DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Labor law containing occupation | all forms | exact matches only
EnglishGreek
admission for the purposes of pursuing self-employed occupationεισδοχή για άσκηση ανεξάρτητης επαγγελματικής δραστηριότητας
change of occupationαλλαγή επαγγέλματος
continued orderly pursuit of the occupationπαρέχω εχέγγυα για την περαιτέρω νόμιμη άσκηση της δραστηριότητας
farmer practising farming as his main occupationκατά κύρια απασχόληση κάτοχος γεωργικής εκμεταλλεύσεως
gainful occupationπροσοδοφόρο επάγγελμα
gainful occupationβιοποριστική απασχόληση
occupation-based unionομοιοεπαγγελματική οργάνωση
occupation for the blindεπάγγελμα τυφλών
occupation of the workplaceκατάληψη της επιχείρησης
occupation rateποσοστό απασχόλησης
overseas occupationυπερπόντια επαγγελματική δραστηριότητα
status in occupationεπαγγελματική θέση
status in occupationεπαγγελματική κατάσταση
status in occupationτύπος απασχόλησης
the occupation for which the unemployed workers have been retrainedτο επάγγελμα για το οποίο οι εργαζόμενοι οι ευρισκόμενοι σε ανεργία επανεκπαιδεύθησαν