Subject | English | Greek |
hobby | accompanying police officer | αστυνομικός συνοδός |
gen. | account officers | τραπεζίτες account officers |
fin., account. | accounting officer | υπόλογος |
fin., econ. | accounting officer and imprest administrator | υπόλογος |
market. | accounting officer's credit balance | πιστωτικό υπόλοιπο του υπολόγου |
gen. | Acting Pilot Officer | ανθυποσμηναγός |
polit. | Action Officer | εκτελεστικό στέλεχος |
gen. | Adviser, Hearing and Security Officer | σύμβουλος επιφορτισμένος με την ασφάλεια των πληροφοριών και τις ακροάσεις |
agric., polit. | advisory officer | γεωργοεφαρμοστής |
agric. | agricultural advisory officer | αγροτικός εμπειρογνώμονας |
agric. | agricultural advisory officer | γεωργικός σύμβουλος |
agric. | agricultural advisory officer | αγροτικός σύμβουλος |
agric. | agricultural advisory officer | ειδικός επί των αγροτικών θεμάτων |
agric. | air operations officer | αξιωματικός εναερίων επιχειρήσεων |
immigr., transp., avia. | airline liaison officer | αξιωματικός σύνδεσμος σε αεροπορική εταιρεία |
immigr., transp., avia. | airport liaison officer | Αξιωματικός Σύνδεσμος στους Αερολιμένες |
health., polit. | ambulance officer | οδηγός ασθενοφόρου |
fin. | appointment of authorizing officers | καθορισμός διατακτών |
gen. | approval of the competent authorizing officer | έγκριση του αρμόδιου διατάκτη |
fin. | assistant accounting officer | βοηθός υπόλογος |
fin. | assistant accounting officer | βοηθός λογιστή |
transp. | assistant engineer officer | βοηθός αξιωματικός μηχανής |
forestr. | assistant forest officer | βοηθός δασολόγου |
immigr. | asylum determination officer | Υπεύθυνος αξιωματικός της διεθνούς αίτησης |
gen. | attestation of the public health officer | πιστοποίησις λειτουργού Δημοσίας Υγείας |
fin. | authorising officer | διατάκτης |
fin., econ. | authorising officer by delegation | κύριος διατάκτης |
fin. | authorising officer by delegation or subdelegation | διατάκτης |
fin. | authorising officer by subdelegation | δευτερεύων διατάκτης |
transp., mil., grnd.forc. | authority/officer or inspector having carried out the inspection | αρχή/υπάλληλος ή επιθεωρητής που διενήργησε τον έλεγχο |
law | booking officer | όργανο που διαπιστώνει την παράβαση |
lab.law. | careers guidance officer | υπάλληλος υπεύθυνος για θέματα επαγγελματικού προσανατολισμού |
immigr. | case officer | Υπεύθυνος αξιωματικός της διεθνούς αίτησης |
fin. | cash payments made to the accounting officer | πληρωμή σε χρήματα στο ταμείο του υπόλογου |
IT | Central Informatics Security Officer | υπεύθυνος ασφαλείας κεντρικών συστηµάτων πληροφορικής |
IT, dat.proc., transp. | certification as an officer in charge of a navigational watch | πιστοποιητικό αξιωματικού φυλακής γέφυρας |
transp., tech., el. | certification as chief engineer officer | δίπλωμα πρώτου μηχανικού |
transp. | certification as engineer officer | δίπλωμα αξιωματικού φυλακής μηχανής |
transp., tech., el. | certification as second engineer officer | δίπλωμα δεύτερου μηχανικού |
transp. | charging officer | τιμολογητής |
law | chief administrative officer | ανώτατος διοικητικός λειτουργός |
fin., econ. | Chief Authorising Officer | κύριος διατάκτης |
fin. | chief authorising officer | κύριος διατάκτης |
fin. | chief authorizing officer | κύριος διατάκτης |
transp. | chief engineer officer | πρώτος μηχανικός πλοίων |
transp. | chief engineer officer | πρώτος μηχανικός |
busin., labor.org. | Chief executive officer | Γενικός Διευθυντής |
fin. | chief executive officer | ανώτατο στέλεχος επιχείρισης |
busin., labor.org. | chief executive officer | διευθύνων σύμβουλος |
busin., labor.org. | chief executive officer | πρόεδρος διοικητικού συμβουλίου |
fin. | Chief Executive Officer of the EFSF | Διευθύνων σύμβουλος του ΕΤΧΣ |
gen. | chief financial officer | οικονομικός διευθυντής |
med. | chief nursing officer | προϊσταμένη αδελφή νοσοκομείου |
med. | chief nursing officer | διευθύνουσα αδελφή |
gen. | chief officer | υποπλοίαρχος |
gen. | chief officer of city | δήμαρχος (major) |
law | Chief Operating Officer | Διοικητικός Γενικός Διευθυντής |
transp., mater.sc. | chief petty officer | αρχικελευστής |
agric. | Chief Plant Health Officers | Γενικοί Διευθυντές/Προϊστάμενοι Φυτοϋγειονομικών Υπηρεσιών |
transp. | Chief Purchasing Officer | προϊστάμενος της υπηρεσίας προμηθειών |
polit. | Chief Returning Officer | Προϊστάμενος της Κεντρικής Υπηρεσίας Διοργάνωσης Εκλογών |
transp. | Chief Supplies Officer | προϊστάμενος της υπηρεσίας προμηθειών |
mech.eng. | Chief Traction and Rolling Stock Officer | προϊστάμενος της υπηρεσίας τροχαίου υλικού |
health., agric., anim.husb. | Chief Veterinary Officers | προϊστάμενοι κτηνιατρικών υπηρεσιών |
gov. | clerical officer | υπάλληλος γραφείου |
polit. | Communications and Information Systems Project Officer | ανώτερος υπάλληλος σχεδίου για τα συστήματα επικοινωνιών και πληροφοριών |
fin. | compliance officer | υπεύθυνος συμμόρφωσης |
fin. | compliance officer | υπάλληλος υπεύθυνος για τον έλεγχο της συμμόρφωσης |
commun., social.sc. | conference officer | τεχνικός συσκέψεων |
commun., social.sc. | conference officer | τεχνικός συνεδρίων |
law | consular officer | προξενικός λειτουργός |
gen. | contact officer | αστυνομικός σύνδεσμος |
polit. | control officer | υπεύθυνος ελέγχου των πληροφοριών' υπεύθυνος ελέγχου |
gen. | Convention concerning the Minimum Requirement of Professional Capacity for Masters and Officers on Board Merchant Ships | Σύμβαση για τα πιστοποιητικά ικανότητας των αξιωματικών |
law, health. | Coroner's officer | ιατροδικαστική υπηρεσία |
law | court officer | δικαστικός επιμελητής |
law | court officer | υπάλληλος της ποινικής αστυνομίας |
law | criminal investigation officer | βοηθητικός δικαστικός υπάλληλος |
cust. | customs officer | τελωνειακός |
fin. | customs officer | τελωνειακός υπάλληλος |
dat.proc. | Data Protection Officer | υπεύθυνος προστασίας δεδομένων |
transp. | deck officer | αξιωματικός καταστρώματος |
transp. | deck officer Class 2 | υποπλοίαρχος |
transp. | deck officer Class 2 | δεύτερος αξιωματικός καταστρώματος |
lab.law., transp. | deck officer Class 4 | τέταρτος αξιωματικός καταστρώματος |
gen. | delegated officer | εξουσιοδοτημένος υπάλληλος |
fin., econ. | deputy accounting officer | βοηθός υπόλογος |
gen. | desk officer | υπεύθυνος για την κάθε περιοχή |
law | diplomatic or consular officer | διπλωματικός υπάλληλος ή προξενικός αξιωματούχος |
insur. | directors' and officers' liability insurance | αστική ευθύνη μελών του διοικητικού συμβουλίου ή στελεχών μιας επιχείρησης |
forestr. | district forest officer | Διευθυντής Δασών |
gen. | District Officer | Έπαρχος |
work.fl. | documentation officer | Αρμόδιος τεκμηρίωσης |
work.fl. | documentation officer | τεκμηριωτής |
gen. | Drugs Liaison Officer | αξιωματικός σύνδεσμος στον τομέα των ναρκωτικών |
law | elected municipal officer | δημοτικός ή κοινοτικός σύμβουλος |
gen. | elected municipal officer | δημοτικός ή κοινοτικός εκπρόσωπος |
transp. | electro-automation officer | ηλεκτρολόγος πλοίων |
lab.law., transp. | engineer officer | αξιωματικός μηχανής |
lab.law. | engineer officer | αξιωματικός μηχανικός πλοίου |
transp. | engineer officer Class 1 | πρώτος μηχανικός |
transp. | engineer officer Class 4 | τέταρτος μηχανικός |
transp. | engineer officer Class 1 | πρώτος μηχανικός πλοίων |
lab.law., transp. | engineer officer Class 2 | δεύτερος μηχανικός |
health. | environmental health officer | βοηθός κοινωνικής υγιεινής |
health. | environmental health officer | ειδικός υγιεινής περιβάλλοντος |
health., environ. | Environmental Health Officer | υγειονομικός υπάλληλος περιβάλλοντος |
environ. | environmental protection officer | αξιωματούχος αρμόδιος υπάλληλος για την προστασία |
gen. | European Convention on the Abolition of Legalisation of Documents executed by Diplomatic Agents or Consular Officers | Ευρωπαϊκή Σύμβαση "περί καταργήσεως της επικυρώσεως των εγγράφων των συνταχθέντων υπό διπλωματικών ή προξενικών πρακτόρων" |
immigr. | European immigration Liaison Officer | αξιωματικός σύνδεσμος για τη μετανάστευση |
gen. | European initiative on the exchange of young officers during their initial training inspired by Erasmus | ευρωπαϊκό Erasmus |
gen. | European initiative on the exchange of young officers during their initial training inspired by Erasmus | ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για την ανταλλαγή νέων αξιωματικών |
gen. | European initiative on the exchange of young officers inspired by Erasmus | ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για την ανταλλαγή νέων αξιωματικών |
gen. | European initiative on the exchange of young officers inspired by Erasmus | ευρωπαϊκό Erasmus |
crim.law. | European Senior Police Officers Course | Ευρωπαϊκά Μαθήματα για Ανώτερους Αξιωματικούς της Αστυνομίας |
gen. | Europol liaison officer | Αξιωματικός Σύνδεσμος της Europol |
gen. | Europol liaison officers | αξιωματικός σύvδεσμoς της Europol |
gen. | Europol Security Officer | αξιωματικός ασφάλειας |
gen. | exchange of law enforcement officers | ανταλλαγή αστυνομικών υπαλλήλων |
gen. | Exchange of Military Young Officers | ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για την ανταλλαγή νέων αξιωματικών |
gen. | Exchange of Military Young Officers | ευρωπαϊκό Erasmus |
crim.law., tech. | exhibits officer | αστυνομικός αρμόδιος για τα πειστήρια |
law | extortion or dishonest receipt of money by a public officer | καταπίεση |
gov. | financial officer | δημοσιονομικός διαχειριστής |
transp., nautic. | first engineer officer | πρώτος μηχανικός |
gen. | First Officer | Πρώτος Αξιωματικός |
unions. | First Officer Finance | Πρώτoι Αξιωματικoί Οικovoμικώv |
unions. | First Officer General Services | Πρώτoι Αξιωματικoί Γεvικώv Υπηρεσιώv |
unions. | First Officers Intelligence specialised areas | Πρώτoι Αξιωματικoί Πληρoφoριώv ειδικευμέvoι τoμείς |
fish.farm. | fisheries enforcement officer | υπάλληλος επιφορτισμένος να ελέγχει την αλιεία |
transp., avia. | flight information officer | αξιωματικός πληροφόρησης πτήσης |
transp., avia. | flight information service officer | αξιωματικός πληροφόρησης πτήσης |
transp., avia. | flight operations officer | συντονιστής προ-πτήσεως εξυπηρέτησης αεροσκάφους |
transp., avia. | flight operations officer | υπεύθυνος αναχώρησης πτήσεως |
transp., avia. | flight operations officer | επιμελητής πτήσεων |
gen. | Flying Officer | Υποσμηναγός |
polit. | Force Development Project Officer | ανώτερος υπάλληλος σχεδίου Project Officer για την ανάπτυξη δυνάμεων |
forestr. | forest officer | δασικός υπάλληλος |
immigr. | Frontex Intelligence Support Officers | Αξιωματικοί Στήριξης Πληροφοριών Ασφαλείας του Frontex |
social.sc. | Grand Officer | Ανώτερος Ταξιάρχης |
gen. | ground liaison officer | μη ιπτάμενος αξιωματικός αεροπορίας |
gen. | ground liaison officer | αξιωματικός εδάφους |
ed. | guidance officers | υπεύθυνοι για τον προσανατολισμό |
law, commer. | hearing officer | σύμβουλος ακροάσεων |
immigr. | Immigration Liaison Officer | Σύνδεσμος Μετανάστευσης (αξιωματούχος) |
immigr. | immigration liaison officer | αξιωματικός σύνδεσμος μετανάστευσης |
immigr. | immigration officer | υπηρεσία μετανάστευσης |
gen. | immigration officer | αξιωματικός μεταναστεύσεως |
fin., account. | imprest officer | υπόλογος παγίων προκαταβολών |
transp., avia. | in-flight security officer | συνοδός ασφαλείας πτήσης |
polit. | Information and Intelligence Project Officer | ανώτερος υπάλληλος σχεδίου Project Officer πληροφοριών και στοιχείων |
work.fl. | information officer | Αρμόδιος τεκμηρίωσης |
work.fl. | information officer | τεκμηριωτής |
health. | institution's medical officer | ιατρικός σύμβουλος του οργάνου |
crim.law., IT | Intelligence Development Officer | υπεύθυνος για την ανάπτυξη της συλλογής πληροφοριών |
UN | Interim ILO Liaison Officer to Myanmar | προσωρινός αξιωματικός σύνδεσμος ΔΟΕ στο Μιανμάρ |
gov. | IT officer | υπάλληλος πληροφορικής |
gov. | junior financial officer | κατώτερος δημοσιονομικός διαχειριστής |
gov. | junior medical officer | κατώτερος ιατρός σύμβουλος |
transp. | junior officer | δόκιμος αξιωματικός |
law, econ. | junior professional officer | συνεργαζόμενος εμπειρογνώμων |
law | law enforcement officer | αστυνομικός υπάλληλος |
law | legal officer | voμικός σύμβουλoς |
gen. | Legal Officers | Νομικοί Υπάλληλοι |
immigr. | liaison officer | αξιωματικός σύνδεσμος |
immigr. | liaison officer | υπάλληλος-σύνδεσμος |
gen. | liaison officer | αξιωματικός-σύνδεσμος |
IT | liaison officer network | δίκτυο αξιωματικών-συνδέσμων |
gen. | liaison officers | αξιωματικός σύvδεσμoς |
fin. | loan officers'limit | πιστωτική αρμοδιότητα |
fin. | local authorising officer | διατάκτης του ΥΧΕ |
polit., IT | Local Informatics Security Officer | υπεύθυνος ασφαλείας τοπικών συστηµάτων πληροφορικής |
polit. | Local Security Officer | τοπικός υπεύθυνος ασφαλείας |
polit. | Long-Term Vision Coordination Project Officer | ανώτερος υπάλληλος σχεδίου για τον συντονισμό της μακροπρόθεσμης προοπτικής |
transp. | master home/deck officer Class 3 | τρίτος αξιωματικός καταστρώματος |
health., ed. | medical laboratory scientific officer | επιστημονικός υπάλληλος ιατρικού εργαστηρίου |
health. | medical officer | ιατρός εξεταστής |
gov. | medical officer | ιατρός σύμβουλος |
med., transp., nautic. | medical officer in a shipping company | γιατρός ναυτικής εταιρίας |
gen. | meeting security officer | υπάλληλος ασφαλείας της συνεδρίασης |
transp., nautic. | merchant service officer | αξιωματικός εμπορικού ναυτικού |
fin. | national authorising officer | εθνικός διατάκτης |
immigr. | national liaison officer | Σύνδεσμος Μετανάστευσης (αξιωματούχος) |
immigr., transp., avia. | Nordic liaison officer | σκανδιναβός αξιωματικός σύνδεσμος |
gen. | occupational medical and safety officer | υπεύθυνος για την ιατρική και την ασφάλεια της εργασίας |
immigr. | officer carrying out the surveillance | όργανο παρακολούθησης |
gen. | officer conducting the exercise | αξιωματικός διεξαγωγής ασκήσεων' αξιωματούχος υπεύθυνος για τη διεξαγωγή ασκήσεων |
transp., polit. | officer for the prevention of risks inherent in the carriage of dangerous goods | υπεύθυνος πρόληψης |
transp., polit. | officer for the prevention of risks inherent in the carriage of dangerous goods | υπεύθυνος για την πρόληψη των κινδύνων που ενυπάρχουν στις μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων |
transp. | officer in a supernumerary capacity | υπεράριθμος αξιωματικός καταστρώματος |
transp. | officer in the deck-department | αξιωματικός καταστρώματος |
transp. | officer in the engine-department | αξιωματικός μηχανής |
mater.sc. | officer-in-charge | αξιωματικός επικεφαλής |
law | officer of justice | βοηθητικός δικαστικός υπάλληλος |
polit., law | officer of the court | Γραμματέας |
gen. | officer of the Court of Auditors | υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου |
gen. | officer scheduling the exercise | αξιωματικός σχεδιασμού ασκήσεως' αξιωματούχος υπεύθυνος για το σχεδιασμό ασκήσεως |
gen. | officers of the Court of Auditors | υπάλληλοι του Ελεγκτικού Συνεδρίου |
transp. | petty officer | κελευστής Α |
gen. | Pilot Officer | Ανθυποσμηναγός |
transp., min.prod. | Port Facility Security Officer | υπεύθυνος ασφάλειας λιμενικής εγκατάστασης |
life.sc., lab.law. | port meteorological liaison officer | μετεωρολογικός σύνδεσμος λιμένων |
transp., nautic. | Port State Control Officer | επιθεωρητής του κράτους του λιμένα |
gen. | PR officer | υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων |
commun. | press officer | σύμβουλος τύπου |
commun. | press officer | ακόλουθος τύπου |
commun. | press officer | εκπρόσωπος τύπου |
commun. | press officer | υπεύθυνος τύπου |
gov. | principal audit officer | κύριος δημοσιονομικός ελεγκτής |
fin. | principal authorising officer | κύριος διατάκτης |
lab.law. | Principal Clerical Officer | Kύριος υπάλληλος γραφείου |
gov. | principal financial officer | κύριος δημοσιονομικός διαχειριστής |
gov. | principal medical officer | κύριος ιατρός σύμβουλος |
polit. | Principal Officer for Armaments Cooperation | προϊστάμενος Principal Officer για τη συνεργασία στον τομέα των εξοπλισμών |
polit. | Principal Officer for Armaments Policy | προϊστάμενος Principal Officer για την πολιτική εξοπλισμών |
polit. | Principal Officer for Defence Industry | προϊστάμενος Principal Officer για την αμυντική βιομηχανία |
polit. | Principal Officer for Defence Market | προϊστάμενος Principal Officer για την αμυντική αγορά |
gov. | Principal Scientific or Technical Officer | κύριος επιστημονικός ή τεχνικός υπάλληλος |
gen. | Principal Scientific or Technical Officer | Kύριος επιστημονικός ή τεχνικός υπάλληλος |
law, ed. | probation officer | δικαστικός επιμελητής |
law, lab.law. | probation officer | επιτηρητής |
social.sc., ed., unions. | Probation Officer | επιμελητής κοινωνικής αρωγής |
lab.law., transp. | project officer | υπεύθυνος προγράμματος |
polit. | Project Officer for Deployability | ανώτερος υπάλληλος σχεδίου Project Officer για την ικανότητα ανάπτυξης |
polit. | Project Officer for European Capability Action Plan Coordination | ανώτερος υπάλληλος σχεδίου Project Officer για τον συντονισμό του Ευρωπαϊκού Σχεδίου Δράσης για τις Δυνατότητες |
polit. | Project Officer for Precision Effects | ανώτερος υπάλληλος σχεδίου Project Officer για εφαρμογές ακριβείας |
gen. | Project Officer for Sustainability | ανώτερος υπάλληλος σχεδίου Project Officer για τη χρονική βιωσιμότητα |
polit. | Protection and Survivability Project Officer | ανώτερος υπάλληλος σχεδίου Project Officer προστασίας και δυνατοτήτων επιβίωσης |
fish.farm. | protection officer | αξιωματικοί Λιμενικού Σώματος |
account. | public accounting officer | όργανo ή υπάλληλος είσπραξης δημοσίων εσόδων |
law | public officer | δημόσια αρχή |
gen. | public officer | δημόσιος λειτουργός |
gen. | public relations officer | υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων |
lab.law. | purchasing officer | οικονόμος ξενοδοχείουεστιατορίων κ.λ.π. |
immigr. | pursuing officer | διωκτικό όργανο |
ed., min.prod. | qualified officer in ... | εντεταλμένος αξιωματικός |
health., lab.law., nucl.pow. | radiation protection officer | υπεύθυνος ακτινοπροστασίας |
health., lab.law., nucl.pow. | radiation safety officer | υπεύθυνος ακτινοπροστασίας |
transp. | radio officer | αξιωματικός ασυρμάτου |
gen. | radio officer | αξιωματικός ασυρμάτου; χειριστής ασυρμάτου |
health., lab.law., nucl.pow. | radiological health and safety officer | υπεύθυνος ακτινοπροστασίας |
commun., transp. | radiotelephone officer | χειριστής ραδιοτηλεφώνου |
polit. | railway medical officer | ιατρός υπηρεσίας σιδηροδρόμου |
polit. | railway medical officer | σιδηροδρομικός γιατρός |
health. | railway medical officer | ιατρός της αμαξοστοιχείας |
unions. | Recruitment Officer | Αξιωματικός Πρoσλήψεωv |
econ. | regional authorizing officer | περιφερειακός διατάκτης |
gen. | Registry Control Officer | ελεγκτικός υπάλληλος γραµµατείας |
transp. | relieving officer | αντικαταστάτης αξιωματικός |
law, immigr. | reporting to the police/immigration officer | δήλωση εισόδου |
ed. | research officer at pre-doctoral level | ερευνητής προδιδακτορικού επιπέδου |
transp., polit. | risk prevention officer | υπεύθυνος για την πρόληψη των κινδύνων που ενυπάρχουν στις μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων |
transp., polit. | risk prevention officer | υπεύθυνος πρόληψης |
forestr. | road maintenance officer | προϊστάμενος οδικής συντήρησης |
transp. | safety officer | αξιωματικός ασφάλειας |
transp., mech.eng. | safety officer console | κονσόλα υπεύθυνου διάσωσης |
fin. | sales and origination officer | στέλεχος προωθήσεως προϊόντων καφαλαιαγοράς |
gov. | scientific or technical officer | επιστημονικός ή τεχνικός υπάλληλος |
gen. | Scientific or Technical Officer | Eπιστημονικός ή τεχνικός υπάλληλος |
lab.law., transp. | second engineer officer | δεύτερος μηχανικός |
unions. | Second Officer | Δεύτερoι Αξιωματικoί |
transp., nautic. | second officer | ανθυποπλοίαρχος |
gov. | Second Officer | Δεύτερος Αξιωματικός |
unions. | Second Officer Intelligence specialised areas | Δεύτερoι Αξιωματικoί Πληρoφoριώv ειδικευμέvoι τoμείς |
gen. | seconded officer | απoσπασμέvoς αξιωματικός |
gov., empl. | security officer | υπάλληλος του προσωπικού ασφαλείας |
IT | security officer | υπεύθυνος ασφάλειας |
gen. | security officer | υπάλληλος ασφαλείας |
unions. | Security Officers | Αξιωματικoί Ασφαλείας |
gov. | senior audit officer | ανώτερος δημοσιονομικός ελεγκτής |
polit. | Senior Contracting Officer | προϊστάμενος μονάδας Senior Officer για τις συμβάσεις |
gov. | senior financial officer | ανώτερος δημοσιονομικός διαχειριστής |
gov. | senior medical officer | ανώτερος ιατρός σύμβουλος |
gen. | Senior Mission Security Officer | Ανώτερος αξιωματικός ασφαλείας της Αποστολής |
lab.law. | ship's deck officer | αξιωματικός γέφυρας |
social.sc., lab.law. | special allowance for accounting officers | ειδική αποζημίωση για τους υπολόγους |
gen. | 4-star flag officer | αξιωματικός τεσσάρων αστέρων |
immigr. | state liaison officer | Σύνδεσμος Μετανάστευσης (αξιωματούχος) |
transp. | stock distribution officer | υπάλληλος διανομής υλικού |
fin. | subdelegated authorising officer | δευτερεύων διατάκτης |
gov., social.sc. | technical officer | τεχνικός υπάλληλος |
polit. | Technical Officer Infrastructure | τεχνικός υπάλληλος Technical Officer υποδομών |
gen. | the Assembly shall elect its officers | η Συνέλευση εκλέγει το προεδρείο της |
gen. | the Assembly shall elect its President and its officers from among its members | η Συνέλευση εκλέγει μεταξύ των μελών της τον πρόεδρο και το προεδρείο της |
fin. | the authorizing officer must be informed of each payment received | κάθε είσπραξη θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο κοινοποίησης στον διατάκτη |
gen. | the authorizing officer's decision | απόφαση του διατάκτη |
health. | the institution's medical officer | ιατρικός σύμβουλος του Οργάνου |
gov. | the institution's medical officer | Ιατρός-σύμβουλος του Οργάνου |
law, econ. | the personal liability of officers and members as such | προσωπική ευθύνη των εταίρων και των οργάνων |
market. | the responsability of authorising officers and accounting officers | η ευθύνη των διατακτών και των υπολόγων |
gen. | three-star flag officer | αντιστράτηγος |
ed. | training of training officers | εκπαίδευση των εκπαιδευτών' κατάρτιση των εκπαιδευτών |
ed. | training officer | υπεύθυνος κατάρτισης |
gen. | transport officer | συντονιστής μεταφορών |
gen. | transport officer | υπεύθυνος μεταφορών |
crim.law. | undercover officer | μυστικός πράκτορας' μυστικός αστυνομικός |
med. | unit nursing officer | προϊσταμένη τμήματος |
UN | United Nations Military Liaison Officer | Στρατιωτικός Αξιωματικός Σύνδεσμος στα Ηνωμένα Έθνη |
health., lab.law. | veterinary medical officer | κτηνίατρος |
lab.law. | vocational guidance officer | υπάλληλος υπεύθυνος για θέματα επαγγελματικού προσανατολισμού |
gov. | voluntary fire officer allowance | επίδομα εθελοντών πυροσβεστών |
gen. | Warrant Officer | ανθυπασπιστής |
transp. | watchkeeping officer | αξιωματικός φυλακής |
lab.law., transp. | watchkeeping officer | τέταρτος αξιωματικός καταστρώματος |
social.sc. | welfare officer | εργαζόμενος στην κοινωνική πρόνοια |
social.sc. | welfare officer | κοινωνικός λειτουργός |
transp. | wireless officer | ασυρματιστής |
commun., lab.law. | work coefficient of an officer | συντελεστής απασχόλησης υπαλλήλου |
gen. | Working Party of Chief Plant Health Officers | Ομάδα "Προϊστάμενοι Φυτοϋγειονομικών Υπηρεσιών" |
gen. | Working Party of Chief Veterinary Officers | Ομάδα "Προϊστάμενοι κτηνιατρικών υπηρεσιών" |
agric. | working plans officer | διαχειριστής |