DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Labor law containing new | all forms | exact matches only
EnglishGreek
aid for transition to a new jobενίσχυση για τη μετάβαση σε νέα θέση απασχόλησης
Community initiative concerning new qualifications, new skills and new employment opportunitiesΚοινοτική πρωτοβουλία για τις νέες επαγγελματικές ειδικεύσεις,τις νέες ικανότητες και τις νέες ευκαιρίες απασχόλησης
Green paper-Partnership for a new organisation of workΠράσινη βίβλος - Σύμπραξη για μια νέα οργάνωση της εργασίας
leave of absence to seek new employmentώρες απουσίας για την αναζήτηση νέας θέσης εργασίας
New General Profession and Trade AssociationΝέα Γενική Επαγγελματική ΄Ενωση
new postνέα θέση απασχόλησης
new technology agreementτεχνολογική συμφωνία
new workerνέο προσωπικό
time off to look for new employmentάδεια για ανεύρεση άλλης απασχόλησης από τον απολυόμενο μισθωτό