DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject International trade containing net | all forms | exact matches only
EnglishGreek
Decision on measures concerning the possible negative effects of the reform programme on least-developed and net food-importing developing countriesΑπόφαση για τα μέτρα σχετικά με τις ενδεχόμενες αρνητικές επιπτώσεις μεταρρυθμιστικού προγράμματος στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες και στις αναπτυσσόμενες χώρες που είναι καθαρά εισαγωγείς ειδών διατροφής
income safety-net programmeπρόγραμμα το οποίο θεσπίζει μηχανισμό ασφάλειας των εισοδημάτων
net-food exporter of a specific foodstuffχώρα μέλος η οποία είναι καθαρός εξαγωγέας συγκεκριμένου προϊόντος διατροφής
net food-importing developing countryαναπτυσσόμενη χώρα που είναι καθαρός εισαγωγέας ειδών διατροφής