DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Economy containing obtained | all forms | exact matches only
EnglishGreek
to allow producers to obtain returnsεπιτρέπει στους παραγωγούς να πραγματοποιήσουν έσοδα
good wholly obtained in one countryεμπόρευμα παραχθέν πλήρως σε μια χώρα
ingots obtained by melting down gold coinsπλινθώματα που λαμβάνονται από την τήξη χρυσών νομισμάτων που ήταν σε κυκλοφορία
prices obtained under the national system of guaranteed pricesοι τιμές που επετεύχθησαν υπό το εθνικό καθεστώς εγγυημένων τιμών
products obtained from a specified technique of productionπροϊόντα που λαμβάνονται από μια ορισμένη τεχνική μέθοδο παραγωγής
the funds thus obtained shall be used to support undertakingsτα ποσά που συγκεντρώνονται κατ'αυτόν τον τρόπο διατίθενται για την υποστήριξη των επιχειρήσεων
unconditional right to obtain means of payment for settling international transactionsχωρίς όρους δικαίωμα απόκτησης μέσων πληρωμής για το διακανονισμό διεθνών συναλλαγών
wood obtained from sustainable sourcesξυλεία που προέρχεται από εκμεταλλεύσεις που θεωρούνται βιώσιμες