Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Afrikaans
Arabic
Basque
Bulgarian
Catalan
Chinese
Chinese Taiwan
Chinese simplified
Croatian
Czech
Danish
Dutch
Esperanto
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hebrew
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Korean
Latvian
Lithuanian
Maltese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Scottish Gaelic
Serbian
Serbian Latin
Sesotho sa leboa
Slovak
Slovene
South Ndebele
Southern Sotho
Spanish
Swati
Swedish
Thai
Tsonga
Tswana
Turkish
Ukrainian
Uzbek
Venda
Xhosa
Zulu
Terms
for subject
Marketing
containing
market
|
all forms
|
exact matches only
English
Greek
Action programme in the field of transport infrastructure with a view to the completion of an integrated transport
market
in 1992
Πρόγραμμα δράσης στον τομέα των έργων υποδομής ενόψει της πραγματοποίησης της ολοκληρωμένης αγοράς των μεταφορών του 1992
adversely affect the conditions of competition in the common
market
αλλοιώνουν τους όρους του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς
at or near
market
term
όρος της αγοράς ή παρεμφερής όρος
covered
market
παζάρι
covered
market
λαϊκή αγορά
European consumer guide in the single
market
Οδηγός του ευρωπαίου καταναλωτή στην ενιαία αγορά
European system for observing the inland goods transport
markets
Ευρωπαϊκό σύστημα παρακολούθησης της αγοράς των χερσαίων εμπορευματικών μεταφορών
farmer's
market
λαϊκή αγορά
farmer's
market
παζάρι
fish
market
ιχθυαγορά
franchise
market
planning and operation
σχέδιο εμπορικής προώθησης του συστήματος ενοποιημένης παρουσίας/franchise
franchise
market
planning and operation
marketing του συστήματος ενοποιημένης παρουσίας
franchise
marketing
σχέδιο εμπορικής προώθησης του συστήματος ενοποιημένης παρουσίας/franchise
franchised
markets
αγορές στις οποίες υφίσταται ενοποιημένη παρουσία
franchisor's
market
knowledge
γνώση της αγοράς του δικαιοπαρόχου
jury of experts in
marketing
κριτική επιτροπή ειδικών του μάρκετινγκ
liberalization
markets
for services
ελευθέρωση των αγορών υπηρεσιών
to
limit or control
markets
or technical development
ο περιορισμός ή ο έλεγχος της διαθέσεως ή της τεχνολογικής αναπτύξεως
lower of cost or
market
method
μέθοδος της τιμής κόστους ή της αγοραίας τιμής
to
mark to
market
in the balance sheet
καταχώρηση στον ισολογισμό στην τρέχουσα τιμή αγοράς
Market
Access Group
ομάδα "πρόσβαση στις αγορές"
market
goods
εμπορεύσιμα αγαθά
market
-hall
λαϊκή αγορά
market
-hall
παζάρι
market
in the hiring out of video cassettes
αγορά μίσθωσης βιντεοκασετών
market
mechanism
μηχανισμός αγοράς
market
station
σταθμός χονδρεμπορίου
market
station
σταθμός αγοράς
market
survey
διερευνητική αποστολή
market
testing
διαβούλευση με τους φορείς της αγοράς
market
value
αγοραία αξία
market
weight
ζων βάρος
marketing
capability of firms
δυνατότητα εμπορίας των επιχειρήσεων
marketing
facilities
μέσα τοποθέτησης στην αγορά
marketing
facilities
διευκολύνσεις τοποθέτησης στην αγορά
marketing
file
κατάλογος μάρκετινγκ
marketing
information tool
εργαλείο για πληροφορίες μάρκετινγκ
marketing
practice
αθέμιτη εμπορική πρακτική
national
market
organisations
οι εθνικές οργανώσεις αγοράς
neighbouring
market
συναφής αγορά
open
market
value of imported goods
κανονική αξία κατά την εισαγωγή αγαθού
phone
marketing
τηλε-μάρκετιγκ
potential
market
appraisal
εκτίμηση της πιθανής αγοράς
potential
market
estimate
εκτίμηση της πιθανής αγοράς
regulator for
market
conduct
ρυθμιστικός παράγων της συμπεριφοράς της αγοράς
selling and
marketing
of air transport services
πώληση και μάρκετινγκ υπηρεσιών αερομεταφορών
sensitive
market
ασταθής αγορά
to
share
markets
η κατανομή των αγορών
the foreseeable
market
price
η προβλεπόμενη τιμή στην αγορά
trade
marketing
μελέτη αγοράς που αφορά το εμπόριο
trade
marketing
εμπορικό μάρκετιγκ
winning over the
market
κατάκτηση της αγοράς
Get short URL