Subject | English | Greek |
agric. | aid to compensate for loss of livestock | ενίσχυση για την απώλεια ζωικού κεφαλαίου |
gen. | coastdown of the reactor plant due to loss of station power | απόρριψη φορτίου του αντιδραστήρα λόγω απώλειας της ηλεκτρικής ισχύος για την ιδιοκατανάλωση |
polit., law | compensation for loss of earnings | αποζημίωση για διαφυγόντα κέρδη |
fin. | compensation for loss of export earnings | αντιστάθμιση των εσόδων από εξαγωγές |
gen. | compensation for loss of export earnings | αντιστάθμιση των απωλειών εσόδων λόγω εξαγωγών |
gen. | complete loss of coolant | πλήρης απώλεια ψυκτικού |
el. | complete loss of normal auxiliary power | ολική απώλεια της κανονικής βοηθητικής ηλεκτρικής τροφοδοτήσεως |
commun. | coupling loss of a test fixture | απώλεια σύζευξης μιας ιδιοδιάταξης δοκιμής |
el., construct. | equivalent loss of head | απώλεια φορτίου |
gen. | Estimation of the loss of absorptive power by colorant drop test | Εκτίμηση της απώλειας της ροφητικής ικανότητας - Δοκιμή κηλίδας χρωστικής |
astronaut., transp. | hazardous loss of power/thrust | Επικίνδυνη απώλεια ισχύος/ώσης |
gen. | large break loss of cooling accident | ατύχημα από απώλεια ψύξης λόγω σημαντικού ρήγματος |
health. | to lead to immediate loss of consciousness | προκαλώ ακαριαία απώλεια των αισθήσεων |
econ. | limit on the loss of relativity | ανώτατο ύψος για την απώλεια αναλογίας |
law | loss of a right | απώλεια δικαιώματος |
earth.sc. | loss of adhesion | διακοπή πρόσφυσης |
met. | loss of alloying elements during deposition | απώλεια κραματικών στοιχείων κατά την εναπόθεση |
astronaut., transp. | loss of altitude | απώλεια απόλυτου ύψους |
law, insur. | loss of amenity | απώλεια ανέσεων |
transp. | loss of anchor | απώλεια άγκυρας |
med. | loss of appetite | απώλεια όρεξης |
med. | loss of appetite | ανορεξία |
commun., IT | loss of audience | απώλεια ακροαματικότητας |
life.sc., environ. | loss of biodiversity | απώλεια βιολογικών ποικιλιών |
life.sc., environ. | loss of biodiversity | απώλεια βιολογικής πολυμορφίας |
life.sc., environ. | loss of biological diversity | απώλεια βιολογικών ποικιλιών |
life.sc., environ. | loss of biological diversity | απώλεια βιολογικής πολυμορφίας |
environ. | loss of biotope Destruction of biotopes produced by environmental degradation which in turn is caused by air- or water-borne pollution | απώλεια βιοτόπου |
environ. | loss of biotope | απώλεια βιοτόπου |
commun., IT | loss of block phase | απώλεια φάσης μπλοκ |
med. | loss of blood | απώλεια αίματος |
el. | loss of capacity | απώλεια παραγωγικής ικανότητας |
commun., IT | loss of carrier signal | απώλεια σήματος φέρουσας |
commun., IT | loss of circuit time | απώλεια χρόνου χρησιμοποίησης κυκλώματος |
immigr. | loss of citizenship | απώλεια ιθαγένειας |
immigr. | loss of citizenship | απώλεια υπηκοότητας |
med. | loss of civil rights | απώλεια πολιτικών δικαιωμάτων |
mech.eng. | loss of compression | απώλεια συμπίεσης |
health. | loss of conciousness | απώλεια των αισθήσεων |
health. | loss of conciousness | απώλεια συνειδήσεως |
med. | loss of consciousness | απώλεια συνείδησης |
med. | loss of consciousness for the importance of objects | απώλεια συνειδήσεως της σημασίας των αντικειμένων |
transp., polit. | loss of control | απώλεια ελέγχου |
el. | loss of coolant accident | ατύχημα από μεγάλη απώλεια ψηκτικού μέσου |
gen. | loss of coolant accident | ατύχημα απώλειας ψυκτικού |
earth.sc. | loss of cooling accident test | δοκιμή για την περίπτωση απώλειας ψύξης |
agric. | loss of crop areas | απώλεια καλλιεργούμενων γαιών |
gen. | loss of crystal water | απωλεια κρυσταλλικού ύδατος |
agric. | loss of cultivated areas | απώλεια καλλιεργούμενων γαιών |
med. | loss of differentiation | απώλεια διαφοροποίησης |
coal. | loss of drilling fluid | απώλεια κυκλοφορκας |
coal. | loss of drilling fluid | απώλεια λάσπης |
insur. | loss of engagements | ζημιά λόγω μη χρησιμοποίησης του πλοίου |
law, transp. | loss of entitlement to drive | αφαίρεση της άδειας οδηγού |
agric. | loss of fat | απώλεια λίπους |
med. | loss of flesh | απίσχνανσις |
health. | loss of flesh | αδυνάτισμα |
med. | loss of flesh | απώλεια μυικής μάζας |
commun., IT | loss of frame alignment | απώλεια ευθυγράμμισης πλαισίου |
commun., IT | loss of frame alignment detector | ανιχνευτής απωλειών ευθυγράμμισης πλαισίου |
med. | loss of function | απώλεια λειτουργικότητας |
med. | loss of function mutation | μετάλλαξη απώλειας λειτουργικότητας |
el. | loss of gain | απώλεια απολαβής |
el. | loss of generating capacity | απώλεια παραγωγικής ικανότητας |
chem. | loss of gloss | απώλεια της στιλπνότητας |
agric. | loss of green colour | αποπρασινισμός |
life.sc., tech. | loss of head | απώλεια φορτίου |
earth.sc., mech.eng. | loss of head at outlet | απώλεια μανομετρική στη έξοδο |
med. | loss of hearing | απώλεια ακοής |
med. | loss of heterozygosity | απώλεια ετεροζυγωτίας |
IT | loss of incoming signal | απώλεια εισερχόμενου σήματος |
math. | loss of information | απώλεια πληροφορίας |
med. | loss of internal cells | απώλεια εσωτερικών κυττάρων |
transp., avia. | loss of lift | απώλεια στήριξης |
insur. | loss of limb | απώλεια μελών του σώματος |
econ. | loss of liquidity | στενότητα ρευστότητας |
econ., fin. | loss of liquidity | μείωση ρευστότητας; στενότητα ρευστότητας |
econ. | loss of liquidity | μείωση ρευστότητας |
el. | loss of load | απόριψη φορτίου |
industr., construct., met. | loss of machine | πέσιμο μηχανής |
industr., construct., met. | loss of machine | διακοπή φύλλου |
food.ind., chem. | loss of mass on drying | απώλεια βάρους με αποξήρανση |
gen. | loss of material | απώλεια υλικού |
med. | loss of memory | απώλεια μνήμης |
med. | loss of memory | αμνησία |
law | rule governing the loss of nationality | απώλεια της υπηκοότητας |
stat., social.sc. | loss of nationality | αποστέρηση ιθαγένειας |
stat., social.sc. | loss of nationality | αποστέρηση υπηκοότητας |
law | rule governing the loss of nationality | απώλεια της ιθαγένειας |
med. | loss of neurons | απώλεια νευρώνων |
health. | loss of nutrients | απώλεια θρεπτικών ουσιών |
law, lab.law. | loss of office | έκπτωση από καθήκοντα |
industr., construct., chem. | loss of photochromic response | Aπώλεια φωτοχρωμικής ανταποκρίσεως |
agric. | loss of plant nutrients | απώλεια θρεπτικών στοιχείων |
transp., avia. | loss of position awareness | απώλεια της επίγνωσης του στίγματος |
IT | loss of power | απώλεια ισχύος |
econ., stat. | loss of production | απώλεια παραγωγής |
law | loss of profit | απώλεια χρόνου |
law | loss of profit | απώλεια κέρδους |
polit., fin. | loss of profits | διαφυγόν κέρδος |
econ. | loss of purchasing power | διάβρωση της αξίας του νομίσματος' σταδιακή υποτίμηση' απώλεια της αγοραστικής αξίας του νομίσματος |
med. | loss of recollection | συνειδησιακά κενά |
econ., fin. | loss of revenue for the State | διαφυγόν κέρδος για το κράτος |
law | loss of rights for failing to observe a time-limit | ακυρότητα |
law | loss of rights in the application | απώλεια του δικαιώματος στην αίτηση |
law | loss of security for failure to observe a time limit | κατάπτωση ασφάλειας λόγω μη τηρήσεως προθεσμίας |
health. | loss of self-control | απώλεια του αυτοελέγχου |
med. | loss of self-control | απώλεια αυτοκυριαρχίας |
industr., construct., met. | loss of sheet | πέσιμο μηχανής |
industr., construct., met. | loss of sheet | διακοπή φύλλου |
commun. | loss of signal | απώλεια σήματος |
insur. | loss of specie | απώλεια ιδιότητας |
mech.eng. | loss of speed stall | απώλεια ταχύτητας |
immigr. | loss of status | απώλεια καθεστώτος |
transp. | loss of stored energy indicator | δείκτης απωλειών του αποθέματος ενέργειας |
transp. | loss of stored energy indicator | δείκτης απωλειών της συσσωρευμένης ενέργειας |
astronaut., transp. | loss of structural integrity | Απώλεια δομικής ακεραιότητας |
el. | loss of synchronism | αποσυγχρονισμός |
el. | loss of synchronism | απώλεια συχρονισμού |
el. | loss of synchronism relay | ηλεκτρονόμος απωλείας συγχρονισμού |
transp., avia. | loss of thrust or power control | απώλεια ελέγχου ώσης ή ισχύος |
transp. | loss of tightness | ατέλεια στεγανότητας |
transp. | loss of tightness | έλλειψη στεγανότητας |
law | loss of time | απώλεια χρόνου |
law | loss of time | απώλεια κέρδους |
transp. | loss of traffic | απώλεια κυκλοφορίας |
transp., tech., law | loss of transparency | απώλεια διαφάνειας |
gen. | loss of vacuum inside the vessel | απώλεια κενού εντός του δοχείου |
agric. | loss of vitreous aspect | μετατροπή της τομής του κόκκου του σκληρού σιταριού από υαλώδη σε αλευρώδη |
el. | loss of voltage | απώλεια τάσης |
el. | loss of voltage | απώλεια τάσεως |
el. | loss of voltage relay | ηλεκτρονόμος απωλείας τάσεως |
chem. | loss of weight | απώλεια βάρους |
forestr. | loss of wood in logging | υλοτόμηση |
forestr. | loss of wood in logging | απώλειες ξύλου κατά την συγκομιδή |
forestr. | loss of yield | απώλεια εσοδείας |
gen. | net loss of civil material | καθαρή απώλεια πυρηνικού υλικού ειρηνικών εφαρμογών |
el. | nominal transmission loss of the four-wire circuit between virtual switching points | ονομαστική απώλεια μετάδοσης των οιονεί ακραίων τετρασύρματου κυκλώματος |
el. | nominal transmission loss of the 4-wire circuit between virtual switching points | ονομαστική απώλεια μετάδοσης των οιονεί ακραίων τετρασύρματου κυκλώματος |
law | noting of loss of right | διαπίστωση απώλειας δικαιώματος |
agric., polit. | to offset farmers' loss of income | αντισταθμίζει το εισόδημα που θα χάνουν οι γεωργοί ... |
med. | older person's loss of autonomy | απώλεια της αυτάρκειας ενός ηλικιωμένου ατόμου |
el. | partial loss of load | μερική αποφόρτιση |
el. | protection against loss of excitation | προστασία έναντι απωλείας της διεγέρσεως |
el. | protection against loss of synchronism | προστασία έναντι απωλείας συγχρονισμού |
agric. | rate of loss of vitreous aspect of durum wheat | περιεκτικότητα του σκληρού σίτου σε αλευρώδεις κόκκους |
gen. | small break loss of cooling accident | ατύχημα από απώλεια ψύξης λόγω μικρού ρήγματος |
gen. | small-break loss of coolant | απώλεια ψυκτικού μέσου λόγω ρωγμής μικρής έκτασης |
med. | subsequent loss of cells and tissues | επακόλουθη βλάβη κυττάρων και ιστών |
commer., polit. | System of Compensation for the Loss of Export Earnings for Least-developed Countries not Signatory to the Lomé Convention | σύστημα αντιστάθμισης των απωλειών εσόδων από εξαγωγές υπέρ των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών που δεν έχουν υπογράψει τη Σύμβαση του Λομέ |
commer., polit. | System of Compensation for the Loss of Export Earnings for Least-developed Countries not Signatory to the Lomé Convention | σύστημα COMPEX |
med. | temporary loss of consciousness | αφηρημάδα της επιληψίας |
med. | temporary loss of consciousness | πρόσκαιρος απώλεια της συνειδήσεως |
met. | total loss of length of both components | συνολική συρρίκνωση αμφοτέρων των στοιχείων |
met. | total loss of length of both components | ολική απώλεια υλικού |
met. | total loss of length of one component | συνολική συρρίκνωση του ενός στοιχείου συγκόλλησης |
el. | total loss of load | πλήρης αποφόρτιση |
insur. | total loss of part | ολική απώλεια μέρους |
insur. | total loss of vessel only | ολική απώλεια του πλοίου μόνο |
gen. | unprotected loss of flow in a partially irradiated core | μη προστατευμένη απώλεια ροήςLOFσε μερικώς ακτινοβολημένο πυρήνα |
law | witnesses'loss of earnings | διαφυγόντα κέρδη των μαρτύρων |