Subject | English | Greek |
agric., construct. | absorption loss | απώλειαι λόγω απορροφήσεως |
life.sc. | absorption loss | απώλειαι αρχικής διαβροχής |
med. | absorption loss | απώλεια λόγω απορροφήσεως |
econ., fin. | absorption of losses | απορρόφηση των ζημιών |
med. | acceptance of loss | αποδοχή της απώλειας |
med. | acceptance of loss | αποδοχή της αναπηρίας |
med. | accidental loss | τυχαία απώλεια |
tech., el. | actual measured loss | πραγματική μετρούμενη απώλεια |
account. | actuarial gains and losses | αναλογιστικά κέρδη και ζημιές |
econ., fin. | additional consolidated loss | συνολική πρόσθετη ζημία |
agric. | aid to compensate for loss of livestock | ενίσχυση για την απώλεια ζωικού κεφαλαίου |
econ. | amount of the potential profit or loss | ποσό του δυνητικού κέρδους ή της ζημίας |
agric. | animal loss due to cannibalism | απώλεια ζώου λόγω κανιβαλισμού |
agric. | annual interception loss | ετήσια υδατοσυγκράτηση επί της βροχόπτωσης |
fin. | annual loss expectancy | αναμενόμενη ετήσια απώλεια |
life.sc., environ. | Antarctic ozone loss | απώλεια ανταρκτικού όζοντος |
gen. | appropriation of profit or treatment of loss | διάθεση των κερδών ή κάλυψη των ζημιών |
math. | average loss | μέση απώλεια |
math. | average loss | αναμενόμενη απώλεια |
math. | average loss | κίνδυνος |
fin. | base probability of loss | μέση πιθανότητα ζημίας |
fin. | base probability of loss | μέση πιθανότητα απωλειών |
agric. | beer loss | φύρα κατά τη ζυθοποίηση |
med. | blood loss | απώλεια αίματος |
life.sc., construct. | canal evaporation loss | απώλειαι λόγω εξατμίσεως εκ διωρύγων |
earth.sc., construct. | canal loss | ολικαί απώλειαι |
earth.sc., el. | capacitor losses | απώλειες πυκνωτού |
econ. | capital gains or losses realised | πραγματοποιηθέντα κέρδη ή ζημίες κεφαλαίου |
fin., busin., labor.org. | capital loss | ζημία κεφαλαίου; κεφαλαιακή ζημία |
econ., fin. | capital loss on reclassification | απαξίωση κατόπιν νέας αποτίμησης |
account. | capital losses | ζημίες κεφαλαίου |
tax. | carry-back of losses for tax purposes | μεταφορά των ζημιών για φορολογικούς λόγους |
tax. | carry-forward of losses | μεταφορά των ζημιών |
tax. | carrying over tax losses | μεταφορά των ζημιών |
econ., fin. | carrying-over tax losses | μεταφορά των φορολογικών ελλειμμάτων |
fin. | cash loss | ταμειακό έλλειμμα |
social.sc. | cash loss | διακοπή πληρωμής |
account. | catastrophic losses | απώλειες λόγω φυσικών καταστροφών |
account. | changes in net worth due to neutral holding gains/losses | μεταβολές της καθαρής θέσης λόγω ουδέτερων κερδών/ζημιών κτήσης |
account. | changes in net worth due to nominal holding gains/losses | μεταβολές της καθαρής θέσης λόγω ονομαστικών κερδών/ζημιών κτήσης |
gen. | coastdown of the reactor plant due to loss of station power | απόρριψη φορτίου του αντιδραστήρα λόγω απώλειας της ηλεκτρικής ισχύος για την ιδιοκατανάλωση |
fin. | compensation for loss of export earnings | αντιστάθμιση των εσόδων από εξαγωγές |
gen. | compensation for loss of export earnings | αντιστάθμιση των απωλειών εσόδων λόγω εξαγωγών |
agric. | complete crop loss | γενική απώλεια της συγκομιδής |
gen. | complete loss of coolant | πλήρης απώλεια ψυκτικού |
med. | conductive hearing loss | κώφωση τύπου αγωγιμότητας |
med. | conductive hearing loss | κώφωση αγωγής |
med. | congenital calcium loss syndrome | σύνδρομο κληρονομικής ασβεστιούχου διαφυγής |
account. | consolidated profit and loss account | ενοποιημένος λογαριασμός αποτελεσμάτων |
gen. | consolidated profit and loss account | ενοποιημένα αποτελέσματα χρήσεως |
tech. | constant neutral loss mass spectroscopy | φασματοσκοπία μάζας με μόνιμη απώλεια νετρονίων |
gen. | Convention concerning Unemployment Indemnity in Case of Loss or Foundering of the Ship | Σύμβαση "περί αποζημιώσεως λόγω ανεργίας εις περίπτωσιν ναυαγίου" |
earth.sc., construct. | conversion loss | απώλεια ενεργείας λόγω μετατροπής ταχύτητος |
earth.sc., construct. | conveyance loss | ολικαί απώλειαι |
agric., mech.eng. | cooling loss | απώλειες στο ψυγείο |
earth.sc. | core pressure loss | απώλειες πιέσεως στον πυρήνα αντιδραστήρα |
econ. | coverage of a current trading loss | κάλυψη τρέχουσας εμπορικής ζημίας |
econ. | crop losses | απώλεια συγκομιδής |
agric. | crop losses | απώλειες στη συγκομιδή |
econ., fin. | customer loss | απώλεια πελατείας |
agric. | cutter bar losses | απώλειες στο μαχαίρι |
agric. | cutter bar losses | απώλειες στην κοπτική ράβδο |
gen. | date of theft or loss or complaint | ημερομηνία κλοπής ή καταγγελίας |
econ. | dead loss | απόλυτη ζημιά |
econ., fin. | deadweight loss | καθαρή απώλεια ευημερίας |
gen. | dealing profits and losses | επιχειρηματικά κέρδη και ζημίες' κέρδη και ζημίες από συναλλαγές |
law, fin. | deduction of foreign losses | έκπτωση των ζημιών του εξωτερικού |
gen. | design basis loss-of-coolant accident | σχεδιασμός με βάση αναφοράς ατύχημα απώλειας ψυκτικού |
gen. | Determination of thickness loss under dynamic loading | Προσδιορισμός απώλειας πάχους με δυναμική πίεση |
earth.sc. | dielectric loss | διηλεκτρική απώλεια |
earth.sc. | dielectric loss | διηλεκτρικές απώλειες |
earth.sc., el. | dielectric loss tangent | συντελεστής διηλεκτρικών απωλειών |
earth.sc., mech.eng. | diffuser loss | απώλειες διαχυτήρα,απώλειες λόγω ροής διαμέσου διαχυτήρασκεδαστήρας |
life.sc., environ. | direct losses | άμεσοι ζημίαι |
earth.sc., mech.eng. | disc friction loss | απώλεια τριβής δίσκου |
chem., el. | distribution losses | απώλειες αερίου |
earth.sc., el. | divergence loss | απώλειες εξάπλωσης |
chem., el. | draught loss | απώλειες ελκυσμού |
earth.sc., mech.eng. | dynamic loss | δυναμική απώλεια |
earth.sc., mech.eng. | eddy and turbulence loss | απώλεια από αποκόλληση |
fin. | embedded loss | λανθάνουσα μείωση τιμής |
fin. | embedded loss | λανθάνουσα απαξία |
earth.sc., mech.eng. | energy conversion loss | απώλεια από μετατροπή της ενέργειας |
earth.sc., construct. | energy loss in hydraulic jump | απώλεια ενεργείας άλματος |
earth.sc. | energy loss time | χρόνος ζωής της ενέργειας |
earth.sc. | energy loss time | χρόνος απώλειας της ενέργειας |
earth.sc., construct. | entrance loss | απώλεια φορτίου εισόδου |
tax. | establishing tax losses | αύξηση των φορολογικών ζημιών |
tax. | establishing tax losses | αντιστάθμιση των φορολογικών ζημιών |
gen. | Estimation of the loss of absorptive power by colorant drop test | Εκτίμηση της απώλειας της ροφητικής ικανότητας - Δοκιμή κηλίδας χρωστικής |
agric. | evaporation loss | απώλειες |
med. | evaporative heat loss | απώλεια θερμότητας δια της εξαερώσεως |
fin. | exceptional loss | έκτακτη ζημία |
fin. | exchange losses | ζημίες από συναλλαγματικές διαφορές |
fin. | exchange rate loss | ζημία συναλλαγματικής τιμής |
law, fin. | exemption without deduction of losses | απαλλαγή χωρίς έκπτωση των ζημιών |
fin. | expected annual loss | αναμενόμενη ετήσια απώλεια |
math. | expected loss | κίνδυνος |
fin. | expected loss | αναμενόμενη ζημία |
math. | expected loss | μέση απώλεια |
math. | expected loss | αναμενόμενη απώλεια |
fin. | expected loss amount | ποσό αναμενόμενης ζημίας |
gen. | exposure with a loss potential | έκθεση με πιθανότητα ζημίας |
econ., fin. | extraordinary losses | έκτακτα αρνητικά αποτελέσματα |
gen. | extraordinary profit or loss | έκτακτα αποτελέσματα |
busin., labor.org., account. | extraordinary profit or loss after tax | έκτακτα αποτελέσματα μετά την αφαίρεση των φόρων |
agric., construct. | farm losses | απώλειαι εν τω αγρώ |
fin. | final gain or loss | τελικό αποτέλεσμα,θετικό ή αρνητικό |
account. | financial asset or financial liability at fair value through profit or loss | χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο ή χρηματοοικονομική υποχρέωση στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων |
econ. | financial loss | χρηματοοικονομική ζημία |
mater.sc. | fire losses | ζημιές από πυρκαγιά |
econ., fin. | first loss tranche | τμήμα πρωτεύουσας ζημίας |
life.sc. | flood losses | ζημίαι εκ πλημμυρών |
life.sc., el. | fluid loss | απώλεια ρευστοÙ |
life.sc. | fluid loss | διαφυγή υγρών |
life.sc. | fluid loss | απώλεια υγρών |
earth.sc. | flux loss | απώλεια ροής |
earth.sc. | flux loss | διαφυγή ροής |
fin. | foreign-exchange loss | ζημία εξωτερικού συναλλάγματος |
fin. | foreign-exchange loss | ζημία συναλλαγματικής τιμής |
earth.sc., mech.eng. | friction loss | απώλεια τριβής |
earth.sc., mech.eng. | friction loss | απώλεια λόγω τριβής |
earth.sc., mech.eng. | friction losses in bends | απώλεια μέσα σε μιά γωνία |
gen. | friendly loss | φιλικά πυρά |
law, fin. | full offsetting of losses within a group of enterprises | πλήρης συμψηφισμός των ζημιών στον όμιλο των επιχειρήσεων |
tech., el. | gain loss | απώλειες περιβλήματος |
account. | gross loss | ακαθάριστο κέρδος |
account. | gross loss | ακαθάριστη ζημία |
busin., labor.org., account. | gross loss | μικτές ζημίες |
busin., labor.org., account. | gross profit or loss | μικτό αποτέλεσμα μικτά κέρδη ή ζημίες |
energ.ind. | head loss | πτώση πíεσης |
gen. | head loss | πτώση πιεσομετρικού ύψους |
earth.sc., mech.eng. | head loss due to acceleration | απώλεια πιεζομετρικού ύψους λόγω επιτάχυνσης |
med. | hearing loss | απώλεια της ακοής |
med. | hearing loss | απώλεια ακοής |
earth.sc., mech.eng. | heat loss | θερμική απώλεια |
tech., mech.eng. | heat loss | απώλεια θερμότητας |
chem., el. | heat loss correction | διόρθωση ανταλλαγής θερμότητας |
chem., el. | heat losses in unburnt gas | απώλειες θερμότητας λόγω ατελούς καύσης |
mater.sc., industr., construct. | heating by dielectric loss | θέρμανση από διηλεκτρικές απώλειες |
account. | holding gains/losses | κέρδη/ζημίες κτήσης |
fin. | holding loss | ζημίες |
gen. | hot soak losses | απώλειες λόγω θερμού εμποτισμού |
earth.sc., mech.eng. | hydraulic loss | υδραυλικές απώλειες |
earth.sc., mech.eng. | hydrodynamic losses | υδροδυναμικές απώλειες |
earth.sc., industr., construct. | hysteresis loss | απώλεια ενέργειας λόγω υστερήσεως |
earth.sc. | hysteresis losses | απώλειες λόγω υστέρησης |
earth.sc. | hysteresis losses | απώλειες από υστέρηση |
account. | impairment loss | ζημία απομείωσης |
life.sc. | indirect losses | έμμεσοι ζημίαι |
earth.sc., el. | induced losses | επαγόμενη απώλεια |
life.sc., environ. | intangible losses | μη αποτιμήσιμοι ζημίαι |
nat.sc., life.sc. | interception loss | απώλεια |
econ., market. | inter-company loss | εσωτερικό κέρδος του ομίλου |
econ., market. | inter-company loss | εσωτερικό αποτέλεσμα του ομίλου |
econ., market. | inter-company loss | εσωτερική ζημία του ομίλου |
econ. | interest,gains or losses distributed to the insured | τόκοι,κέρδη ή ζημίες που διανέμονται στους ασφαλισμένους |
earth.sc., mech.eng. | internal leakage loss | απώλεια από εσωτερική διαρροή |
gen. | internal losses | εσωτερική κατανάλωση δικτύου |
fin. | irretrievable loss | ανεπανόρθωτη απώλεια |
earth.sc., mech.eng. | jet loss factor | συντελεστής πίδακος υπό πίεση |
earth.sc., mech.eng. | jet loss factor | συντελεστής απώλειας υγρού κινουμένου υπό πίεση |
gen. | job losses | απώλειες θέσεων απασχόλησης |
gen. | large break loss of cooling accident | ατύχημα από απώλεια ψύξης λόγω σημαντικού ρήγματος |
econ., fin. | latent loss | αφανής απαξίωση |
gen. | layout of the profit and loss account | διάρθρωση των αποτελεσμάτων χρήσεως; διάρθρωση του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως |
earth.sc., mech.eng. | leakage loss | απώλειες εσωτερικών και εξωτερικών διαρροών |
econ. | limit on the loss of relativity | ανώτατο ύψος για την απώλεια αναλογίας |
gen. | load loss in a nuclear reactor circuit | απώλεια φορτίου στο κύκλωμα ενός ατομικού αντιδραστήρα |
fin. | loan loss provisioning | πρόβλεψη για απώλειες από δάνεια |
fin. | loan loss reserve | αποθεματικό για ζημίες από χορηγηθέντα δάνεια |
earth.sc., mech.eng. | local friction loss | τοπική απώλεια τριβής |
fin. | loss absorption mechanism | μηχανισμός απορρόφησης των ζημιών |
agric. | loss after harvest | απώλεια στα στάδια που έπονται της συγκομιδής |
law, fin. | loss allowed as a deduction | ζημία που γίνεται αποδεκτή προς έκπτωση |
earth.sc. | loss angle | γωνία απωλειών |
agric. | loss at slaughter | απώλεια κατά τη σφαγή |
agric. | loss before harvest | απώλεια στα στάδια που προηγούνται της συγκομιδής |
tax. | loss brought forward | μεταφορά των ζημιών |
nat.sc. | loss by evaporation | απώλεια από εξάτμιση |
earth.sc. | loss cone | κώνος απωλειών |
earth.sc. | loss cone | κώνος διαφυγής |
nat.sc. | loss cone instability | αστάθεια του κώνου απωλειών |
nat.sc. | loss cone instability | αστάθεια maser |
earth.sc., mech.eng. | loss due to changes in direction | απώλεια από αλλαγή διεύθυνσης |
fin. | loss for the financial year | ζημιές χρήσεως |
busin., labor.org., account. | loss for the financial year | ζημία χρήσεως |
fin. | loss given default | ποσοστιαία ζημία σε περίπτωση αθέτησης |
fin. | loss given default of the counterparty | ζημία σε περίπτωση αθέτησης του αντισυμβαλλομένου |
fin. | loss given default of the counterparty | ζημία λόγω αθέτησης του αντισυμβαλλομένου |
mater.sc. | loss in carotene | απώλεια καροτενίου |
earth.sc., mech.eng. | loss in power transmission | απώλεια στη μετάδοση ισχύος |
econ., fin. | loss in proportion to own funds | ζημία σε σχέση με τα ίδια κεφάλαια |
econ. | loss in purchasing power | απώλεια της αγοραστικής δύναμης |
chem. | loss in weight | απώλεια σε βάρος |
chem. | loss in weight | απώλεια βάρους |
math. | loss matrix | πίνακας απώλειας |
tech., el. | loss meter | μετρητής απωλειών |
fin. | loss mutualisation protection scheme | σύστημα προστασίας μέσω του επιμερισμού των ζημιών |
agric. | loss norm | πρότυπο απωλειών |
law, fin. | loss not deductible from profits made by the head office | ζημία μη εκπτώσιμη από τα κέρδη της έδρας |
law | loss of a right | απώλεια δικαιώματος |
earth.sc. | loss of adhesion | διακοπή πρόσφυσης |
law, insur. | loss of amenity | απώλεια ανέσεων |
med. | loss of appetite | απώλεια όρεξης |
med. | loss of appetite | ανορεξία |
life.sc., environ. | loss of biodiversity | απώλεια βιολογικών ποικιλιών |
life.sc., environ. | loss of biodiversity | απώλεια βιολογικής πολυμορφίας |
life.sc., environ. | loss of biological diversity | απώλεια βιολογικών ποικιλιών |
life.sc., environ. | loss of biological diversity | απώλεια βιολογικής πολυμορφίας |
med. | loss of blood | απώλεια αίματος |
immigr. | loss of citizenship | απώλεια ιθαγένειας |
immigr. | loss of citizenship | απώλεια υπηκοότητας |
med. | loss of civil rights | απώλεια πολιτικών δικαιωμάτων |
med. | loss of consciousness | απώλεια συνείδησης |
med. | loss of consciousness for the importance of objects | απώλεια συνειδήσεως της σημασίας των αντικειμένων |
gen. | loss of coolant accident | ατύχημα απώλειας ψυκτικού |
earth.sc. | loss of cooling accident test | δοκιμή για την περίπτωση απώλειας ψύξης |
agric. | loss of crop areas | απώλεια καλλιεργούμενων γαιών |
gen. | loss of crystal water | απωλεια κρυσταλλικού ύδατος |
agric. | loss of cultivated areas | απώλεια καλλιεργούμενων γαιών |
med. | loss of differentiation | απώλεια διαφοροποίησης |
law, transp. | loss of entitlement to drive | αφαίρεση της άδειας οδηγού |
agric. | loss of fat | απώλεια λίπους |
med. | loss of flesh | απίσχνανσις |
med. | loss of flesh | απώλεια μυικής μάζας |
med. | loss of function | απώλεια λειτουργικότητας |
med. | loss of function mutation | μετάλλαξη απώλειας λειτουργικότητας |
chem. | loss of gloss | απώλεια της στιλπνότητας |
agric. | loss of green colour | αποπρασινισμός |
life.sc., tech. | loss of head | απώλεια φορτίου |
earth.sc., mech.eng. | loss of head at outlet | απώλεια μανομετρική στη έξοδο |
med. | loss of hearing | απώλεια ακοής |
med. | loss of heterozygosity | απώλεια ετεροζυγωτίας |
math. | loss of information | απώλεια πληροφορίας |
med. | loss of internal cells | απώλεια εσωτερικών κυττάρων |
econ. | loss of liquidity | στενότητα ρευστότητας |
econ., fin. | loss of liquidity | μείωση ρευστότητας; στενότητα ρευστότητας |
econ. | loss of liquidity | μείωση ρευστότητας |
gen. | loss of material | απώλεια υλικού |
med. | loss of memory | απώλεια μνήμης |
med. | loss of memory | αμνησία |
law | rule governing the loss of nationality | απώλεια της υπηκοότητας |
law | rule governing the loss of nationality | απώλεια της ιθαγένειας |
med. | loss of neurons | απώλεια νευρώνων |
law, lab.law. | loss of office | έκπτωση από καθήκοντα |
agric. | loss of plant nutrients | απώλεια θρεπτικών στοιχείων |
econ., stat. | loss of production | απώλεια παραγωγής |
law | loss of profit | απώλεια χρόνου |
law | loss of profit | απώλεια κέρδους |
econ. | loss of purchasing power | διάβρωση της αξίας του νομίσματος' σταδιακή υποτίμηση' απώλεια της αγοραστικής αξίας του νομίσματος |
med. | loss of recollection | συνειδησιακά κενά |
econ., fin. | loss of revenue for the State | διαφυγόν κέρδος για το κράτος |
law | loss of rights for failing to observe a time-limit | ακυρότητα |
law | loss of rights in the application | απώλεια του δικαιώματος στην αίτηση |
law | loss of security for failure to observe a time limit | κατάπτωση ασφάλειας λόγω μη τηρήσεως προθεσμίας |
med. | loss of self-control | απώλεια αυτοκυριαρχίας |
immigr. | loss of status | απώλεια καθεστώτος |
law | loss of time | απώλεια χρόνου |
law | loss of time | απώλεια κέρδους |
gen. | loss of vacuum inside the vessel | απώλεια κενού εντός του δοχείου |
agric. | loss of vitreous aspect | μετατροπή της τομής του κόκκου του σκληρού σιταριού από υαλώδη σε αλευρώδη |
chem. | loss of weight | απώλεια βάρους |
gen. | loss-of-coolant accident | ατύχημα απώλειας ψυκτικού |
gen. | loss-of-flow accident | ατύχημα απώλειας της ροήςLOFA |
gen. | loss-of-flow test | δοκιμή ελλείψεως ροής |
law, fin. | loss offset against the profits | ζημία που μπορεί να συμψηφιστεί με τα κέρδη |
gen. | loss-of-vacuum accident | ατύχημα απώλειας του κενούLOVA |
fin. | loss on bonds and other fixed-income securities | ζημία από ομόλογα και άλλες χρηματιστηριακές αξίας καθορισμένου εισοδήματος |
fin. | loss on exchange | ζημία εξωτερικού συναλλάγματος |
fin. | loss on exchange | ζημία συναλλαγματικής τιμής |
fin. | loss on exchange | ζημία λόγω πτώσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας |
fin. | loss or deterioration of monies, assets and documents | απώλεια ή βλάβη των μετρητών,αξιών και εγγράφων |
life.sc. | loss phase | φάση αποβολής |
life.sc. | loss phase | φάση απώλειας |
life.sc. | loss phase | φάση μεταέκθεσης |
gen. | loss prevention | Πρόληψη ατυχημάτων |
life.sc. | loss rate constant | σταθερά ρυθμού απομάκρυνσης |
life.sc. | loss rate constant | σταθερά ταχύτητας απομάκρυνσης |
gen. | loss ratio | ασφαλιστικές πληρωμές λόγω ζημιών |
tax. | loss relief | φορολογική ελάφρυνση για ζημίες |
fin. | loss resulting from revaluation | απώλεια προερχόμενη από ανατίμηση |
fin. | loss-sharing mechanism | σύστημα προστασίας μέσω του επιμερισμού των ζημιών |
fin., econ. | loss sharing rule, loss sharing agreement | κανόνας επιμερισμού ζημιών; συμφωνία επιμερισμού ζημιών |
earth.sc., el. | loss tangent | συντελεστής διηλεκτρικών απωλειών |
earth.sc., mech.eng. | loss through balance device | απώλεια από διαρροή λόγω μηχανισμού εξισορρόπησης |
fin. | loss under loan for project of mutual interest | ζημία εκ δανείου για σχέδιο κοινού ενδιαφέροντος |
econ. | losses accumulated over several financial years | ζημίες που έχουν σωρευθεί επί σειρά ετών |
agric. | losses at the cutter bar | απώλειες στην κοπτική ράβδο |
agric. | losses at the cutter bar | απώλειες στο μαχαίρι |
agric. | losses from the walkers | απώλειες στους τινάκτες |
gen. | losses made by quasi-corporate enterprises | ζημίες των οιονεί εταιρειών |
fin., econ. | losses of interest, commission and other outlays | απώλειες τόκων, προμήθειες και λοιπά έξοδα |
fin. | losses of interest commission and other outlays | απώλειες τόκων,προμήθειες και λοιπά έξοδα |
econ. | losses on arbitrage transactions in foreign currencies | ζημίες από κερδοσκοπικές αγοραπωλησίες ξένου συναλλάγματοςαρμπιτράζ |
busin., labor.org., account. | losses on the realisation of investments | ζημίες από ρευστοποίηση επενδύσεων |
earth.sc., mech.eng. | losses through ventilation | απώλειες από αερισμό |
gen. | low loss monolithic waveguide | μονολιθικός κυματοδηγός χαμηλών απωλειών |
earth.sc. | magnetic losses | μαγνητικές απώλειες |
econ. | to make a current trading loss | έχω τρέχουσα εμπορική ζημία |
agric. | malting loss | φύρα κατά τη βυνοποίηση |
agric. | mass loss | απώλεια βάρους |
gen. | maximum loss-of-coolant accident | μέγιστο ατύχημα απώλειας ψυκτικού |
agric. | mechanical leaf loss | απώλεια φύλλων οφειλόμενη στις μηχανές |
earth.sc., mech.eng. | mechanical losses | μηχανικές απώλειες |
tech., construct. | minimum modular loss | ελάχιστον φορτίον λειτουργίας ρυθμιστών σταθεράς παροχής |
life.sc., coal. | mining losses | απώλειες κατά την εκμετάλλευση |
chem., el. | miscellaneous losses | απώλειες αερίου |
account. | model profit-and-loss account | πρότυπο αποτελεσμάτων χρήσης |
agric. | moisture loss | απώλεια υγρασίας |
agric. | moisture loss | απώλεια νερού |
med. | myelin loss | απώλεια μυελίνης |
gen. | net loss of civil material | καθαρή απώλεια πυρηνικού υλικού ειρηνικών εφαρμογών |
busin., labor.org., account. | net loss on financial operations | ζημία από χρηματοδοτικές πράξεις |
gen. | net profit or loss on exchange activities | καθαρό υπόλοιπο κερδών/ζημιών από τις δραστηριότητες στον τομέα του συναλλάγματος |
gen. | net profit or loss on transactions in securities | καθαρό κέρδος ή ζημία από τις αγοραπωλησίες τίτλων |
gen. | net profit or net loss on financial operations | αποτέλεσμα που προκύπτει από χρηματοδοτικές πράξεις |
gen. | network losses | απώλειες κατά τη μεταφορά και διανομή |
gen. | network losses | απώλειες δικτύου |
account. | neutral holding gains and losses account | λογαριασμός ουδέτερων κερδών και ζημίων κτήσης |
account. | neutral holding losses | ουδέτερα ζημίες κτήσης |
account. | nominal holding gains/losses | ονομαστικά κέρδη/ζημίες κτήσης |
law, fin. | non-deductibility of losses | έλλειψη δυνατότητας συνυπολογισμού των ζημιών |
law, insur. | non-pecuniary loss | ηθική βλάβη |
earth.sc. | non-recoverable deep percolation loss | μη ανακτήσιμος απώλεια λόγω βαθείας διηθήσεως |
law | noting of loss of right | διαπίστωση απώλειας δικαιώματος |
tech., mech.eng. | nozzle-divergence loss factor | παράγοντας απωλειών ακροφυσίου λόγω αποκλίνοντος |
med. | object loss | απώλεια του αντικειμένου |
agric., polit. | to offset farmers' loss of income | αντισταθμίζει το εισόδημα που θα χάνουν οι γεωργοί ... |
law, fin. | offsetting of foreign losses | συνυπολογισμός των ζημιών που εμφανίζονται στο εξωτερικό |
med. | older person's loss of autonomy | απώλεια της αυτάρκειας ενός ηλικιωμένου ατόμου |
fin. | operating loss | λειτουργική ζημία |
fin. | operating loss | ζημία εκμεταλλεύσεως |
busin. | operating loss | ζημία εκμετάλλευσης |
life.sc., environ. | ozone loss | απώλεια στρατοσφαιρικού όζοντος |
fin. | paper loss | μη πραγματοποιηθείσα ζημία |
law | partial loss | μερική απώλεια |
med. | permanent hearing loss | μόνιμη απώλεια ακοής |
earth.sc. | plasma end losses | απώλεια πλάσματος στις άκρες |
econ. | post-harvest loss | απώλεια μετά τη συγκομιδή |
earth.sc., mech.eng. | power loss | απώλεια ενέργειας |
earth.sc., mech.eng. | power loss | απώλεια ισχύος |
gen. | pressure loss | πτώση πιέσεως |
tech., mech.eng. | pressure loss | απώλεια πίεσης |
gen. | pressure loss | πτώση πίεσης |
account. | primarily actuarial loss | βασική αναλογιστική ζημία |
life.sc., construct. | priming loss | απώλειαι εισαγωγής ύδατος |
earth.sc., mech.eng. | profile loss | απώλεια της πλάγιας όψης |
earth.sc., transp. | profile-drag power loss | ισχύς απαιτούμενη από οπισθέλκουσα σχήματος |
earth.sc., transp. | profile-drag power loss | ισχύς απαιτούμενη από αντίσταση σχήματος πτερυγίων έλικας |
account. | profit and loss account | λογαριασμός κερδών ή ζημιών |
fin. | profit and loss account | λογαριασμός κερδών και ζημιών |
fin., account. | profit and loss account | αποτελέσματα χρήσεως |
account. | profit and loss account | λογαριασμός αποτελέσματος |
account. | profit and loss account reserve brought forward | αποτελέσματα εις νέο-υπόλοιπο κερδών χρήσεως εις νέο ή υπόλοιπο ζημιών χρήσεως εις νέο |
fin. | profit and loss curve | διάγραμμα κέρδους και ζημίας |
fin. | profit and loss graph | διάγραμμα κέρδους και ζημίας |
fin. | profit and loss graph at expiration | διάγραμμα κέρδους και ζημίας στη λήξη |
account. | profit and loss statement | λογαριασμός κερδών ή ζημιών |
account. | profit and loss statement | λογαριασμός αποτελέσματος |
fin. | profit and loss statement | αποτέλεσμα χρήσεως |
account. | profit and loss statement | λογαριασμός κερδών και ζημιών |
econ., fin. | profit or loss before tax | αποτέλεσμα χρήσης προ φόρων |
account. | profit or loss brought forward | αποτελέσματα μεταφερόμενα "εις νέον"; αποτελέσματα εκ μεταφοράς |
econ., account. | profit or loss for the financial year | αποτελέσματα χρήσεως |
fin. | profit or loss for the year | καθαρό αποτέλεσμα χρήσης |
gen. | profit or loss on ordinary activities after tax | αποτέλεσμα που προκύπτει από συνήθεις δραστηριότητες, μετά την αφαίρεση των φόρων |
econ., account. | profit-and-loss accounts | λογαριασμοί κερδών και ζημιών |
law | profit-and-loss audit | έλεγχος απόδοσης |
busin., labor.org., account. | profits and losses | κέρδη και ζημίες |
med. | protein loss | απώλεια λευκώματος |
med. | protein loss | απώλεια πρωτεϊνών |
account. | provision for losses | πρόβλεψη για ζημίες |
account. | provision for possible loss in value of long-term securities | πρόβλεψη για χρηματιστηριακή υποτίμηση του χαρτοφυλακίου των τίτλων |
agric., mater.sc. | quality loss | απώλεια ποιότητας |
tech. | quality losses | απώλειες σχετιζόμενες με την ποιότητα |
agric. | rate of loss of vitreous aspect of durum wheat | περιεκτικότητα του σκληρού σίτου σε αλευρώδεις κόκκους |
fin., account. | realised gains/losses | πραγματοποιηθέντα κέρδη/πραγματοποιηθείσες ζημίες |
fin. | realised loss | πραγματοποιηθείσες ζημίες |
agric. | rearing losses | απώλειες κλωσσίσματος |
account. | recurrent losses | επαναλαμβανόμενες απώλειες |
agric. | to reduce pre-and post-harvest losses | ελάττωση της φύρας πριν και μετά τη συγκομιδή |
earth.sc. | refraction loss | απώλειες διάθλασης |
law, fin. | to reincorporate automatically losses | επανεντάσσω αυτόματα της ζημίες |
fin. | resale at a loss | μεταπώληση σε τιμή κάτω του κόστους |
account. | reserve for possible loss in value of long-term securities | πρόβλεψη για χρηματιστηριακή υποτίμηση του χαρτοφυλακίου των τίτλων |
busin., labor.org., account. | to result in a loss or a profit | το αποτέλεσμα της οικονομικής χρήσεως είναι κέρδος ή ζημία |
account. | retained earnings accumulated losses | υπόλοιπο σε νέο |
account. | retained earnings accumulated losses | κέρδος ή ζημία προηγούμενης χρήσης |
agric. | run off losses | απώλεια λόγω απορροής |
mater.sc. | sap losses | απώλεια χυμών |
life.sc., environ. | seasonal loss | εαρινή απώλεια όζοντος |
life.sc., environ. | seasonal loss | ανοιξιάτικη απώλεια όζοντος |
life.sc., environ. | seasonal ozone loss | ανοιξιάτικη απώλεια όζοντος |
life.sc., environ. | seasonal ozone loss | εαρινή απώλεια όζοντος |
agric., construct. | seepage loss | απώλειες νερού |
agric., construct. | seepage loss | απώλεια λόγω διηθήσεως |
econ. | selling at a loss | πώληση επί ζημία |
agric. | shaker grain losses | απώλειες στους τινάκτες |
agric. | shaker shoe losses | απώλειες στα κόσκινα |
earth.sc., mech.eng. | shock loss | απώλεια από χτύπημα |
earth.sc., mech.eng. | shock loss according to Borda-Carnot | απώλεια δόνησης κατά Borda-Carnot |
agric. | shoe losses | απώλειες στα κόσκινα |
mater.sc. | silage run-off losses | απώλεια με ροή |
agric. | slaughter-based compensation for income losses | αποζημίωση για απώλεια εισιδήματος με βάση τα θανατούμενα ζώα |
gen. | small break loss of cooling accident | ατύχημα από απώλεια ψύξης λόγω μικρού ρήγματος |
med. | small pulse caused by blood loss | σφυγμός χαμηλός ευπίεστος ολιγαιμίας |
gen. | small-break loss of coolant | απώλεια ψυκτικού μέσου λόγω ρωγμής μικρής έκτασης |
fin. | socialisation of losses | κοινωνικοποίηση των ζημιών |
earth.sc. | sonar dome insertion loss | απώλειες λόγω παρεμβολής θόλου σόναρ |
earth.sc. | sonar dome loss directivity-pattern | κατευθυντικό διάγραμμα απωλειών λόγω παρεμβολής του ηχοεντοπιστή |
gen. | sound transmission loss | απώλειες μετάδοσης ήχου |
earth.sc. | space loss | γεωμετρική εξασθένιση |
earth.sc., el. | specific energy loss | απώλεια ειδικής ενέργειας |
earth.sc., mech.eng. | specific energy loss | συνολική απώλεια της ενέργειας μάζας |
earth.sc., el. | spreading loss | απώλειες εξάπλωσης |
life.sc., environ. | springtime loss | ανοιξιάτικη απώλεια όζοντος |
life.sc., environ. | springtime loss | εαρινή απώλεια όζοντος |
life.sc., environ. | springtime ozone loss | ανοιξιάτικη απώλεια όζοντος |
life.sc., environ. | springtime ozone loss | εαρινή απώλεια όζοντος |
gen. | standing loss | μόνιμη απώλεια |
account. | statement of loss and gain | λογαριασμός αποτελέσματος |
account. | statement of loss and gain | λογαριασμός κερδών ή ζημιών |
account. | statement of loss and gain | λογαριασμός κερδών και ζημιών |
fin. | stop loss order | εντολή με όριο μέγιστης ζημίας |
fin. | stop loss order | εντολή ενεργοποιούμενη σε συγκεκριμένο όριο |
fin. | stop loss order | εντολή αγοράς σε ορισμένη τιμή για να αποφευχθεί ζημία |
fin. | stop loss order | εντολή stop loss |
life.sc., environ. | stratospheric ozone loss | απώλεια στρατοσφαιρικού όζοντος |
agric. | stump loss | απώλειες κατά την υλοτομία |
agric. | stump loss | απώλειες κατά την δενδροτομία |
med. | subsequent loss of cells and tissues | επακόλουθη βλάβη κυττάρων και ιστών |
fin. | substantial loss | σημαντική ζημία |
earth.sc. | synchrotron radiation energy loss | απώλεια ενέργειας με ακτινοβολία η οποία εκπέμπεται από ηλεκτρόνιο μετακινούμενο σε μαγνητικό πεδίο |
gen. | system losses | απώλειες κατά τη μεταφορά και διανομή |
commer., polit. | System of Compensation for the Loss of Export Earnings for Least-developed Countries not Signatory to the Lomé Convention | σύστημα αντιστάθμισης των απωλειών εσόδων από εξαγωγές υπέρ των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών που δεν έχουν υπογράψει τη Σύμβαση του Λομέ |
commer., polit. | System of Compensation for the Loss of Export Earnings for Least-developed Countries not Signatory to the Lomé Convention | σύστημα COMPEX |
law, fin. | taking foreign losses into account | συνυπολογισμός των ζημιών που εμφανίζονται στο εξωτερικό |
law, market. | taking into account subsidiary's losses | συνυπολογισμός των ζημιών της θυγατρικής |
earth.sc., el. | tangent of the loss angle | συντελεστής διηλεκτρικών απωλειών |
earth.sc., el. | tangent of the loss angle of a capacitor | εφαπτομένη απωλειών ενός πυκνωτού |
life.sc., environ. | tangible losses | αποτιμήσιμοι ζημίαι |
tax. | tax arrangements applicable to losses | φορολογικό καθεστώς των ζημιών |
fin., tax. | tax loss | ζημία |
law, tax. | tax loss | φορολογική ζημία |
econ., account. | tax loss carry back | μεταφορά φορολογικών επιβαρύνσεων σε προηγούμενα έτη |
econ., account. | tax loss carry back | αναδρομική αφαίρεση των ζημιών |
econ., account. | tax loss carryback | αναδρομική αφαίρεση των ζημιών |
econ., account. | tax loss carryback | μεταφορά φορολογικών επιβαρύνσεων σε προηγούμενα έτη |
econ., account. | tax loss carryforward | αφαίρεση των ζημιών προηγουμένων χρήσεων |
econ., account. | tax loss carry-forward | αφαίρεση των ζημιών προηγουμένων χρήσεων |
fin., tax. | tax on extraordinary profit or loss | φόρος επί των εκτάκτων αποτελεσμάτων |
fin., tax. | tax on profit or loss on ordinary activities | φόρος επί αποτελεσμάτων από συνήθεις δραστηριότητες |
account. | tax on profit or loss on ordinary activities | φόροι επί του αποτελέσματος που προκύπτει από συνήθεις δραστηριότητες |
med. | temporary hearing loss | προσωρινή απώλεια ακοής |
med. | temporary loss of consciousness | αφηρημάδα της επιληψίας |
med. | temporary loss of consciousness | πρόσκαιρος απώλεια της συνειδήσεως |
tax. | terminal loss relief | φορολογική ελάφρυνση για ζημίες πριν από την εκκαθάριση |
med. | thaw loss | απώλεια ύδατος κατά την απόψυξη |
earth.sc., mech.eng. | thermal loss | θερμική απώλεια |
tech., industr., construct. | thickness loss | απώλεια πάχους |
agric. | threshing-drum grain losses | απώλειες στον κόπανο |
agric. | threshing-drum grain losses | απώλειες στον κτυπητήρα |
phys.sc. | tip loss | απώλειες ακροπτερυγίου |
earth.sc., mech.eng. | total head loss in the pipelines | συνολική απώλεια μανομετρικού ύψους στις σωληνώσεις |
earth.sc. | total loss | ολική εξατμισοδιαπνοή |
earth.sc., construct. | total loss | ολικαί απώλειαι |
med. | total loss | ολικές απώλειες |
earth.sc., mech.eng. | total loss lubrication | λίπανση πλήρους απώλειας |
earth.sc., mech.eng. | total loss lubrication installation | εγκατάσταση λίπανσης πλήρους απωλείας |
earth.sc., mech.eng. | total loss refrigeration | ψύξη με απώλεια του ψυκτικού μέσου |
earth.sc., construct. | transition energy loss | απώλειαι φορτίου λόγω συναρμογής |
earth.sc., construct. | transition loss | απώλειαι φορτίου λόγω συναρμογής |
gen. | transmission and distribution losses | απώλειες κατά τη μεταφορά και διανομή |
med. | transmission hearing loss | κώφωση τύπου αγωγιμότητας |
med. | transmission hearing loss | κώφωση αγωγής |
earth.sc., construct. | transmission loss | ολικαί απώλειαι |
earth.sc. | transmission loss | δείκτης μείωσης του ήχου |
agric. | transport loss | απώλειες κατά τη μεταφορά |
earth.sc. | ultra pure material with low optical loss | εξαιρετικά καθαρό υλικό με χαμηλές οπτικές απώλειες |
agric., construct. | unavoidable farm losses | αναπόφευκτοι απώλειαι εν τω αγρώ |
gen. | unprotected loss of flow in a partially irradiated core | μη προστατευμένη απώλεια ροήςLOFσε μερικώς ακτινοβολημένο πυρήνα |
fin., account. | unrealised gain/loss | μη πραγματοποιηθέντα κέρδη / μη πραγματοποιηθείσες ζημίες |
fin., account. | unrealised gains/losses | μη πραγματοποιηθέντα κέρδη / μη πραγματοποιηθείσες ζημίες |
fin. | unrealised loss | μη πραγματοποιηθείσα ζημία |
fin. | unrealised losses | μη πραγματοποιηθείσες ζημίες |
busin., labor.org., account. | unrealised losses on investments | μη ρευστοποιηθείσες ζημίες από επενδύσεις |
fin. | unrealized loss | λανθάνουσα απαξία |
fin. | unrealized loss | λανθάνουσα μείωση τιμής |
earth.sc., mech.eng. | volumetric losses | ογκομετρικές απώλειες |
earth.sc., mech.eng. | vortex losses | απώλειες από στροβιλισμούς |
ecol. | Warsaw international mechanism for loss and damage | διεθνής μηχανισμός της Βαρσοβίας για τις απώλειες και τις ζημίες |
ecol. | Warsaw international mechanism for loss and damage associated with climate change impacts | διεθνής μηχανισμός της Βαρσοβίας για τις απώλειες και τις ζημίες |
med. | water loss ft | απώλεια ύδατος |
earth.sc. | water losses | ολική εξατμισοδιαπνοή |
med. | weight loss | απώλεια βάρους |
earth.sc., construct. | well losses | απώλεια φορτίου φρέατος |
law | witnesses'loss of earnings | διαφυγόντα κέρδη των μαρτύρων |
gen. | worst postulated loss-of-coolant accident | δυσμενέστερο υποθετικό ατύχημα απώλειας ψυκτικού |
mater.sc. | zero loss cutting technology | τεχνολογία κοπής με μηδενική φύρα |