DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Finances containing lowest | all forms
EnglishGreek
abnormally low priceασυνήθως χαμηλές τιμές
bilateral upper and lower ratesανώτερες και κατώτερες διμερείς ισοτιμίες
environment of low inflationary pressureπεριβάλλον χαμηλών πληθωριστικών πιέσεων
extra-low rateεξαιρετικά μειωμένος συντελεστής
highly indebted, low-income countries in sub-Saharan Africaφτωχές χώρες της Αφρικής νοτίως της Σαχάρας με βαρύ εξωτερικό χρέος
loan for the purchase of low-cost housingδάνειο για την απόκτηση φθηνής κατοικίας
low concessional loanχαμηλότοκο προνομιακό δάνειο
low-currency dumpingντάμπινγκ λόγω υποτιμημένου νομίσματος
low-income benefitεπίδομα απορίας
low-income countryχώρα χαμηλού εισοδήματος
low-inflation countryχώρα με χαμηλό πληθωρισμό
low interest bondχαμηλότοκη ομολογία
low interest bondομολογία με χαμηλό επιτόκιο; χαμηλότοκη ομολογία
low interest bondομολογία με χαμηλό επιτόκιο
low-interest loanεπιδοτούμενο δάνειο
low priceχαμηλότερη τιμή ημέρας
low price-earnings ratio effectφαινόμενο μετοχών με μικρό λόγο κέρδους/τιμής
low-to-high refundingεξαγορά χαμηλότοκου από υψηλότοκο χρεόγραφο
lower cost of fundsχαμηλότερο κόστος κεφαλαίων
lower intervention pointκατώτατη τιμή παρέμβασης
lower managementκατώτερα διοικητικά στελέχη
lower middle-income countryχώρα χαμηλότερου μέσου εισοδήματος
lower middle-income countryχώρα εισοδήματος χαμηλότερου του μέσου
lower secondary technical educationκατώτερη δευτεροβάθμια τεχνική εκπαίδευση
lower secondary vocational educationκατώτερη δευτεροβάθμια επαγγελματική εκπαίδευση
reaction lowσημείο υποστήριξης
subsidized loan for low-cost housingεπιδοτούμενο δάνειο για ενοίκιο
the binding against increase of low duties or of duty-free treatmentη παγιοποίηση χαμηλών δασμών ή καθεστώτος ατελούς εισδοχής
upper and lower ratesανώτατες και κατώτατες τιμές