DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Statistics containing observe | all forms | exact matches only
EnglishGreek
observed at randomπαρατηρηθείς τυχαία
observed deathσημειωθείς θάνατος
observed deathπαρατηρηθείς θάνατος
observed information matrixπαρατηρηρούμενος πληροφοριακός πίνακας
observed maintainabilityπαρατηρούμενη συντηρησιμότητα
observed mean lifeπαρατηρούμενη μέση διάρκεια ζωής
observed Q-percentile lifeπαρατηρούμενο ποσοστό Q-τάξεως,διάρκεια ζωής
observed reliabilityπαρατηρούμενη αξιοπιστία
observed riskκίνδυνος προβλεπόμενος με παρατηρήσεις
organise statistical work at appropriate administrative levels and duly observe the need for statistical confidentialityτα συμβαλλόμενα μέρη οργανώνουν τις στατιστικές εργασίες σε κατάλληλο διοικητικό επίπεδο και λαμβάνουν δεόντως υπόψη τον κατ'ανάγκη εμπιστευτικό χαρακτήρα των στατιστικών