DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Communications containing operating | all forms | exact matches only
EnglishGreek
actual operating conditionsπραγματικές συνθήκες εκμετάλλευσης
Administrations and Recognised Private Operating Agenciesδημόσιες διοικήσεις και αναγνωρισμένες ιδιωτικές επιχειρήσεις
advance preparation operatingπροετοιμασία επικοινωνιών στην έξοδο και στην είσοδο
aircraft operating agencyαερομεταφορέας
automatic detection of data signaling rate,code and operating characteristicsαυτόματη ανίχνευση του ρυθμού δεδομένων,του κώδικα και των λειτουργικών χαρακτηριστικών
automatic detection of data signalling rate,code and operating characteristicsαυτόματη ανίχνευση του ρυθμού δεδομένων,του κώδικα και των λειτουργικών χαρακτηριστικών
average operating timeμέσος χρόνος λειτουργίας
Bell Operating CompanyΕταιρεία Εκμετάλλευσης Μπελ
burglar alarm operating by capacitance effectsσυναγερμός που στηρίζεται στην ηλεκτροχωρητικότητα
burglar alarm operating by capacitance effectsειδοποιητήρια συσκευή ηλεκτροχωρητικότητας
cellular operating systemκυψελοειδές λειτουργικό σύστημα
client-server operating systemλειτουργικό σύστημα πελάτη-εξυπηρετητή
co-operating user agentσυνεργαζόμενος πράκτορας χρήστη
composite operating aid signalσύνθετο σήμα λειτουργίας
composite operating aid signalσύνθετο σήμα εκμετάλλευσης
delay operatingκαθυστερημένη λειτουργία
demand operatingάμεση εξυπηρέτηση
free-flow operating speedλειτουργική ταχύτητα ελεύθερης ροής
maintenance and operating aid facilitiesβοηθήματα λειτουργίας και συντήρησης
maintenance and operating aid subsystemυποσύστημα λειτουργίας και συντήρησης
maximum non-operate currentμέγιστο ρεύμα αδυναμίας έλξης
maximum non-operate currentμέγιστη ένταση αδυναμίας έλξης
minimum operate currentελάχιστο ρεύμα έλξης
minimum operate currentελάχιστη ένταση έλξης
non-operate currentρεύμα αδυναμίας έλξης
non-operate currentένταση αδυναμίας έλξης
non-operating timeχρόνος μη-λειτουργίας
operate currentρεύμα έλξης
operate currentένταση έλξης
operate levelστάθμη λειτουργίας
operate levelστάθμη διέγερσης
Operating Agreement on the International Mobile Satellite OrganisationΣυμφωνία λειτουργίας του Διεθνούς Οργανισμού Κινητών Δορυφόρων
Operating Agreement relating to the European Telecommunications Satellite Organisation "EUTELSAT"Συμφωνία για την εκμετάλλευση του Ευρωπϊκού Οργανισμού Δορυφορικών Τηλεπικοινωνιών "EUTELSAT"
Operating Agreement relating to the International Telecommunications Satellite Organisation "INTELSAT"Συμφωνία λειτουργίας του Διεθνούς Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών με δορυφόρους INTELSAT
operating aid channelδίαυλος υπηρεσίας
operating aid channelδίαυλος εκμετάλλευσης
operating aid facilitiesβοηθήματα λειτουργίας
operating aid informationπληροφορία λειτουργικής βοήθειας
operating and maintenance overheadsεπιβαρύνσεις λειτουργίας και συντήρησης
operating areaλειτουργική περιοχή
operating authorityαρχή εκμετάλλευσης
operating bodyλειτουργόν σώμα
operating centerκέντρο λειτουργικού ελέγχου
operating centerκέντρο ελέγχου εκμετάλλευσης
operating centreκέντρο λειτουργικού ελέγχου
operating centreκέντρο ελέγχου εκμετάλλευσης
operating cost of a postal establishmentκόστος λειτουργίας ταχυδρομικού καταστήματος
operating cycleκύκλος χειρισμών
operating environmentπεριβάλλον λειτουργίας
operating incomeέσοδα
operating languageγλώσσα εργασίας
operating lifetimeωφέλιμος χρόνος
operating limitόριο λειτουργίας
operating modeτρόποι λειτουργίας
operating positionθέση τηλεφωνήτριας
operating position of a sorting machineλειτουργικό πόστο μηχανής διαλογής
operating position of a sorting machineθέση λειτουργίας μηχανής διαλογής
operating power marginπεριθώριο της ισχύος λειτουργίας
operating revenueέσοδα
operating space agencyοργανισμός εκμετάλλευσης διαστήματος
operating speedλειτουργική ταχύτητα
operating supervisorενεργός επόπτης
operating support systemσύστημα στήριξης λειτουργίας
operating timeχρόνος αποκατάστασης
operating timeδιάρκεια αποκατάστασης
operating unit for automation of composing machinesεπιχειρησιακή μονάδα αυτοματισμού μηχανών στοιχειοθεσίας
pantograph operating signalσήμα χειρισμού των παντογράφων
preparation operatingεκμετάλλευση με προπαρασκευή
preparation operating at the outgoing endπροετοιμασία επικοινωνιών στην έξοδο
private operating agencyIδιωτικός Oργανισμός Eκμετάλλευσης
recognised private operating agencyαναγνωρισμένος ιδιωτικός οργανισμός εκμετάλλευσης
recognised private operating agencyαναγνωρισμένος ιδιωτικός φορέας εκμετάλλευσης
recognised private operating agencyαναγνωρισμένος ιδιωτικός οργανισμός
recognized private operating agencyαναγνωρισμένος ιδιωτικός οργανισμός εκμετάλλευσης
Regional Bell Operating Company USAΠεριφερειακή Εταιρεία Εκμετάλλευσης Μπέλ ΗΠΑ
regional operating headquartersτοπικός σταθμός ελέγχου
schedule operating timeπρογραμματισμένος χρόνος λειτουργίας
scheduled operating timeπρογραμματισμένη διάρκεια λειτουργίας
television operating centerκέντρο τηλεοπτικής λειτουργίας
television operating centerκέντρο εκμετάλλευσης τηλεόρασης
television operating centreκέντρο τηλεοπτικής λειτουργίας
television operating centreκέντρο εκμετάλλευσης τηλεόρασης
terminal operating in the local modeλειτουργία τερματικού στον τοπικό κόμβο
traffic operating staffπροσωπικό εκμετάλλευσης
unstalled operating rangeπεδίο εκμετάλλευσης χωρίς απώλεια στήριξης
unstalled operating rangeεπιχειρησιακή περιβάλλουσα