DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Technology containing operating | all forms | exact matches only
EnglishGreek
core operating limit supervisory systemσύστημα επιτηρήσεως των ορίων λειτουργίας του πυρήνα αντιδραστήρα
full operating timeχρόνος πλήρους λειτουργίας
General requirements for bodies operating product certification systemsΓενικές απαιτήσεις για φορείς που λειτουργούν ως συστήματα πιστοποίησης προϊόντων
maximum operating flowμέγιστη ωφέλιμη ροή
maximum operating flowμέγιστη ωφέλιμη παροχή
maximum operating flowμέγιστη λειτουργική παροχή
minimum stable operating levelελάχιστο σημείο ευσταθούς λειτουργίας
to operate in latched volume configurationχρησιμοποιώ σε κατάσταση μανδάλωσης
to operate in latched volume configurationχρησιμοποιώ μανδαλωμένο
operating rangeπεριοχή λειτουργίας
operating temperaturesθερμοκρασίες λειτουργίας
partial operating timeχρόνος μερικής λειτουργίας