DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Chemistry containing medium | all forms | exact matches only
EnglishGreek
acid mediumοξικό περιβάλλον
alkaline mediumαλκαλικό περιβάλλον
culture mediumπεριβάλλον καλλιέργειας
dissolution in acetic acid mediumδιάλυση σε οξικό περιβάλλον
gasifying mediumπαράγων αεριοποίησης
gasifying mediumμέσον αεριοποίησης
heating in acid mediumθέρμανση σε όξινο περιβάλλον
heating mediumθερμαντικό μέσο
medium-boundενδιάμεσο όριο
medium curing cutbackκεκραμένη άσφαλτος μέσης ταχύτητος ξηράνσεως
medium-CV gasαέριο μέσης θερμαντικής ικανότητας
medium gradeανθρακασβέστιο μεσαίας κοκκώσεως
medium level wasteαπόβλητα μέσης ραδιενέργειας
medium oilλάδι ενδιάμεσης ρευστότητας
medium oilμεσαίου μήκους ελαίου
medium petroleum oilμέσο έλαιο πετρελαίου
pressurizing mediumμέσο διατήρησης σταθερής πίεσης
purging mediumκαθαριστικό ρευστό
secondary cooling mediumδευτεροταγές ψυκτικό
the solution in water is a medium strong acidτο υδατικό διάλυμα είναι μετρίως ισχυρό οξύ
the solution in water is a medium strong baseτο υδατικό διάλυμα είναι μετρίως ισχυρή βάση
the substance is a medium strong acidη ουσία είναι μετρίως ισχυρό οξύ
the substance is a medium strong baseη ουσία είναι μετρίως ισχυρή βάση
wetting mediumουσία ύγρανσης
wetting mediumδιαβρεκτικό προϊόν
wetting mediumουσία μουλιάσματος
wetting mediumαντιδραστήριο διαβροχής