DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Labor law containing off | all forms | exact matches only
EnglishGreek
accident entailing time off workατύχημα που συνεπάγεται διακοπή της εργασίας
to be off workαπέχω
blow-off valveβαλβίδα εκφόρτωσης
check-off clauseρήτρα παρακράτησης συνδικαλιστικών εισφορών
to lay off temporarilyπροσωρινή θέση σε αργία
off-farm employmentδραστηριότητα εκτός γεωργικής εκμετάλλευσης
to pay off the crewπληρώνω και θέτω σε αργία ένα πλήρωμα
to pay off the crewαπολύω ένα πλήρωμα
to stay off workαπουσιάζω
time off to look for new employmentάδεια για ανεύρεση άλλης απασχόλησης από τον απολυόμενο μισθωτό