DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Law containing name | all forms | exact matches only
EnglishGreek
to act in one's own name and on one's own behalfενεργώ εξ ιδίου ονόματος και για ίδιο λογαριασμό
authorized professional representatives whose names appear on the listεγκεκριμένοι πληρεξούσιοι οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι σε πίνακα
constitutional nameσυνταγματική ονομασία
corporate nameεταιρική επωνυμία
generic name of the goods or servicesκοινή ονομασία των προϊόντων ή των υπηρεσιών
indicating the name and the territorial jurisdictionαναφορά της ονομασίας και της κατά τόπον αρμοδιότητας
name and address of the intervenerονοματεπώνυμο και κατοικία του παρεμβαίνοντος
name of productονομασία του προϊόντος
name of the President and of the Judges taking part in the judgmentονοματεπώνυμο του προέδρου και των δικαστών που συμμετείχαν στην έκδοση της αποφάσεως
names and addresses of the partiesονοματεπώνυμο και κατοικία των διαδίκων
person whose name is entered in the official population registersπρόσωπο του οποίου το όνομα είναι καταχωρημένο στα δημοτολόγια
prohibition of the use of a Community trade mark registered in the name of an agent or representativeαπαγόρευση της χρήσης του κοινοτικού σήματος το οποίο έχει καταχωρηθεί επ'ονόματι ειδικού πληρεξουσίου ή αντιπροσώπου
right to a nameδικαίωμα στο όνομα
third party entitled to use a geographical nameτρίτος που έχει δικαίωμα να χρησιμοποιεί γεωγραφική ονομασία
trade nameεμπορική επωνυμία
trade nameεμπορική ονομασία
transfer of a trade mark registered in the name of an agentμεταβίβαση σήματος που έχει καταχωρηθεί επ'ονόματι ειδικού πληρεξουσίου
unmistakable name of the holderσαφές και μη παρερμηνεύσιμο όνομα του κατόχου