βέλτιστη συχνότητα |
earth.sc. | hearing optimum | βέλτιστη ακοή |
IT | off-network optimum exit capability | ικανότητα βέλτιστης εξόδου από το δίκτυο |
stat. | optimum allocation | βέλτιστος καταμερισμός |
gen. | optimum angle of attack | βέλτιστη γωνία προσβολής |
el. | optimum beam size | βέλτιστο μέγεθος δέσμης |
agric. | optimum bout width | βέλτιστο πλάτος κάθε ζώνης |
agric. | optimum bout width | άριστο εύρος κάθε ζώνης |
el. | optimum capacity | βέλτιστη ισχύς |
earth.sc., construct. | optimum capacity of an outlet | εύχρηστος ιδιωτική παροχή αρδεύσεως 2.βελτίστη παροχή μετρητικής υδροληψίας |
fin. | Optimum Commission Agreement | συμφωνία για το άριστο επίπεδο των προμηθειών |
chem. | optimum condition | βέλτιστη συνθήκη |
life.sc. | optimum consumptive use | βελτίστη εξατμισοδιαπνοή |
IT | optimum coupling | βέλτιστη σύζευξη |
industr., construct. | optimum cure | ιδανικός βουλκανισμός |
industr., construct. | optimum cure | βουλκανισμός βέλτιστου βαθμού |
fin. | optimum currency area | η άριστη νομισματική περιοχή |
gen. | optimum current for each voltage setting | ιδανικό σημείο εργασίας |
IT, dat.proc. | optimum decision path | βέλτιστο μονοπάτι αποφάσεων |
IT, dat.proc. | optimum decision path | βέλτιστη ακολουθία αποφάσεων |
stat. | optimum density | βέλτιστη πυκνότητα |
stat., social.sc. | optimum density | άριστη πυκνότητα |
IT | optimum efficiency | βέλτιστη απόδοση |
el. | optimum elevation | βέλτιστη ανύψωση |
mech.eng. | optimum engine speed | βέλτιστα στοιχεία λειτουργίας του κινητήρα |
mech.eng. | optimum expansion | προσαρμοστικότητα |
earth.sc., construct. | optimum farm stream | εύχρηστος ιδιωτική παροχή αρδεύσεως 2.βελτίστη παροχή μετρητικής υδροληψίας |
med. | optimum filling | πλέον ευνοϊκό γέμισμα |
el. | optimum frequency | βέλτιστη συχνότητα |
el. | optimum frequency | βέλτιστη συχνότητα λειτουργίας |
earth.sc., mech.eng. | optimum head | ιδανικό υδροστατικό ύψος,ιδανικό συνολικό υδροστατικό ύψος αντλίας |
life.sc., agric. | optimum irrigation requirements | βέλτισται ανάγκαι εις αρδευτικόν ύδωρ |
stat., scient. | optimum linear predictor | βέλτιστη γραμμική συνάρτηση πρόβλεψης |
stat. | optimum linear predictor | βέλτιστος γραμμικός προάγγελος |
el. | optimum load | βέλτιστο φορτίο |
commun. | optimum load impedance | βέλτιστη σύνθετη αντίσταση φορτίου |
transp., avia. | optimum long range cruise altitude | Προσφορότερο ύψος πλεύσης μεγάλης εμβέλειας |
el. | optimum mean length of hops | βέλτιστο μέσο μήκος αλμάτων |
met. | optimum moisture | η βέλτιστη υγρασία |
nat.sc., agric. | optimum moisture | βελτίστη υγρασία |
transp. | optimum moisture content | βέλτιστο υγρασιακό περιεχόμενο |
transp. | optimum moisture content | βέλτιστη περιεχόμενη υγρασία |
tech., construct. | optimum moisture content | βέλτιστη υγρασία |
el. | optimum noise figure | βέλτιστη τιμή θορύβου |
el. | optimum operating frequency | βέλτιστη συχνότητα λειτουργίας |
el. | optimum operating frequency | βέλτιστη συχνότητα |
transp. | optimum path | βέλτιστη διαδρομή |
econ., construct. | optimum plan of development | βέλτιστον σχέδιον αξιοποιήσεως |
stat., social.sc. | optimum population | άριστος πληθυσμός |
earth.sc., mech.eng. | optimum pump power output | η καλλίτερη δυνατή ισχύς που παράγει μιά αντλία |
earth.sc., mech.eng. | optimum pump total head | ιδανικό υδροστατικό ύψος,ιδανικό συνολικό υδροστατικό ύψος αντλίας |
agric. | optimum quality | βέλτιστη ποιότητα |
transp., avia. | optimum range | βέλτιστη εμβέλεια |
nat.sc., agric. | optimum rooting | άριστη ριζοφυία |
el. | optimum-scale integration | ολοκλήρωση βέλτιστης κλίμακας |
econ. | optimum search strategy | η άριστη στρατηγική έρευνας |
el. | optimum separation | βέλτιστη απόσταση διαχωρισμού |
commun., transp. | optimum speed | βέλτιστη ταχύτητα |
agric. | optimum spreading width | βέλτιστο πλάτος διασποράς |
agric. | optimum spreading width | άριστο πλάτος διασποράς |
stat. | optimum statistic | καλύτερος εκτιμητής |
stat., scient. | optimum statistic | βέλτιστη εκτιμήτρια |
stat., scient. | optimum statistic | βέλτιστη στατιστική συνάρτηση |
stat. | optimum statistic | βέλτιστο στατιστικό |
agric. | optimum stocking | κανονικό ξυλαπόθεμα |
stat. | optimum stratification | βέλτιστη στρωματοποίηση |
agric. | optimum swath width | άριστο εύρος κάθε ζώνης |
agric. | optimum swath width | βέλτιστο πλάτος κάθε ζώνης |
nat.sc., agric. | optimum temperature | βελτίστη θερμοκρασία |
stat. | optimum test | βέλτιστος έλεγχος |
commun. | optimum traffic frequency | βέλτιστη συχνότητα λειτουργίας |
med. | optimum treatment age | κατάλληλη ηλικία γιά ιατρική θεραπεία |
polit. | optimum use | μέγιστη αξιοποίηση |
agric. | optimum utilization of secondary species | αρίστη χρησιμοποίηση δευτερευόντων ειδών |
life.sc., agric. | optimum water requirements | βέλτισται ανάγκαι εις ύδωρ |
commun. | optimum working frequency | βέλτιστη συχνότητα λειτουργίας |
el. | optimum working frequency | βέλτιστη συχνότητα |
econ. | the optimum utilisation of the factors of production | η άριστη χρησιμοποίηση των συντελεστών παραγωγής |