Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Arabic
Chinese
Danish
Dutch
English
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Lithuanian
Polish
Portuguese
Russian
Serbian Latin
Slovene
Spanish
Swedish
Ukrainian
Terms
for subject
Communications
containing
operating
|
all forms
|
exact matches only
English
Greek
actual
operating
conditions
πραγματικές συνθήκες εκμετάλλευσης
Administrations and Recognised Private
Operating
Agencies
δημόσιες διοικήσεις και αναγνωρισμένες ιδιωτικές επιχειρήσεις
advance preparation
operating
προετοιμασία επικοινωνιών στην έξοδο και στην είσοδο
aircraft
operating
agency
αερομεταφορέας
automatic detection of data signaling rate,code and
operating
characteristics
αυτόματη ανίχνευση του ρυθμού δεδομένων,του κώδικα και των λειτουργικών χαρακτηριστικών
automatic detection of data signalling rate,code and
operating
characteristics
αυτόματη ανίχνευση του ρυθμού δεδομένων,του κώδικα και των λειτουργικών χαρακτηριστικών
average
operating
time
μέσος χρόνος λειτουργίας
Bell
Operating
Company
Εταιρεία Εκμετάλλευσης Μπελ
burglar alarm
operating
by capacitance effects
συναγερμός που στηρίζεται στην ηλεκτροχωρητικότητα
burglar alarm
operating
by capacitance effects
ειδοποιητήρια συσκευή ηλεκτροχωρητικότητας
cellular
operating
system
κυψελοειδές λειτουργικό σύστημα
client-server
operating
system
λειτουργικό σύστημα πελάτη-εξυπηρετητή
co-
operating
user agent
συνεργαζόμενος πράκτορας χρήστη
composite
operating
aid signal
σύνθετο σήμα λειτουργίας
composite
operating
aid signal
σύνθετο σήμα εκμετάλλευσης
delay
operating
καθυστερημένη λειτουργία
demand
operating
άμεση εξυπηρέτηση
free-flow
operating
speed
λειτουργική ταχύτητα ελεύθερης ροής
maintenance and
operating
aid facilities
βοηθήματα λειτουργίας και συντήρησης
maintenance and
operating
aid subsystem
υποσύστημα λειτουργίας και συντήρησης
maximum non-
operate
current
μέγιστο ρεύμα αδυναμίας έλξης
maximum non-
operate
current
μέγιστη ένταση αδυναμίας έλξης
minimum
operate
current
ελάχιστο ρεύμα έλξης
minimum
operate
current
ελάχιστη ένταση έλξης
non-
operate
current
ρεύμα αδυναμίας έλξης
non-
operate
current
ένταση αδυναμίας έλξης
non-
operating
time
χρόνος μη-λειτουργίας
operate
current
ρεύμα έλξης
operate
current
ένταση έλξης
operate
level
στάθμη λειτουργίας
operate
level
στάθμη διέγερσης
Operating
Agreement on the International Mobile Satellite Organisation
Συμφωνία λειτουργίας του Διεθνούς Οργανισμού Κινητών Δορυφόρων
Operating
Agreement relating to the European Telecommunications Satellite Organisation "EUTELSAT"
Συμφωνία για την εκμετάλλευση του Ευρωπϊκού Οργανισμού Δορυφορικών Τηλεπικοινωνιών "EUTELSAT"
Operating
Agreement relating to the International Telecommunications Satellite Organisation "INTELSAT"
Συμφωνία λειτουργίας του Διεθνούς Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών με δορυφόρους
INTELSAT
operating
aid channel
δίαυλος υπηρεσίας
operating
aid channel
δίαυλος εκμετάλλευσης
operating
aid facilities
βοηθήματα λειτουργίας
operating
aid information
πληροφορία λειτουργικής βοήθειας
operating
and maintenance overheads
επιβαρύνσεις λειτουργίας και συντήρησης
operating
area
λειτουργική περιοχή
operating
authority
αρχή εκμετάλλευσης
operating
body
λειτουργόν σώμα
operating
center
κέντρο λειτουργικού ελέγχου
operating
center
κέντρο ελέγχου εκμετάλλευσης
operating
centre
κέντρο λειτουργικού ελέγχου
operating
centre
κέντρο ελέγχου εκμετάλλευσης
operating
cost of a postal establishment
κόστος λειτουργίας ταχυδρομικού καταστήματος
operating
cycle
κύκλος χειρισμών
operating
environment
περιβάλλον λειτουργίας
operating
income
έσοδα
operating
language
γλώσσα εργασίας
operating
lifetime
ωφέλιμος χρόνος
operating
limit
όριο λειτουργίας
operating
mode
τρόποι λειτουργίας
operating
position
θέση τηλεφωνήτριας
operating
position of a sorting machine
λειτουργικό πόστο μηχανής διαλογής
operating
position of a sorting machine
θέση λειτουργίας μηχανής διαλογής
operating
power margin
περιθώριο της ισχύος λειτουργίας
operating
revenue
έσοδα
operating
space agency
οργανισμός εκμετάλλευσης διαστήματος
operating
speed
λειτουργική ταχύτητα
operating
supervisor
ενεργός επόπτης
operating
support system
σύστημα στήριξης λειτουργίας
operating
time
χρόνος αποκατάστασης
operating
time
διάρκεια αποκατάστασης
operating
unit for automation of composing machines
επιχειρησιακή μονάδα αυτοματισμού μηχανών στοιχειοθεσίας
pantograph
operating
signal
σήμα χειρισμού των παντογράφων
preparation
operating
εκμετάλλευση με προπαρασκευή
preparation
operating
at the outgoing end
προετοιμασία επικοινωνιών στην έξοδο
private
operating
agency
Iδιωτικός Oργανισμός Eκμετάλλευσης
recognised private
operating
agency
αναγνωρισμένος ιδιωτικός οργανισμός εκμετάλλευσης
recognised private
operating
agency
αναγνωρισμένος ιδιωτικός φορέας εκμετάλλευσης
recognised private
operating
agency
αναγνωρισμένος ιδιωτικός οργανισμός
recognized private
operating
agency
αναγνωρισμένος ιδιωτικός οργανισμός εκμετάλλευσης
Regional Bell
Operating
Company
USA
Περιφερειακή Εταιρεία Εκμετάλλευσης Μπέλ
ΗΠΑ
regional
operating
headquarters
τοπικός σταθμός ελέγχου
schedule
operating
time
προγραμματισμένος χρόνος λειτουργίας
scheduled
operating
time
προγραμματισμένη διάρκεια λειτουργίας
television
operating
center
κέντρο τηλεοπτικής λειτουργίας
television
operating
center
κέντρο εκμετάλλευσης τηλεόρασης
television
operating
centre
κέντρο τηλεοπτικής λειτουργίας
television
operating
centre
κέντρο εκμετάλλευσης τηλεόρασης
terminal
operating
in the local mode
λειτουργία τερματικού στον τοπικό κόμβο
traffic
operating
staff
προσωπικό εκμετάλλευσης
unstalled
operating
range
πεδίο εκμετάλλευσης χωρίς απώλεια στήριξης
unstalled
operating
range
επιχειρησιακή περιβάλλουσα
Get short URL